Ο άγνωστος Γάλλος αρχηγός του επιτελείου του Κολοκοτρώνη

Hyacinthe De Lavillasse. Ο φιλέλληνας καπετάνιος του 1821
Open Image Modal
Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess (1792-1871). Παρουσιάζει Φιλέλληνα με Ελληνική στολή.
archive

Κατά την διάρκεια του ελληνικού αγώνα, πολλοί Φιλέλληνες έφθασαν στην Ελλάδα και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων με πολλούς διαφορετικούς ρόλους και σε πολλά διαφορετικά πλαίσια. Ορισμένοι όμως από αυτούς θέλησαν να κατανοήσουν πραγματικά τον χαρακτήρα των Ελλήνων πολεμιστών και υιοθέτησαν απόλυτα την ζωή των κλεφτών.

O William St Clair εκτιμά τους Φιλέλληνες αυτούς σε περίπου δέκα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγει και τον Γάλλο Φιλέλληνα, Hyacinthe Delavillasse, σχεδόν άγνωστο στην ελληνική ιστορία. Οι όποιες μαρτυρίες για αυτόν τον σπουδαίο Φιλέλληνα προέρχονται αποκλειστικά μέσα από τα έργα άλλων φιλελλήνων ή Ελλήνων συμπολεμιστών του.

Ο Γάλλος φιλέλληνας F. R. Schack, που τον συνάντησε τον Ιούνιο του 1826, αναφέρει ότι ο De Lavillasse είχε γεννηθεί στην πόλη Carpentras της Γαλλίας, κοντά στην Avignon. Ήταν αξιωματικός της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα, που εκδιώχθηκε στην πορεία από τον γαλλικό στρατό και απελάθηκε από τη Γαλλία το 1820, «αφού υπηρέτησε είκοσι χρόνια την πατρίδα του». Φαίνεται ότι ήταν θύμα πολιτικής πλεκτάνης, και ότι κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος σε συνωμοσία. Σύμφωνα με επίσημο κατάλογο του υπουργείου πολέμου της Γαλλίας, ο De Lavillasse ήταν λοχαγός του Πεζικού το 1817.

Όταν εκδιώχθηκε από την χώρα του, έστρεψε το βλέμμα του στην επαναστατημένη Ελλάδα που αγωνιζόταν για την ελευθερία της. Ήρθε στην Ελλάδα με ένα Ελληνικό πλοίο που ξεκίνησε από την Μασσαλία στις 18 Ιουλίου 1821. Στο ίδιο πλοίο βρισκόταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (ο οποίος μάλιστα το είχε ναυλώσει και το είχε φορτώσει με πολεμοφόδια που είχε αγοράσει ο ίδιος), ο Γάλλος Φιλέλληνας Maxime Raybaud και 80 Έλληνες και Φιλέλληνες.

O Γάλλος Φιλέλληνας Maurice Persat, σημειώνει ότι ήταν από τους πρώτους που κατέφθασαν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Πράγματι, στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας βρίσκουμε την πρώτη αναγραφή του ως «Λαβιλαί» το 1822.

Ένας άλλος Γάλλος, ο Philippe Jourdain αναφέρει ότι ο De Lavillasse είχε πολεμήσει στο Πέτα, και ότι μετά την καταστροφή που υπέστησαν οι δυνάμεις των Ελλήνων και Φιλελλήνων, μετέβη με τους υπόλοιπους ταλαίπωρους και άρρωστους Φιλέλληνες που διασώθηκαν, στο Μεσολόγγι. Από εκεί, παρά το ότι ήταν άρρωστος με πυρετό, έλαβε ενεργό μέρος σε μάχες στη γύρω περιοχή. Αλλά και αργότερα το ίδιο έτος ο Pouqueville αναφέρει ότι ο De Lavillasse πολεμούσε στο Άργος, άρρωστος και πάλι.

Μία άλλη πηγή που αναφέρει τον De Lavillasse είναι ο Edward Blaquieres. Αυτός επιβεβαιώνει τον ρόλο του στην πολιορκία της Πάτρας, και στην πολιορκία της Τρίπολης, όπου μάλιστα ο De Lavillasse ηγείτο ενός σώματος 80 εθελοντών από τα Επτάνησα. Σύμφωνα με τον Maxime Raybaud, μετά την άλωση της Τρίπολης, ο De Lavillasse εντάχθηκε για ένα διάστημα στο Τακτικό Σώμα του Baleste.

Στην συνέχεια, ο De Lavillasse έλαβε την ελληνική υπηκοότητα, και ακολούθησε τον Κολοκοτρώνη, ως λοχαγός. Όπως μαρτυρά ο Φωτάκος έλαβε μέρος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, ως καπετάνιος-σωματοφύλακας του Κολοκοτρώνη στη μάχη κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822.

Ο Μιχαήλ Οικονόμου περιγράφει ένα αληθινό περιστατικό για τον φίλο του De Lavillasse, μετά από τις επιτυχείς μάχες του Σώματος του Κολοκοτρώνη κοντά στην Πάτρα, αναδεικνύοντας τον άκρατο ενθουσιασμό του. Ο De Lavillasse αφού έφθασε μέχρι την πύλη του φρουρίου του «Γεροκομείου» πρώτος χτυπούσε δυνατά και «υπερχαρής για τη νίκη του έθνους» στρεφόμενος προς τους παρευρισκόμενους Έλληνες που τον παρατηρούσαν, φώναζε «έλα, έλα», διότι δεν ήξερε την ελληνική. Τους προσκαλούσε με χειρονομίες να διαρρήξουν την πύλη του φρουρίου και να εισέλθουν μέσα.

Είναι γεγονός ότι η ανδρεία του αναγνωριζόταν τόσο από τους ξένους όσο και από τους Έλληνες συμπολεμιστές του, αλλά επίσης και από την ελληνική διοίκηση. Με την απόφαση υπ΄αρ. 154 του Δ. Υψηλάντη, Πρόεδρου του Βουλευτικού, στις 24 Ιουνίου το 1822, ο «Καπητάνος Λαβιλλάζ» προβιβάσθηκε στον βαθμό του Υποχιλίαρχου για τις εκδουλεύσεις του στην πατρίδα. Εντυπωσιακό είναι ότι η απόφαση ελήφθη με το αιτιολογικό ότι «ο Γάλλος καπετάνος κ. Λαβιλάζ δώδεκα ήδη μήνας κακουχούμενος, πάσαν έλλειψιν υπομένων, κοπιάζει υπέρ του κοινού συμφέροντος εις Πάτραν». Η απόφαση αυτή αποτελεί τεκμήριο της εξ αρχής παρουσίας του στην Ελλάδα και των στερήσεων που υπέφερε στον Αγώνα.

Σύμφωνα με τον Henri Fornèsy και τις σημειώσεις του για τους Φιλέλληνες, ο De Lavillasse σταδιακά ανήλθε στο βαθμό του συνταγματάρχου. Μάλιστα για ορισμένο διάστημα υπηρέτησε ως αρχηγός στο επιτελείο του Κολοκοτρώνη στο στράτευμα του οποίου ανήκε. Την πληροφορία επιβεβαιώνουν και οι Έλληνες ιστορικοί, μεταξύ των οποίων και ο Απ. Βακαλόπουλος που τον χαρακτηρίζει ως σύντροφο-πολεμιστή του Κολοκοτρώνη.

Ακόμη περισσότερο, ο F. R. Schack τον αναφέρει ως άνδρα που έχαιρε της πλήρους εμπιστοσύνης του Κολοκοτρώνη: «Οι δύο τους ήταν αχώριστοι συμπολεμιστές, είχαν πολεμήσει μαζί σε εκατό μάχες, και είκοσι φορές τα ξίφη τους είχαν λερωθεί από το αίμα των βαρβάρων», γράφει στα απομνημονεύματά του.

O De Lavillasse έχαιρε καλής φήμης στο στράτευμα, αγαπούσε την Ελλάδα και ποθούσε την ελευθερία της. Σε επιστολή του που δημοσιεύει ο Pouqueville, γραμμένη στις 6 Σεπτεμβρίου 1823, εκφράζει την ανησυχία του για τις εσωτερικές διαμάχες των Ελλήνων που τους εμποδίζουν να ολοκληρώσουν τον Αγώνα και θέτουν σε κίνδυνο την πολιτική υπόσταση της χώρας. Ακόμη περισσότερο, παραδέχεται ότι εάν οι Έλληνες ήταν ενωμένοι οι Τούρκοι θα είχαν προ πολλού ηττηθεί.

Αλλά και ο Maxime Raybaud, συμπολεμιστής του De Lavillasse, εκφράζει για εκείνον στα απομνημονεύματά του τη μεγαλύτερη εκτίμηση, σχολιάζοντας την ιδιάζουσα περίπτωση του ως εξής:

«Η επιτυχία αυτή οφείλεται σε μεγάλο μέρος στον γενναίο De Lavillasse, ο οποίος, επικεφαλής μερικών Ατάκτων Μοραϊτών, εισχώρησε πρώτος στην πόλη και κατεδίωξε τον εχθρό μέχρι έξω από τα τείχη του φρουρίου. Όντας λίγο ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες στις οποίες θα έπρεπε να περιοριστεί με τους στρατιώτες του, Ημιτακτικούς, σχεδόν πάντα δυσαρεστημένους, υποσιτισμένους και κακοπληρωμένους, ο αξιωματικός αυτός αποφάσισε, λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του Υψηλάντη στην Τριπολιτσά, να εγκαταλείψει το τάγμα του Baleste για να πάει λίγο έξω από την Πάτρα. Λόγω της γενναιότητάς του γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του μια εκατοστή από τους Αρματολούς της Αχαΐας. Εγκαταλείποντας τη στολή του για να ντυθεί με τα ρούχα των Κλεφτών, τα κατεξοχήν ρούχα του πολέμου, ακολουθούσε σε όλους τους τομείς τα έθιμα των νέων πολεμικών συντρόφων του, μοιραζόταν μαζί τους τις δυσκολίες, τις στερήσεις ακόμα και αυτή την ολοκληρωτική απουσία καθαριότητας που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής τους».

Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «σε αυτήν την εύκολη εγκατάλειψη των πολιτισμένων συνηθειών προς χάρη τόσο σκληρών εθίμων κρύβεται ίσως μια μεγαλύτερη αξία από εκείνη που μπορούμε εξαρχής να φανταστούμε, αξία που γίνεται κατανοητή καλύτερα αν αναλογιστούμε ότι είναι ο μόνος ξένος που κατάφερε να προσαρμοστεί σε αυτό τον τρόπο ζωής». «Ο αξιωματικός αυτός για μάρτυρες των λαμπρών πράξεών του δεν είχε παρά ανθρώπους που τον ξέχασαν. Πάρα πολλές φορές είδε να πέφτουν Τούρκοι από τα χτυπήματά του, όμως αφήνει στους φίλους του τη φροντίδα να το καταστήσουν γνωστό στην κοινή γνώμη».

Φαίνεται ότι η ένδεια της εποχής, ήταν τέτοια ώστε σε επιστολή που απευθύνει ο De Lavillasse προς τον Υπουργό Πολέμου Ιωάννη Κωλέττη, ζητά να του αποστείλει «φάρμακο από καπνό και ένα υποκάμισο γαλλικό ή αλβανικό» τον Μάιο του 1822. Η τραγικότητα της κατάστασης του De Lavillasse μαρτυρείται από ένα δραματικό περιστατικό που αναφέρει ο Φωτάκος, κατά την εισβολή του Δράμαλη, λίγο πριν τη μάχη στα Δερβενάκια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο De Lavillasse κρύφτηκε μέσα σε έναν αμπελώνα όπου πήγαιναν Τούρκοι για να κλέψουν σταφύλια, σκότωσε έναν Τούρκο και του αφαίρεσε τα ρούχα για να τα φορέσει καθώς τα δικά του ήταν λιωμένα.

Παρά τις αντιξοότητες, ο Delavillasse φαίνεται ότι συνέχισε για αρκετά χρόνια τη δράση του στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στη Ρούμελη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από επιστολή που απέστειλε προς τον Γραμματέα Στρατιωτικών, ζητώντας του να επιτρέψει την κατάταξή του στο «Τυπικόν Σώμα» που είχε οργανώσει ο Γάλλος Στρατηγός Gerard. Σώμα που συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό πρώην Ατάκτων πολεμιστών κατά την καποδιστριακή περίοδο. 

Δυστυχώς, κάπου εδώ χάνονται τα ίχνη του στην Ελλάδα, καθώς δεν είναι γνωστά μεταγενέστερα στοιχεία για αυτόν.

Τέλος, ο William St Clair αναφέρει ότι ο De Lavillasse έφερε τον τίτλο του μαρκησίου, στη χώρα του, καθώς προερχόταν από οικογένεια ευγενών. Επιπλέον είχε τιμηθεί με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής για την υπηρεσία του στη Μεγάλη Στρατιά.

O De Lavillasse αποτελεί άλλον ένα αγωνιστή της ελευθερίας, τον οποίο τιμά η Ελλάδα για την συνεισφορά του στον αγώνα για την ανεξαρτησία της.

Πηγές και Βιβλιογραφία

  • Barth Wilhelm - Max Kehrig-Korn, Die Philhellenenzeit, von der Mitte des 18 Jahrhunderts bis zur Ermordung Kapodistrias am 9 Oktober 1831, εκδ. Hueber, Μόναχο 1960.

  • Edward Blaquieres, History of the Greek Revolution, 1825.

  • Elliot Charles William James (επιμ.), Campaign of the Falieri and Piraeus in the year 1827, or Journal of a volunteer, being the personal account of Captain Thomas Douglas Whitcombe, εκδ. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, [Gennadeion Monographs, τ. 5], Πρίνστον 1992.

  • Persat Maurice, Mémoires du commandant Persat, 1806 à 1844, εκδ. Plon-Nourrit et Cie, Παρίσι 1910.

  • Pouqueville François Charles Hugues Laurent, Histoire de la Régénération de la Grèce – Comprenant le précis des évènements depuis 1740 jusqu’en 1824, τ. 1, εκδ. Firmin Didot père et fils, Παρίσι 1824.

  • Raybaud Maxime, Mémoires sur la Grèce – Pour servir à l’histoire de la guerre de l’indépendance, τ. 1-2, εκδ. Tournachon-Molin, Παρίσι 1824.

  • St-Clair William, That Greece might still be free – The Philhellenes in the War of Independence, τ. 1, εκδ. Oxford University Press, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1972.

  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμος Α΄, Αθήνα, 1857.

  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832, Λυτά έγγραφα Α΄ και Β΄ βουλευτικής περιόδου, τόμος 16, Αθήνα, 1999.

  • Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1961, τόμος 7ος.

  • ΓΑΚ, «Αρχείο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια», Γραμματεία των Στρατιωτικών» Φ. 12, 31.

  • Εθνική Βιβλιοθήκη, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, χειρόγραφο 1.697: Henri Fornèsy, «Le monument des philhellènes», 1860.

  • Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα, Εκ του Τυπογραφείου Θ. Παπαλεξανδρή, 1873.

  • Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη - Στεργέλλης (επιμ.), Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, σσ. 215-216, έγγραφο 250, 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1822.

  • Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 – Απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα, αλληλογραφία εθελοντών, διπλωματών, ειδικών απεσταλμένων, περιηγητών, πρακτόρων, κ.ά., τ. Α΄: 1821-1822, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 1990.

  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, (1821-1828), εκδόσεις Πελεκάνος, 2015.

  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Π. Δ. Σακελλάριος, 1888.

Για περισσότερα νέα μας επισκεφτείτε το site μας www.eefshp.org ή ακολουθήστε μας στο Facebook και στο Instagram