Ο  Αμερικάνος

Πούθε βαστάει η αληθής καταγωγή του ήτις ελάνθανε κρυπτόμενη υπό την προσωπίδα της ευζωίας και του πολιτισμού;
|
Open Image Modal
via Associated Press

Το μεγάλο καφενείο παρά τη κεντρική πλατεία την εσπέραν εκείνην, ωμοίαζε,  κατά το φαινόμενον, με βάρκαν φουρτουνιασμένην,  αριστερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων, με το ύδωρ εισπηδών από την κουπαστήν και περιλούζον τους πτωχούς θαμώνες, ένεκα ο κυβερνήτης απουσίαζε και οι ναύτες εφέροντο αφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες παραγγελίας εις ακατάληπτον  γλώσσαν, συγχέοντες το χθες με τη σήμερον, το αριστεράκις με το όλο δεξιά, τρέχοντες από πρύμνην εις πλώρας λύοντες  και δένοντες τους κάβους  και καταπτοούντες  τους δυστυχείς επιβάτες,  οίτινες περιερραίνοντο από τα αφρίζοντα κύματα γευόμενοι την άλμην.

Εις μία γωνίαν του καφενείου, όμιλος εκ τριών ανδρών και μιας γυναικός,- ναυτικοί άπαντες,-  εκάθηντο και έπιναν τη ρακή των, ομιλούντες ζωηρώς δια την πολιτική κατάστασιν,  την ακρίβεια, τα κεσάτια της αγοράς και τον παρά που δεν στανιάρει και κρύβεται, ως και την φημολογουμένην άφιξιν των ξένων ως πιθανή σωτηρία δια την πληττομένην εικόνα της χώρας,  πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε. Ο εις, μετά τον άλλον,  εδιηγούντο ζωηρώς και δια μακρών τα του τελευταίου ναυαγίου τους,  ότε ηναγκάσθησαν  ομού μετά του καπετάνιου, να ρίξωσιν τη βάρκαν των εις τα βράχια, ίνα αποφύγωσιν τον πνιγμόν από την καταβύθισιν  και όλοι, ασμένως, εδέοντο υπέρ της σωτηρίας των ψυχών εκείνων που απώλεσαν την ευκαιρίαν να επιπλεύσωσιν, καταβαραθροθέντες εις τα ανήλιαγα βάθη της κοινωνικής  απαξίας.

Δεν θα ξεμπαρκάρω, θα μείνω εις τη σκούνα, είπε η πρώτη εκ των τεσσάρων με την ωχράν επιδερμίδα και την καστανή κόμην. Έχω  υποχρέωσιν να πάρω το πηδάλιο ανά χείρας. 

Και εμείς, απήντησαν εν χορώ οι υπόλοιποι,- ο εις παρομοίας ηλικίας, με φαρδύ μέτωπον ενδεικτικόν προϊούσης  απώλειας τριχών, και οι έτεροι δύο εις την δύσιν του βίου τους αλλά ετοιμοπόλεμοι, συνεσφιγμένοι   και ψυχροί.

Εβίβα παιδιά,  μαζί σας  και εμείς, εδέησαν οι θαμώνες του καφενείου  μετά κωμικής σοβαρότητος  συγκρούοντες θορυβωδώς τα ποτήρια. 

Σιωπάτε εσείς, δεν έχετε δίκιο. Η βάρκα θα μπατάρει με τόσο έρμα, απήντησε η καστανομάλλα!

Μωρ’ τι μας λες , μεγάλη η χάρη σου, έλαβε την απάντηση των τριών, οίτινες συνεπικουρούμενοι υπό του τραγουδιστή  του καφενείου άλλαξαν αίφνης διάθεσιν και ετραγούδησαν στεντορεία φωνή,το άσμα :

Έβγα να ιδής, έβγα να ιδής,                                                                                  σκύλα κορμί που τυραγνείς.

Τη στιγμήν εκείνη, η πόρτα του καφενέ ηνοίχθη με πάταγο και ξένος  υψηλός, ανοικτοπρόσωπος, επιμελώς ξυρισμένος, άνευ μύστακος , πλην ολίγων τριχών εις τον πώγωνα, με λαιμοδέτην αλα φράνκα και ένδυμα ευρωπαϊκόν, εισέβαλε εις το πτωχικόν καφενείον.

Τις ει; Πούθε κρατάει η σκούφια του; Ποίας φυλής, τίνος κλίματος ήτο;  Πούθε βαστάει η αληθής καταγωγή του ήτις ελάνθανε  κρυπτόμενη υπό την  προσωπίδα της ευζωίας και του πολιτισμού; 

Είναι δικός μας;  Μήπως Εγγλέζος; Μάλλον Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος. Τα ολίγα λόγια που λέει τα λέει ρωμέικα, μα όχι σωστά. 

Οι τέσσερις εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς τους προς το νεωστί ελθόντα  και τον εκοίταξαν  απλήστως.

Πληιιζ κάπτεν, γουέλ καμ, είπε ο νεότερος ο με την προϊούσα τριχόπτωσιν,  όστις είχε κάνει και δυο ταξίδια εις τον ωκεανόν μέχρι Λονδίνου.

Θενκ γιου κύριοι, δεν είμαι να καθίσω να κάνω τωκ και δύσκολο σ’ εμένα να κάνω τωκ ρωμέικα.

Εντ χουέρ γιου κομ; πετάχτηκε η καπετάνισσα η με το ωχρό επίχρισμα ως προσωπείον  και την καστανή κόμην.

Ήρθα εδώ, ον τάιμ, αγοράσει μαούνα, αγοράσει καφενέ, σώσει Ελλάντα, σώσει εμένα, σώσει ντιμοκρατία.

Τώρα νεοφερμένος είστε; εμορμύρισε ο καφετζής με τον μύστακα και την λερή ποδιά.

Εγώ, χτες έφτασα. Επιθυμώ, κορέκτ;, να συναντήσω Έλληνας, να ομιλήσω Ρωμαίικα, να κάνω σπάτσιο, να ντώσω και να πάρω. Εγκώ εμπρός και το κόμμα όπισθεν και πλαγίως, να ντύσομε τους ξεβράκωτους, να μάθουν πώς δένουμε κραβάτα, να πάω Βουλή κι εσείς ακολουθάτε. Αντερστούντ;    

Μωρ’ τι μας λες; εκέκραξαν οι τέσσερις εν χορώ. Ακόμη δεν ήρθες κι έμαθες να χορεύεις!  Εμείς φάγαμε τη θάλασσα με το κουτάλι κι η αφεντιά σου δεν έχει βρέξει τα πόδια της. Να πας στο Αμέρικα. Να σαλπάρεις με τους Ντέμοκρατς να βγάλεις καμιά πεντάρα. Εδώ είμαστε φίσκα. Δε χωράει άλλος.

Σόρυ αλλά ντεν καταλαβαίνει. Τι τα πει, φίσκα;

Φίσκα τα πει, η βάρκα έγειρε. 

Σωπάτε παιδιά, επλησίασε ο ευσυνείδητος καφετζής ο με τον μύστακα και τη λερή ποδιά, όστις  φορές φορές εφαίνετο σκληρός. Πού θα κοιμηθεί απόψε ο άνθρωπος;

Σπίτι του, στο Νιου Γιορκ, απάντησαν οι καπεταναίοι, εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, πλην τριάκοντα θαμώνων οίτινες υπέγραψαν ενόρκως δια τη μεταβίβασιν της βάρκας hand in hand !

Άι ντοντ κέαρ, εμορμύρισεν περίλυπος ο Αμερικάνος και ήνοιξε τη θύρα. 

Μπάι Μπάι Ντουντ, τραγούδησαν οι χωριανοί, πλην των τριάκοντα. Μπάι Μπάι και να θυμάσαι: εδώ είναι Βαλκάνια. Δεν είναι παίξε γέλασε.

 

*Ζητάμε ταπεινά συγγνώμη από τον «άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων», την  «κορυφή των κορυφών», κατά τον Κ. Π. Καβάφη, για την οικειοποίηση μέρους του πρωτότυπου.