Γεννήθηκα λίγο πριν και η χούντα ήταν κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας.
Έζησα και το σχολείο της χούντας και το πραξικόπημα και την εισβολή και όλη την ξεφτίλα της χούντας ως παιδί.
Αλλά δεν είναι το προσωπικό βίωμα του καθενός το κριτήριο για την αποτίμηση μιας ιστορικής περιόδου.
Αυτό που πληγώνει ακόμη και σήμερα είναι το πώς ένα μάτσο άξεστων καραβανάδων κατέλαβαν τόσο εύκολα την εξουσία και προκάλεσαν τόσα δεινά στον τόπο.
Δεν είναι μόνον η στέρηση των δημοκρατικών ελευθεριών, οι εξορίες, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια.
Δεν είναι ο εξευτελισμός της χώρας και τα ευτελή πολιτισμικά προϊόντα σε μία Ελλάδα που τη δεκαετία του ’60 είχε φτάσει να θαυμάζεται για τον πολιτισμό της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Είναι η προδοσία της Κύπρου με την απόσυρση της Μεραρχίας το 1967, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη το 1974 και την εγκατάλειψη της άμυνας του νησιού στο έλεος του Αττίλα.
Είναι όμως και κάτι ακόμη χειρότερο διότι συντελεί στην υπονόμευση της υπεράσπισης της εθνικής μας κυριαρχίας και αξιοπρέπειας.
Είναι η κατασυκοφάντηση της έννοιας της πατρίδας, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια η χουντική εθνοκαπηλεία να γίνεται το άλλοθι για την ταύτιση του εθνικού φρονήματος με τον... φασισμό.
Έτσι η προδοτική χούντα προσφέρει τη δήθεν προοδευτική δικαιολογία για νέες προδοσίες στα εθνικά θέματα.
Ο δημοκρατικός πατριωτισμός παραμένει η απάντηση στη χούντα, σε κάθε χούντα.
(Βλέπε σχετική εργασία μου ειδικά για το ζήτημα της υπεράσπισης της Κύπρου από την Ελλάδα κατά την τουρκική εισβολή του 1974: «Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η δυνατότητα αποστολής στρατιωτικών ενισχύσεων από την Ελλάδα».)