Με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Natura 2000 και το νέο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο, ένα χαρτογραφικό σχόλιο για τις χερσαίες εξερευνήσεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα.
Το 2007, την ίδια χρονιά που ξεκινούσε η παρούσα φάση έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, ο Πολ Τόμας Άντερσον σκηνοθέτησε μία επική κινηματογραφική παραγωγή με θέμα την πρώτη εποχή εφόρμησης στον μαύρο χρυσό της Αμερικής και τον Ντάνιελ Ντέι Λούις να πραγματοποιεί τη συγκλονιστική ερμηνεία ενός αδίστακτου πετρελαιοθήρα. Ο τίτλος διαμήνυε χωρίς περιστροφές: Θα χυθεί αίμα (There will be blood). Δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα η διαδικασία εξερεύνησης στο καθ’ ημάς φαρ ουέστ, δεν μας προδιαθέτει για τίποτα πιο αισιόδοξο. Απουσία πραγματικής δημόσιας διαβούλευσης, ουσιαστική αδιαφορία για το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον, πλεονεξία και αμφίβολη συνεισφορά στο εθνικό προϊόν, μερικά από τα χαρακτηριστικά που απορρέουν από τη φειδωλή κατά τα άλλα, επικοινωνία των αρμόδιων παραγόντων, δημόσιων και ιδιωτικών, σχετικά με τις εξορύξεις σε Ήπειρο και Δυτική Ελλάδα. Το νομοσχέδιο περί «Εκσυγχρονισμού της περιβαλλοντικής νομοθεσίας», που υιοθετήθηκε από τη Βουλή στις 5 Μαΐου, έρχεται να επισφραγίσει την απορρύθμιση της μέριμνας για το φυσικό περιβάλλον που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία, χάριν των πολυαναμενόμενων «επενδύσεων».
Από τις απόρρητες έρευνες στις παραχωρήσεις
Η τρίτη περίοδος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα ξεκίνησε τυπικά με την ψήφιση του ν. 3587/2007 με τον οποίο το Ελληνικό Δημόσιο ανακάλεσε όλες τις παραχωρήσεις στις ΔΕΠ/ΔΕΠ-ΕΚΥ/ΕΛΠΕ, τους αφαίρεσε την σχετική αρμοδιότητα και τη μετέφερε στο Δημόσιο. Το νομικό πλαίσιο εκσυγχρονίστηκε με την ψήφιση του ν. 4001/2011 και θεσπίστηκε ένα σχετικά ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Το 2012, κατόπιν έρευνας που ζήτησε το υπουργείο Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, επί θητείας Γιάννη Μανιάτη, καταγράφονται πετρελαιοπιθανά πεδία σε Ήπειρο, Θράκη και Βόρειο Αιγαίο. Δυστυχώς, η έρευνα αυτή του ΙΓΜΕ, που είχε προκαλέσει θόρυβο στα ελληνικά μήντια στις αρχές του 2013, δεν έγινε ουδέποτε προσβάσιμη στο κοινό. Όπως μαθαίνουμε από τη WWF Ελλάς:
…αίτημα πληροφοριών και χορήγησης των σχετικών εγγράφων και μελετών από το WWF Ελλάς, συνοδευόμενο από εισαγγελική εντολή, απορρίφθηκε από τον αρμόδιο προϊστάμενο, με το σκεπτικό ότι η μελέτη αυτή, η οποία έχει ολοκληρωθεί και παραδοθεί, αποτελεί «εσωτερική πληροφόρηση της υπηρεσίας μας, η δημοσιοποίηση της οποίας μπορεί να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα του Δημοσίου […]» και ότι το υπουργείο «είναι, παραγώγως, δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας της «προκαταρκτικής γεωλογικής μελέτης», από την οποία εξαρτά ζωτικά οικονομικά συμφέροντα άμεσα συναρτώμενα με την οικονομική σταθερότητα του Κράτους […]»
Εντούτοις, η έρευνα αυτή του ΙΓΜΕ αποτέλεσε ένα από τα κύρια πολιτικά επιχειρήματα για την έναρξη της διαδικασίας χερσαίων ερευνών που λαμβάνει χώρα από το 2016 στην Ήπειρο.
Ο κύκλος παραχωρήσεων περιοχών προς εξερεύνηση υδρογονανθράκων άνοιξε το 2012 με τη διαδικασία της «ανοικτής πόρτας». Στις χερσαίες περιοχές, οι συμβάσεις παραχώρησης είναι τέσσερεις. Η σύμβαση μίσθωσης για τα Ιωάννινα κυρώθηκε το 2014 στο κοινοπρακτικό σχήμα Energean Oil & Gas (80%)-Petra Petroleum (20%). Η τελευταία αποχώρησε το 2017, με την ισπανική Repsol να την αντικαθιστά αποκτώντας ταυτόχρονα το 60% στο κοινοπρακτικό σχήμα και την Energean να περιορίζεται στο 40%. Οι περιοχές Άρτας-Πρέβεζας και Ηλείας-Αχαΐας παραχωρήθηκαν το 2018 στα ΕΛ.ΠΕ., ενώ την ίδια χρονιά κυρώθηκε και η σύμβαση παραχώρησης της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας στο σχήμα Repsol-Energean. Αξίζει να σημειωθεί ότι, εξερευνητικές γεωτρήσεις στις περιοχές αυτές πραγματοποιούνται από τη δεκαετία του 1960. Οι τελευταίες πριν τη παρούσα φάση εξερευνήσεων, ήταν αυτές που έλαβαν χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με την βρετανική Enterprise Oil και την ελληνική Triton, οι οποίες αποχώρησαν το 2001 δίχως να έχουν ανακαλύψει εμπορικό περιεχόμενο.
Νομοθετική απορρύθμιση
Με το νέο νομοσχέδιο 4685/2020, στο άρθρο 44 επιτρέπεται ρητά η δραστηριότητα εξόρυξης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο εντός οικοτόπων, ενώ με το άρθρο 110 παρακάμπτονται αποφάσεις των τοπικών αρχών ως προς τις επικίνδυνες και ρυπογόνες εγκαταστάσεις εντός των ορίων τους. Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο καθορίζει 4 διακριτές ζώνες στις περιοχές Νατούρα:
Ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης
Ζώνη προστασίας της φύσης
Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών
Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων
Στις δύο πρώτες ζώνες δεν επιτρέπεται η εξορυκτική δραστηριότητα, ενώ στις δύο τελευταίες επιτρέπεται. Όμως, ο χάρτης των ζωνών δεν έχει ακόμα εκπονηθεί. Όπως εξηγεί ο Δ. Μπούσμπουρας στο άρθρο του «Μελέτες και Διαχειριστικά Σχέδια στις περιοχές ΝΑΤΟΥΡΑ», οι περιβαλλοντικές μελέτες από τις οποίες απορρέουν τα χωροταξικά σχέδια και η ζωνοποίηση εκπονούνται σε υπερβολικά σύντομα χρονικά διαστήματα, συχνά δίχως έρευνα πεδίου και μόνο με επικουρική συνεισφορά εξειδικευμένων επιστημόνων (βιολόγων, ορνιθολόγων κ.ο.κ.). Εδώ έγκειται λοιπόν ένα πεδίο αντιπαράθεσης για την επόμενη περίοδο. Όμως, η ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και η κατάργηση της αυτοτέλειας των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για τις τοπικές κοινωνίες. Η προσπάθεια επίσπευσης των διαδικασιών περιορίζει περαιτέρω την ήδη, ισχνή στην Ελλάδα, γνωμοδότηση των πολιτών.
Στον χάρτη – που εκπονήθηκε από τη Cartopsis – απεικονίζεται μία εκτίμηση των προς εξερεύνηση περιοχών, κατά μήκος των γραμμών σεισμικών ερευνών, έτσι όπως αυτές επικοινωνούντα από την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ). Ενώ η εξερευνητική δραστηριότητα δείχνει να αποφεύγει εν γένει τις περιοχές Natura 2000 (με αρκετές εξαιρέσεις ωστόσο), εντούτοις πραγματοποιείται πλησίον οικισμών, μείζονων αγροτοπαραγωγικών περιοχών και ποταμών, όπως επιβεβαιώνουν άλλωστε αυτόπτες μάρτυρες των σεισμικών ερευνών στην Ήπειρο. Η μεγαλύτερη πίεση επί των εδαφών συναντάται στα βορειοανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων (στο Δήμος Ζίτσας, όπου έχουν ήδη ξεκινήσει οι σεισμικές έρευνες και οι αντιδράσεις των κατοίκων), στα βόρεια του Αγρινίου και στους κάμπους Αχαΐας και Ηλείας. Σε όλες αυτές τις περιοχές, η εξερευνητική δραστηριότητα – και δυνητικά, η εξορυκτική δραστηριότητα – έρχεται σε σύμπτωση με άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και, από πολλές απόψεις, τις ανταγωνίζεται.
Τοπικοί γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί
Πρωτίστως ανταγωνίζεται τη δραστηριότητα εκμετάλλευσης και εμπορίας των υδάτινων πόρων (σημαντική πηγή εσόδων στην Ήπειρο), καθώς η εξορυκτική διαδικασία καταναλώνει μεγάλες ποσότητες νερού (ειδικά εάν αφορά μη συμβατικά κοιτάσματα), ενώ ταυτόχρονα απειλεί να μολύνει ανεπανόρθωτα τους υδροφόρους ορίζοντες. Για τον ίδιο λόγο είναι ανταγωνιστική και προς την αγροτική παραγωγή, την οποία πλήττει επιπρόσθετα με την ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλεί. Παράλληλα, ανταγωνίζεται τον τουρισμό, καθώς αλλοιώνει αισθητά το φυσικό τοπίο και περιβάλλον. Εκτός από την σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, η εξορυκτική δραστηριότητα απειλεί με υποβάθμιση την ποιότητα ζωής των όμορων περιοχών, με το παράδειγμα του γειτονικού Αυλώνα στην Αλβανία να αποτελεί από τις πλέον οδυνηρές εμπειρίες των συνεπειών της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων για τις τοπικές κοινωνίες. Οι ανησυχίες που έχουν εκφράσει επανειλημμένα εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και οργανώσεων κατοίκων, δεν αποτελούν άρα σε καμία περίπτωση υπερβολές.
Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει ο Ρήγας Τσακίρης, δασολόγος στα Ιωάννινα, ο οποίος συμμετέχει σε κινητοποιήσεις ενάντια στην εξερευνητική δραστηριότητα από το 2010, η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης είχε ανεκδοτολογικό χαρακτήρα. Στη πράξη, οι εταιρείες και οι δημόσιοι φορείς που εμπλέκονται στην εξερευνητική διαδικασία προέβησαν σε μία σύντομη ενημερωτική εκστρατεία και συνέταξαν περιβαλλοντικές μελέτες με αδιαφανείς διαδικασίες. Κανένας ανεξάρτητος θεσμός δεν ανέλαβε την οργάνωση και εποπτεία του δημόσιου διαλόγου.
Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, οι συμβάσεις που αφορούν τις περιοχές της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας δεν εξαιρούν περιοχές Natura 2000 και είναι αντίθετες στο νόμο 3937/2011 περί βιοποικιλότητας. Σημειωτέων ότι τον Ιούλιο του 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «επειδή δεν προστατεύει επαρκώς τους φυσικούς οικοτόπους και τα είδη» καθώς «δεν έχει καθορίσει τους αναγκαίους στόχους διατήρησης και μέτρα που να ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων και των ειδών» που ζουν στις 239 περιοχές του δικτύου Natura.
Επιπλέον, οι σεισμικές έρευνες έχουν εξαιρεθεί από την διενέργεια Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Όπως αναφέρει η WWF, στην περίπτωση του οικοπέδου των Ιωαννίνων και μόνο, προβλέπονται 11.500 μικρές γεωτρήσεις βάθους 10-20 μ. με χρήση έως και 18 κιλών εκρηκτικών ανά γεώτρηση και 38 γεωτρήσεις μέσου βάθους 80 μ., που θα καλύψουν συνολική γραμμική έκταση 400 χιλιομέτρων (βλέπε χάρτη). Οι σεισμικές έρευνες περιλαμβάνουν επίσης αποψιλώσεις, διανοίξεις δρόμων, συχνές πτήσεις ελικοπτέρων και κατασκευές ελικοδρομίων σε οικολογικά σημαντικές περιοχές ή και κοντά σε οικισμούς, χρήσεις μηχανοκίνητου εξοπλισμού, κτλ.
Ασάφεια σε σχέση με την υδραυλική ρωγμάτωση (fracking)
Πέραν όμως της αδιαφορίας προς το τοπικό περιβάλλον, που οδηγεί, όπως είναι αναμενόμενο, σε έλλειψη εμπιστοσύνης και αντιδράσεις από τη πλευρά των κατοίκων, αξίζει να σημειωθούν δύο επιπλέον σκιερά σημεία, που σχετίζονται με την προοπτική εκμετάλλευσης μη συμβατικών κοιτασμάτων. Πρώτον, εφόσον οι σχετικές μελέτες του ΙΓΜΕ και των ιδιωτικών συμπράξεων παραμένουν απόρρητες και μέχρις ότου οι εταιρείες να ανακοινώσουν τα ευρήματα των τελευταίων γεωτρήσεων, παραμένει ασαφές το εάν και πού ακριβώς ερευνάται η εξόρυξη μη συμβατικών κοιτασμάτων. Δεύτερον, παρά τις αναγγελίες του τέως αρμόδιου υπουργού Γιώργου Σταθάκη το Νοέμβριο του 2018, ότι η κυβέρνηση θα απαγόρευε διά νόμου την υδραυλική ρωγμάτωση στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Ο τέως υπουργός Ενέργειας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι χάρις στη δημιουργία και τη δράση του θεσμού των «Περιφερειακών Παρατηρητηρίων» θα αποτραπεί η χρήση της μεθόδου αυτής. Ωστόσο, όπως κατήγγειλαν οι ίδιοι οι οικολόγοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, στον σχετικό νόμο 4602/2019 που ψηφίστηκε τον περασμένο Μάρτιο, δεν αναφέρεται πουθενά ρητά ο αποκλεισμός της υδραυλικής ρωγμάτωσης.
Διαβάστε επίσης:
Επτά κίνδυνοι για τους κατοίκους από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων με τη μέθοδο fracking
Εξορύξεις ante portas (ή Κεφαλλονιά και παγκόσμιο διακύβευμα)
Να σημειωθεί εδώ ότι η υδραυλική ρωγμάτωση είναι μέθοδος εξόρυξης που αφορά συγκεκριμένους τύπους μη συμβατικών υδρογονανθράκων (όσων εμπεριέχονται σε σχιστολιθικά πετρώματα). Τυχόν απαγόρευση της μεθόδου αυτής, δεν θα απέκλειε για παράδειγμα, άλλες, επίσης επιβλαβείς για το περιβάλλον διαδικασίες, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στην εξόρυξη βιτουμενιούχων πετρωμάτων.
Αμφίβολη απόδοση των επενδύσεων
Βέβαια, για να εκτιμηθεί με ακρίβεια το όφελος ή οι απώλειες που θα επιφέρουν οι χερσαίες δραστηριότητες παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, απαιτούνται συγκεκριμένες εκτιμήσεις της ποσότητας και του τύπου των αποθεμάτων.
Σύμφωνα λοιπόν με τα λιγοστά στοιχεία που μεταδίδει η ιστοσελίδα του ΥΠΕΚΑi, το σύνολο των εκτιμώμενων χερσαίων κοιτασμάτων του οικοπέδου των Ιωαννίνων ανέρχεται σε 80 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, χωρίς να προσδιορίζεται η μορφή τους. Για να είναι σαφής η εικόνα των μεγεθών, αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί στο 50% της ετήσιας αρχικής προμήθειας πετρελαίου της χώρας (περίπου 160 εκατ. βαρέλια). Με άλλα λόγια, καλύπτει, στο μέγιστο, ένα εξάμηνο κατανάλωσης των Ελλήνων. Εάν υπολογιστεί ενδεχόμενη μέση ετήσια παραγωγή ενός τέτοιου αποθέματος, με βάση μία συνηθισμένη διάρκεια εκμετάλλευσης ενός συμβατικού κοιτάσματος, λόγου χάρη εικοσιπέντε χρόνια, αυτή η παραγωγή θα ανέρχεται στο ισχνό 2% της αρχικής προμήθειας πετρελαίου ή 1% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα.
Είναι δηλαδή μία ποσότητα που μπορεί να εξοικονομηθεί δίχως ιδιαίτερη δυσκολία, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες που διατίθενται στην αγορά, ώστε, για παράδειγμα, να αυξηθεί ελάχιστα η αποδοτικότητα στους κινητήρες των αυτοκινήτων ή ακόμα η μόνωση των κατοικιών, γεγονός που θα μείωνε ταυτόχρονα, το οικολογικό αποτύπωμα της χώρας.
Προφανώς, το δίλημμα για τους επενδυτές είναι δυσκολότερο εάν τα κοιτάσματα είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερα από τις σημερινές εκτιμήσεις. Ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η μορφή τους – και άρα η διαδικασία εξόρυξης – ενέχει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση των επενδύσεων. Ένα βαρέλι πετρελαίου που εξορύσσεται με μη συμβατικές μεθόδους κοστίζει κατά μέσο όρο 40 δολάρια, όταν η ίδια ποσότητα, προερχόμενη από συμβατική διαδικασία, μπορεί να κοστίζει 10 δολάρια, ή και χαμηλότερα. Με τη μέση χρηματιστηριακή τιμή του πετρελαίου να κυμαίνεται πλέον μεταξύ 20 και 30 δολαρίων το βαρέλι στη μετά κορωνοϊού εποχή, είναι αμφίβολο ακόμα και το κέρδος για τους επενδυτές που θα χρηματοδοτήσουν μη συμβατικές εξορύξεις στις δυσπρόσιτες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας και της Ηπείρου. Ακόμα και από την επενδυτική πλευρά λοιπόν και με δεδομένη τη δεσμευτική προσπάθεια μείωσης του οικολογικού αποτυπώματος των ευρωπαϊκών οικονομιών, θα μπορούσαν να βρεθούν μηχανισμοί που θα κάνουν αποδοτικότερες αντίστοιχες επενδύσεις σε λιγότερο επιβλαβείς δραστηριότητες στον τομέα της ενέργειας.
Εν κατακλείδι
Η παραπάνω ανάλυση αφορά τις χερσαίες εξορύξεις στην Ελλάδα και θα ήταν μεθοδολογικό λάθος να γενικευτεί στις υπεράκτιες δραστηριότητες. Χωρίς να υποβαθμίζονται περιβαλλοντικά προβλήματα που γεννούν οι τελευταίες, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός της γεωγραφικής εγγύτητας και του άμεσου αντίκτυπου που έχουν οι χερσαίες δραστηριότητες στο ανθρώπινο περιβάλλον, εν αντιθέσει με τις υπεράκτιες. Επίσης, σε κάθε περίπτωση, η πολιτική απόφαση δεν μπορεί να αγνοήσει το γεωπολιτικό επιχείρημα της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας. Η παραγνώριση της γεωπολιτικής αποτελεί δυστυχώς συστηματικό σφάλμα της οικολογικής προσέγγισης στην έρευνα και ανάπτυξη των υδρογονανθράκων. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι με φειδωλή επικοινωνία, απουσία δημόσιας διαβούλευσης, αμφισβητήσιμες εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων και νομοθετικές απορρυθμίσεις στη διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων, δεν οικοδομείται σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ θεσμών και πολιτών, πράγμα που αποτελεί πάγιο πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Will there be blood; Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι, εδώ στα Βαλκάνια, το δράμα θα διακατέχεται λιγότερο από την έπαρση των πετρελαιοθήρων που σκιαγραφεί ο Άντερσον και περισσότερο από την υπαρξιακή ελαφρότητα των απατεώνων που συναντάμε στις ταινίες του Κουστουρίτσα.