Νεοοθωμανικά παίγνια στα όρια

Η απάντηση των ΗΠΑ και τα μαθήματα για την Ελλάδα
Open Image Modal
via Associated Press

Η κατάρριψη του τουρκικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους στη Βόρεια Συρία από αμερικανικές δυνάμεις επαληθεύει τη θέση ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ανοιχτής αμερικανοτουρκικής «διαπραγμάτευσης» για τον ρόλο της Άγκυρας στο πλαίσιο των αναδυόμενων γεωστρατηγικών συσχετισμών.

Η εν λόγω «διαπραγμάτευση» έχει ξεκινήσει προ πολλού και η Τουρκία έχει αποδείξει, όπως ιστορικά πράττει, ότι οδηγεί τα πράγματα στα ακρότατα σημεία. Αυτό έπραξε με τους θεατρινισμούς του Νταβός το 2009 εις βάρος του Ισραηλινού Προέδρου, η ίδια τακτική συνεχίστηκε με την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, ομοίως κινήθηκε και στην περίπτωση της αγοράς του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S400, ενώ από την άλλη πλευρά στα όρια έφθασε και τις σχέσεις με τη Ρωσία όταν κατέρριψε το ρωσικό Sukhoi SU-24 επειδή εισήλθε στον εναέριο χώρο της για 17 δευτερόλεπτα.

Σε κάθε νεοοθωμανικό μικρομεγαλισμό, όπως οι ανωτέρω, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Τούρκοι επεδίωξαν την αγορά κινεζικού αντιαεροπορικού συστήματος και αναδιπλώθηκαν μετά τις αμερικανικές αντιδράσεις, στρεφόμενοι στους S-400 και τώρα μετανιώνουν, γιατί εξοβελίστηκαν από το πρόγραμμα των F-35, ενώ την ίδια στιγμή σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16. Αντιστοίχως, στην περίπτωση της κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού, είναι αξιοσημείωτο ότι η τουρκική πλευρά έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη, ενώ ανέστειλε το «πρόγραμμα παραβιάσεων» (!) του ελληνικού εναέριου χώρου για σημαντικό χρονικό διάστημα. Όσον αφορά δε τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης είναι διαρκείς, αλλά σκοντάφτουν στην υψηλή στρατηγική δέσμευση του Ερντογάν έναντι της Χαμάς και των Παλαιστινίων, δέσμευση η οποία δεν μπορεί πλέον να κρύβεται κάτω από το χαλί του ανατολίτικου παζαριού.

Όπως έχουμε πολλάκις επισημάνει, η αφετηρία των εν λόγω μικρομεγαλισμών τοποθετείται στη δεδηλωμένη πρόθεση της Τουρκίας να αποκτήσει ηγεμονική θέση στην περιφέρεια και να αναχθεί σε δύναμη ισότιμη των πλανητικών δυνάμεων. Η αφορμή, ωστόσο, εκδήλωσης της εν λόγω προ δεκαετιών δεδηλωμένης πρόθεσης είναι η ανακατανομή ισχύος, όπως η ίδια την αντιλαμβάνεται.

Η Τουρκία επιθυμεί να καταστεί ισότιμος παίκτης στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό παίγνιο και θεωρεί ότι οι εξελίξεις της τελευταίας 15ετίας της προσφέρουν μία «χρυσή ευκαιρία». Η Ελλάδα πέρασε μια 15ετία οικονομικής συρρίκνωσης και εξοπλιστικής στασιμότητας, η Συρία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα μετατράπηκε κατ’ ουσία σε «κράτος παρία», η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» δημιούργησε σημαντικά κενά ισχύος στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή και η Αρμενία εγκαταλείφθηκε – για συγκεκριμένους λόγους – στην τύχη της από τη Ρωσία και στο έλεος του Αζερμπαϊτζάν. Σε όλα αυτά προστίθενται η μεταψυχροπολεμική εξουθένωση του Ιράκ, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας η οποία προσέφερε πολλαπλές ευκαιρίες αύξησης της νεοοθωμανικής επιρροής στα Βαλκάνια, αλλά και η κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. η οποία συνοδεύτηκε από την ανάδυση του λεγόμενου «τουρκογενούς κόσμου» στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία.

Με βάση τα ως άνω δεδομένα, η σταδιακή στρατηγική περιστολή των επιχειρησιακών δεσμεύσεων των Η.Π.Α. από τον Ατλαντικό, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή χάριν του Ειρηνικού, της Ινδοκίνας και της Αυστραλίας, με στόχο την εξισορρόπηση της σινικής ανόδου, ειδώθηκε ως «παράθυρο ευκαιρίας» για την Τουρκία να αποτυπώσει στο χάρτη τις προ δεκαετιών αξιώσεις της, καθώς όσο συνέβαιναν τα ανωτέρω, η Τουρκία – μεταξύ άλλων – σχεδόν εξαπλασίασε το Α.Ε.Π. της και αυτονόμησε σε μεγάλο βαθμό την αμυντική βιομηχανία της. Συνεπώς, η Άγκυρα προχώρησε σε μια τρόπον τινά «διαπραγμάτευση» με τις Η.Π.Α. για το νέο ρόλο της, καθότι οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν, κατά την επιχειρησιακή αποδέσμευσή τους από την περιοχή και με δεδομένη την υψηλή γεωπολιτική αξία της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, να την εγκαταλείψουν στις ορέξεις οιουδήποτε δυνητικού ή πραγματικού ανταγωνιστή τους.

Τούτων δοθέντων, η Τουρκία αποζήτησε να αναλάβει το ρόλο του περιφερειακού τοποτηρητή για λογαριασμό των Η.Π.Α., ζητώντας όμως ανταλλάγματα που η Ουάσιγκτον δεν ήθελε και δεν θέλει να δώσει, καθώς η παροχή τους θα σήμαινε τη στρατηγική αυτονόμηση της Άγκυρας. Οι Η.Π.Α., γνωρίζοντας ότι η εμπιστοσύνη στις διακρατικές σχέσεις – ακόμη και στις συμμαχικές – είναι παντελώς πλασματική και μόνο επί χάρτου, δεν προτίθενται να προσφέρουν τα εν λόγω ανταλλάγματα, αλλά αντιθέτως δημιουργούν σταδιακά μια νέα ισορροπία ισχύος στην περιοχή, ικανή να αποτρέψει μια μείζονα ανακατανομή ισχύος στην περιοχή.

Στην περίπτωση της Βορείου Συρίας, η Ουάσιγκτον έχει διακηρύξει ότι συμπαρατάσσει τις δυνάμεις με εκείνες των Κούρδων προκειμένου να αντιμετωπισθεί το Ισλαμικό Κράτος, ενώ οι Τούρκοι θεωρούν το PKK και το YPG τρομοκρατικές οργανώσεις, ζητώντας από τις «τρίτες δυνάμεις» (ωσάν οι ίδιοι να μην είναι «τρίτοι» στο εσωτερικό της Συρίας) να αποσυρθούν από την περιοχή. Μάλιστα, μόλις χθες, διαμήνυσε σε άπαντες τους εμπλεκόμενους να μείνουν μακριά από τις υπό κουρδικό έλεγχο εγκαταστάσεις στη Βόρεια Συρία και η απάντηση των Η.Π.Α. – στο πλαίσιο της «ανοιχτής διαπραγμάτευσης» για το νέο ρόλο της Τουρκίας – ήρθε με την κατάρριψη του τουρκικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους.

Οι Τούρκοι θέλησαν να ελέγξουν τα αντανακλαστικά και τη βούληση των Η.Π.Α. και έλαβαν την ανάλογη απάντηση, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της επακούμβησης της φρεγάτας «Λήμνος» στην τουρκική κορβέτα «Κεμάλ Ρέις», όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορική συγκυρία που εκτιμούν ότι η ισχύς τους μπορεί να εγγυηθεί την πραγμάτωση των αξιώσεών τους.