Εβδομήντα έξι χρόνια μετά τη συγγραφή του, κυκλοφορεί για πρώτη φορά το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Ανήφορος», από τις εκδόσεις Διόπτρα που ανέλαβαν τη διαχείριση του έργου του μεγάλου συγγραφέα, παίρνοντας τη σκυτάλη από τις εκδόσεις Καζαντζάκη. Το μυθιστόρημα, που θα συναντηθεί απευθείας με μία νέα γενιά αναγνωστών, θα βρίσκεται στις προθήκες των βιλιοπωλείων στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα της επετείου θανάτου του συγγραφέα.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1946 στην Αγγλία (ακριβώς μετά τη συγγραφή και έκδοση του έργου Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά), την οποία ο συγγραφέας είχε επισκεφθεί μετά την τιμητική πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, αλλά και με την ενδιαφέρουσα πρόταση να μιλήσει σε μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών στο BBC, όπως αναφέρουν στον πρόλογο της έκδοσης, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.
Στις 2 Ιουνίου του 1946 ο Νίκος Καζαντζάκης αναχωρεί με καράβι για την Αγγλία. Κύριος σκοπός του ταξιδιού είναι να επισκεφθεί τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και της Τέχνης, προκειμένου να συζητήσει μαζί τους τα μεταπολεμικά προβλήματα του πολιτισμού.
Στις 30 Ιουλίου του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Κέιμπριτζ, σ’ ένα δωμάτιο που του ενοικίασε το Βρετανικό Συμβούλιο (Castle Bray, Chesterton Lane), και αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα. Στην αγγλική επαρχία μένει μέχρι και τις 19 Σεπτεμβρίου. Στο μυθιστόρημα που έγραψε εκεί θα δώσει το όνομα Ο Ανήφορος, χωρίζοντάς το σε τρία μέρη: Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά. Όπως σημειώνει και ο Παντελής Πρεβελάκης, ένα κεφάλαιο του καζαντζακικού πεζογραφήματος δημοσιεύεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στη Νέα Εστία στις 15 Μαρτίου 1947, ωστόσο το σύνολο του μυθιστορήματος μένει αδημοσίευτο, πιθανότατα γιατί αρκετές σελίδες του πέρασαν στον κατοπινό Καπετάν Μιχάλη.
Κατά το χρονικό διάστημα αυτό ο Νίκος Καζαντζάκης καταβάλλει έντονες προσπάθειες, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας στην υποψηφιότητά του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποστηρίζοντας όμως επιτακτικά τη συνυποψηφιότητά του με τον στενό του φίλο Άγγελο Σικελιανό.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, από τις σελίδες του περιοδικού Life and Letters, απευθύνει έκκληση στους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου να ιδρύσουν μια «Διεθνή του Πνεύματος», δημοσιεύοντας ένα σύντομο ερωτηματολόγιο με επτά ερωτήσεις σχετικά με τις ανησυχίες που τον απασχολούσαν για τον κόσμο και την κρίσιμη ιστορική στιγμή που βρισκόταν, σε σχέση με την Τέχνη και τα Γράμματα, με κορωνίδα την ανίχνευση του πρωταρχικού χρέους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών προς την ειρηνική συνεργασία των λαών. Το κείμενο που κυκλοφόρησε στο αγγλικό λογοτεχνικό περιοδικό αποτελεί ουσιαστικά την κατακλείδα των συζητήσεων που είχε με τους Άγγλους διανοούμενους. Σημειωτέον πως ο Νίκος Καζαντζάκης στην έκκλησή του προς τους ανθρώπους της Τέχνης και των Γραμμάτων προβάλλει την αγωνία του για τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τον φόβο του για την τύχη του πολιτισμού ύστερα από την κόλαση στη Χιροσίμα. Οι ανησυχίες, οι αγωνίες και οι φόβοι του αποτέλεσαν τη μαγιά της συγγραφής του μυθιστορήματος Ο Ανήφορος, που έμελλε να μείνει στο συρτάρι περίπου για εβδομήντα πέντε χρόνια.
“Έτσι μονάχα η ψυχή σώζεται.Τι θα πει σώζεται;Ανεβαίνει.”
Έργο σημαντικό για την εποχή του, καθώς ο Κρητικός συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τη μεταπολεμική εποχή της Ελλάδας και της Ευρώπης, δίνοντας έμφαση στο ζήτημα της ενσυναίσθησης και του αναστοχασμού του παρελθόντος, «Ο Ανήφορος» είναι ένα μυθιστόρημα με αντιπολεμικό χαρακτήρα.
Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία.
Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος, και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου.
Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους συγγραφέα, τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).
Ακολουθεί απόσπασμα:
- Εμένα που θωράτε μ’ έκαψε ο Χάρος· τι να του κάμω του άτιμου, που είμαι εβδομήντα χρονών και δεν μπορώ πια να κάμω παιδιά· αλλιώς θα τού ’δειχνα εγώ!
- Πες τον πόνο σου, θεια, ν’ αλαφρώσεις, είπε ο Μανολιός.
- Τι να πω, μωρέ Μανολιό; Είχα οχτώ μήνες κι έκρυβα εδώ στο παντέρμο μου δυο εγγλέζους. Το παιδί μου δεν είχε να φάει, αυτοί είχαν· το παιδί μου δεν είχε να σκεπαστεί, αυτοί είχαν. Τό ’μαθαν οι Γερμανοί. Με φώναξε ο κομαντάντες.
- «Θα σκοτώσω το μοναχογιό σου» είπε «παράδωσέ μου τους Εγγλεζους».
- «Δεν τους παραδίνω» του αποκρίθηκα. «Σκότωσε το γιο μου· ένα τον έχω, σκότωσέ τον. Μα να ξέρεις, κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα, κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου!» Λύσσαξε ο σκύλος. Την άλλη μέρα μού στέλνει τους Γερμανούς σπίτι· μα εγώ το μυρίστηκα κι έχωσα τους Εγγλέζους στο βουνό.
- «Πού ’ναι οι Εγγλέζοι;»
-«Έφυγαν».
- «Πού πάνε;»
- «Δεν ξέρω». Την ώρα εκείνη έμπαινε ο γιος μου· τον άρπαξαν οι Γερμανοί, τον κόλλησαν στον τοίχο. Σήκωσαν τα τουφέκια, με κοίταξαν».
- «Μην τους προδώσεις, μάνα!» φώναξε ο γιος μου».
- «Δεν τους προδίνω και μη φοβάσαι, παιδί μου. Έχε γεια!» Τον σκότωσαν, έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι έφυγαν.
Την ίδια νύχτα πέρασαν δυο άλλοι εγγλέζοι στρατιώτες, που τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζυγώσαν: ψωμί! μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μού είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω· δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μιαν κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούνε.
- Γιατί τά ’καμες όλα αυτά; φώναξε ο Κοσμάς, κατατρομαγμένος από τέτοια μεγάλη ψυχή. Οι Εγγλέζοι δεν έφταιγαν που σκότωσαν το γιο σου;
- Τό ’καμα, αποκρίθηκε ήσυχα η γριά, γιατί ήξερα πως πέρα, μακριά, σ’ ένα τόπο που τον λένε Αγγλία, έχουν κι αυτοί μανάδες. Και κατέχω τι θα πει πόνος της μάνας.
Οληνύχτα ο Κοσμάς δεν μπόρεσε να σφραγίσει μάτι. Συλλογίζουνταν τη γριά και τα μάτια του βούρκωναν. Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, συλλογίζουνταν, η μεγάλη ψυχή νικάει τον ατομικό πόνο και τον πιο φοβερό, σμίγει, γίνεται ένα με τον κόσμο. Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος…
Το πρωί που σηκώθηκαν κι αποχαιρετούσαν, η γριά έσκυψε, ξεσφήνωσε από την αυλή μιαν πέτρα γεμάτη κόκκινα πιτσιλίσματα, την έδωκε του Κοσμά:
- Νά, πάρε αυτή την πέτρα, είπε, να με θυμάσαι. Να θυμάσαι την Κρήτη. Και δείχνοντας τις μαυροκόκκινες βούλες: Είναι τα αίματα.. είπε.
Ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας συγγραφέας
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών. Για δικηγόρο τον προόριζε ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης.
Στα Γράμματα εμφανίστηκε με δοκίμια και άλλα κείμενα το 1906, έτος αποφοίτησής του (με άριστα) από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πτυχίο φέρει και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά ως Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα για να γνωρίσει τη συνείδηση της γης και της φυλής μας, όπως έλεγε ο ίδιος. Βρέθηκε και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε τόπους της Ανατολής. Με την Κύπρο, την οποίαν επισκέφθηκε με την Ελένη, συνδέθηκε ιδιαίτερα και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας ασκητής, ο Νίκος Καζαντζάκης αναμείχθηκε και στα κοινά. Το 1945 και για 40 ημέρες διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά παραιτήθηκε, κυρίως μην αντέχοντας τα αιτήματα για ρουσφέτια. Το 1947-48 διετέλεσε τμηματάρχης της UNESCO στο Παρίσι, από όπου και πάλι παραιτήθηκε –και ας ήταν σπουδαία εκείνη η θέση– για να μπορέσει απερίσπαστα να επιδοθεί στην αγνή και αφιλόκερδη πνευματική δουλειά.
Βασικός άξονας των καζαντζακικών έργων είναι η εσωτερική ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, όπως εκφράζεται στον φιλοσοφικό του όρο «Η Κρητική Ματιά»: να κοιτάζεις άφοβα τον φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης και ανικανοποίητης, που κατατρώγει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση.
Για την ακέραιη και άφοβη παρουσία του ο μεγάλος Κρητικός πολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία, που με τις παρεμβάσεις τους ματαίωσαν τη σίγουρη απονομή σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ. Τη δεκαετία του ’50 η Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του, αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Το Βατικανό το 1954 ανέγραψε το μυθιστόρημά του Ο τελευταίος πειρασμός στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία, ταξιδιωτική αφήγηση, μυθιστόρημα. Έκανε επίσης πολλές μεταφράσεις και διασκεύασε στα ελληνικά μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Μυθιστορήματά του έγιναν πολυβραβευμένες ταινίες, όπως το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης, με πρωταγωνιστές τον Άντονι Κουίν και την Ειρήνη Παπά, και Ο τελευταίος πειρασμός, που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 10:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Τάφηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου.
Σήμερα θεωρείται διεθνώς ένας οικουμενικός συγγραφέας και στοχαστής, ενώ είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Νεοέλληνας συγγραφέας.
Στον τάφο του, που αποτελεί παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα, έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος ζήτησε:
Δε φοβούμαι τίποτα.
Δεν ελπίζω τίποτα.
Είμαι λέφτερος.