Η γαλλική αστυνομία είναι πεπεισμένη ότι υπήρξε δολοφονία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει πτώμα. Κανείς δεν έχει αναφερθεί καν ως αγνοούμενος.
Σε ένα μυστήριο με πλοκή από μυθιστόρημα του Επιθεωρητή Μαιγκρέ, ο εισαγγελέας της Νορμανδίας κάλεσε τους πολίτες να βοηθήσούν ώστε να ανακαλυφτεί ποιος είναι αυτός που μπορεί να είναι νεκρός, αναφέρει το BBC.
«Στα 23 χρόνια μου ως δικαστής, δεν έχω ξαναδεί τέτοια κατάσταση», είπε ο Ρεμί Κοουτέν.
«Δεν έχουμε σώμα», είπε.
«Και δεν έχουμε ταυτότητα για το άτομο που πιστεύουμε ότι σκοτώθηκε».
Αυτό που έχει η αστυνομία είναι ένας ύποπτος. Είναι ένας 46χρονος Πολωνός που ζει πολλά χρόνια στη Γαλλία, δουλεύοντας ως ξυλουργός. Ο άνδρας, τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν δωθεί στη δημοσιότητα, βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό κράτηση.
Η αστυνομία πιστεύει ότι στις 9 Μαρτίου, ο ύποπτος, οδηγώντας ένα μαύρο Audi υπό την επήρεια αλκοόλ, χτύπησε μια γυναίκα ποδηλάτη σε δρόμο κοντά στην πόλη Γκράντ Μπουργεχρούντε, 140 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Παρισιού.
Νομίζοντας ότι την είχε σκοτώσει, πήγε σπίτι για να πάρει ένα φτυάρι. Όταν όμως επέστρεψε, διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Έτσι, η αστυνομία πιστεύει ότι «την τελείωσε» με το φτυάρι και μετά έθαψε το σώμα της. Στη συνέχεια πέταξε το ποδήλατό της σε σκουπιδότοπο.
Υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι κάτι από αυτά συνέβη στην πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει ούτε πτώμα, ούτε ομολογία στην αστυνομία, ούτε ποδήλατο. Πάνω από όλα, δεν υπάρχουν αναφορές για εξαφάνιση γυναίκας ποδηλάτη.
Ο λόγος που η αστυνομία είναι σίγουρη ότι όντως συνέβη η δολοφονία είναι ότι ο άνδρας είπε αρχικά στους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά του ότι την είχε διαπράξει.
Στις 14 Μαΐου - περισσότερο από δύο μήνες αργότερα - η πρώην κοπέλα του υπόπτου πήγε στο αστυνομικό τμήμα της Ντιέππε. Είπε ότι ο πρώην της, την είχε τηλεφωνήσει σε κατάσταση μέθης στις 9 Μαρτίου, για να της πει ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα σε ατύχημα.
Αυτή ήταν η αρχική του εκδοχή. Στη συνέχεια, ο ύποπτος την κάλεσε πίσω για να πει ότι ήταν εντάξει: η γυναίκα ήταν ζωντανή και είχε επιστρέψει στο σπίτι της.
Ανήσυχη, πήγε να δει τον ύποπτο την επόμενη μέρα. Δεν ήταν στο σπίτι, αλλά είδε το αυτοκίνητό του το οποίο είχε τρακάρει στο παρμπρίζ. Επίσης, είδε έναν μεγάλο κόκκινο λεκέ.
Στη συνέχεια, στις 13 Μαρτίου, είδε τον ύποπτο και αυτός της είπε ότι διέπραξε μια δολοφονία. Της είπε επίσης για το φτυάρι και την ταφή. Η ποδηλάτισσα, της είπε, έμειαζε σαν άστεγη.
Τρεις άλλοι μάρτυρες τον άκουσαν να δίνει διαφορετικές εκδοχές για το ατύχημα.
Μια φίλη που πήγε στο σπίτι του αργότερα την ίδια μέρα τον βρήκε να καθαρίζει μανιωδώς το τρακαρισμένο αυτοκίνητό του.
Της είπε ότι η γυναίκα ποδηλάτης επέζησε. Παρόλα αυτά, η φίλη του τράβηξε φωτογραφίες του αυτοκινήτου, οι οποίες αποτελούν βασικό στοιχείο των αστυνομικών στοιχείων.
Ένα άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο είναι ότι ο ύποπτος δήλωσε ότι το Audi, το οποίο βρέθηκε καμένο στα μέσα Απριλίου, είχε κλαπεί. Μάλιστα αργότερα παραδέχτηκε στην αστυνομία ότι ο ίδιος του είχε βάλει φωτιά.
Συνελήφθη τον Ιούνιο, ο ύποπτος είπε αρχικά ότι η ιστορία του ατυχήματος ήταν ένα «κακό αστείο», που επινοήθηκε για να κάνει την πρώην κοπέλα του να τον λυπηθεί. Τη ζημιά στο αυτοκίνητό του ισχυρίστηκε ότι προκάλεσε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας αίμα κοτόπουλου για τον λεκέ.
Σύμφωνα με την αστυνομία, στη συνέχεια παραδέχτηκε ότι είχε πράγματι ατύχημα, αλλά ότι το θύμα δεν έπαθε τίποτα, προτού επαναλάβει για άλλη μια φορά την εξήγηση του «κακού αστείου».
«Πολλοί άνθρωποι αγνοούνται χωρίς να ενημερωθεί η αστυνομία», είπε ο εισαγγελέας Ρέμι Κοουτέν.
Πιθανότατα η γυναίκα ήταν τουρίστας ή είχε δεύτερη κατοικία στην περιοχή, ή ίσως κάποια που έκανε ποδηλασία μεγάλων αποστάσεων. Θα μπορούσε επίσης να ζούσε απομονωμένη, αποκομμένη από την οικογένειά της.