Μια εξαιρετικά σημαντική μελέτη του κ. Θανάση Διαμαντόπουλου κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός ιστορίας - Ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα.
Πρόκειται για ένα έργο που ξεχωρίζει όχι απλώς ως βιογραφία, αλλά ως διεισδυτική ανατομία των τριών διχαστικών δεκαετιών (1904-1936), που καθόρισαν την πορεία της νεότερης Ελλάδας. Ο συγγραφέας συνδυάζει πλούσιο υλικό από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, προσφέροντας μια αφήγηση που συγκλονίζει και ταυτόχρονα εμπλουτίζει την εθνική μας αυτογνωσία.
Η μελέτη αναδεικνύει τον Βενιζέλο όχι μόνο ως μια ηγετική πολιτική μορφή, αλλά και ως έναν άνθρωπο με αντιφάσεις, βουλησιαρχία και έντονα διλήμματα, που σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού κράτους. Μέσα από την ανάλυση των αποφάσεών του, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα διλήμματα της ελληνικής πολιτικής ζωής, τις στρατηγικές επιλογές και τα όρια της ηγετικής βούλησης.
Ο κ. Διαμαντόπουλος, μέσα από την αφήγησή του, λειτουργεί ως ένας ξεναγός στα γνωστά και άγνωστα μονοπάτια της πολιτικής και προσωπικής ζωής του Βενιζέλου, ρίχνοντας φως στα μεγάλα γεγονότα που διαμόρφωσαν την εθνική μας πορεία. Ο πρόλογος του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Εξομολόγηση ενός ξεναγού», δίνει μια γεύση της ευαισθησίας και της προσεκτικής προσέγγισης που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το έργο.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν ήταν μόνο μια ηγετική μορφή, αλλά και ένας άνδρας που συμβόλιζε την ίδια την πολυπλοκότητα της Ιστορίας: τα επιτεύγματα, τις αποτυχίες, τις αντιφάσεις, και τα ηθικά διλήμματα που συνοδεύουν κάθε μεγάλο ηγέτη». Το βιβλίο αυτό, μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση, καλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στη φύση της ηγεσίας, την επίδραση των αποφάσεων στην εθνική πορεία, και τις επιπτώσεις των συγκρούσεων που διαμόρφωσαν τον σύγχρονο ελληνισμό.
Ένα μικρό απόσπασμα του προλόγου, που παρατίθεται παρακάτω, επιτρέπει μια πρώτη ματιά σε αυτή την ενδελεχή και ανατρεπτική μελέτη, αποδεικνύοντας γιατί το έργο αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς στη μελέτη της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
«εξομολόγηση ενός ξεναγού»
Από τις πρώτες σελίδες του παρόντος προεξαγγέλλω την πρόθεση και τη διάθεσή μου να λειτουργήσω ως «ξεναγός» των αναγνωστών του στα γνωστά αλλά κυρίως τα λιγότερο γνωστά σημεία της διαδρομής και του έργου, στα πολύ φωτισμένα, τα σχετικώς φωτεινά, αλλά και τα τελείως σκοτεινά κατατόπια ή μονοπάτια της προσωπικότητας του ογκωδέστερου, οπωσδήποτε, δε του πιο φλογώδους πολιτικού άνδρα που γέννησε η δημόσια ζωή του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Για να κάνω κάτι τέτοιο χρειάστηκε πολύ να ταξιδέψω, πολλά να δω, να ακούσω, να πληροφορηθώ, να παρακολουθήσω και να νιώσω. Έτσι…
«Κατέγραψα», στα τέλη του καλοκαιριού του 1910, τον νιόφερτο και γεμάτο «ηγετικότητα» Βενιζέλο να αντιμετωπίζει ένα πλήθος δονούμενο υπέρ της «Συντακτικής» –που τότε σήμαινε εκδίωξη της μοναρχίας και αλλαγή πολιτεύματος–, να το κατευνάζει, να το υποτάσσει, να το τιθασεύει, να το ποδηγετεί…
«Παρατήρησα» την προσχηματική(;) περιφρόνηση με την οποία το 1912 απέρριψε τη συντηρητική –κατ’ άλλους απλώς έμφρονα– προσέγγιση των αντιπάλων του, οι οποίοι ζητούσαν, προ της ένταξης της χώρας μας στη συμμαχία των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων, να υπάρξει προσυμφωνία για τη διανομή των εδαφών που θα αποσπώντο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία…
Τον «άκουσα» την επαύριο του 1ου Βαλκανικού Πολέμου να συζητάει στο Λονδίνο με τον Ουίνστον Τσώρσιλ και δευτερευόντως τον Λόυντ Τζόρτζ, αμφότερους σημαντικούς υπουργούς τότε του βρετανικού στέμματος, κάτι σαν ανταλλαγή της Κύπρου με ναυτική βάση στην Κεφαλλονιά (ή, σε άλλες στιγμές της διαπραγμάτευσης, με παραχώρηση ολόκληρου του Ιόνιου νησιού…)
Τον «παρακολούθησα» αγορεύοντα στη Βουλή, το μεταξύ των δύο Βαλκανικών Πολέμων διάστημα, να αρνείται «τας επαρχίας» Δράμας-Καβάλας, ακόμη και τυχόν …προσφερόμενες. Και επίσης τον «είδα» λίγο αργότερα, έναντι της προοπτικής μιας εξαιρετικά νεφελώδους και αβέβαιης αντιπαροχής στη Μικρά Ασία, να απαρνείται τα ανατολικομακεδονικά αυτά εδάφη, μόλις προσαρτημένα τότε στη χώρα μας, χάριν του μείζονος σκοπού της στρατιωτικής μας συμπόρευσης με την Αντάντ στον Μεγάλο Ευρωπαϊκό Πόλεμο… (Την πρόταση για την παραχώρησή τους στη Βουλγαρία τού τη μετάφεραν, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1914, οι βουλγαρόφιλοι Βρετανοί δημοσιογράφοι αδελφοί Μπάξτον, ειδικοί απεσταλμένοι στην Αθήνα του Λόυντ Τζορτζ και του Τσώρτιλ, μάλιστα δε για να «παρακολουθήσω από μια κλειδαρότρυπα» τις μυστικές συζητήσεις τους χρειάστηκε να φύγω από το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι, γιατί τότε ήμουν νεαρός και ζούσα ακόμη με τους γονείς μου…)
Κάπως νωρίτερα «υπήρξα ωτακουστής» της τηλεφωνικής συνδιάλεξής του με τον Γερμανό πρέσβη ο οποίος, αφού τον αφύπνισε μεταμεσονύκτια προς χαράματα, αξίωσε την άμεση γραπτή άδειά του για υπερκατεπείγουσα ανθράκευση σε ελληνικά λιμάνια δύο καταδρομικών που πήγαιναν, καταδιωκόμενα από αγγλική ναυτική μοίρα, να ενσωματωθούν στον τουρκικό στόλο… Για τα οποία, ο μέγας Κρητικός επρόκειτο αργότερα να ισχυριστεί πως πίστεψε ότι ήταν …εμπορικά ατμόπλοια!!
Και μανάδες, όμως, «άκουσα» να τον καταριόνται για τον ναυτικό αποκλεισμό της ελληνικής πρωτεύουσας και γενικότερα της νότιας Ελλάδας τον χειμώνα του 1916-17, που κατέστησε πολλά νεογέννητα βρέφη εκ γενετής λιμοκτονούντα θύματα, στον βωμό των εθνικών επιδιώξεών του, αφού και το μητρικό γάλα εκ της ασιτίας στέρευε… Την ίδια δε πάνω-κάτω περίοδο «έβλεπα» τις μανάδες αυτές να πετάνε, αλαλάζουσες, πέτρες στο ανάθεμά του…
Πέραν όλων αυτών, «στάθηκα στην ουρά» με πολλούς βουλευτές που περίμεναν τη σειρά τους για να του φιλήσουν το χέρι, την επομένη της συμμαχικής νίκης στον Μεγάλο Πόλεμο… Αργότερα δε, τον «ακολούθησα» στις μεταπολεμικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, τις διεξαχθείσες στα σαλόνια τα ευρισκόμενα περί «την κοσμόπολη που νωχελικά διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας»… «Εντόπισα» το ελαφρύ παίξιμο των ματιών του, πριν πει το ναι στην αποστολή ελληνικού στρατού στη Ιωνία… Αλλά και το τρέμουλο των χεριών του λίγο πριν υπογράψει με πέννα χρυσή στις Σέβρες… Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να διεισδύσω μέσα στη σκέψη του, για να μάθω αν από τότε είχε κάποιες αμφιβολίες για το υλοποιήσιμο του μικρασιατικού εγχειρήματος… (Μάλλον απίθανο, ωστόσο, αν συνεκτιμηθεί η ακραία βουλησιαρχία του άνδρα -θα αναδειχθεί με ενάργεια, φαντάζομαι, στις σελίδες του έργου- η οποία συχνά τον έκανε να εκλαμβάνει το επιθυμητό ως εφικτό, τον δε «αγαθόν του αστέρα», όπως έλεγε, ως κατευθύνοντα κατά βούληση την Ιστορία….) Ούτε κατάφερα να ανιχνεύσω αν το αίσθημα που τον κατείχε τα ξημερώματα της 2ας Νοεμβρίου του 1920 ήταν αυτό της οδύνης ή της ανακούφισης…
Ομολογώ, επίσης, πως «δεν τον συνόδεψα» σε όλο το 18μηνο υπερπολυτελές ταξίδι του μέλιτος που έκανε στη Λατινική Αμερική, την ώρα που η πατρίδα μάτωνε στη Μικρά Ασία, γιατί ήταν ιδιωτικές στιγμές του και αισθάνθηκα υποχρεωμένος να τις σεβαστώ. (Άλλωστε ως αδιάκριτος ρεπόρτερ, που έχει ήδη καταγράψει τις στιγμές αυτές, λειτούργησε ο πατριώτης του Μίμης Ανδρουλάκης…) «Αποτύπωσα» όμως την παγερότητα της ματιάς του, όταν απέρριψε το διάβημα του Ρέπουλη να μεσολαβήσει προς αποτροπή της εκτέλεσης ως «προδοτών» των πολιτικών του αντιπάλων.
Δεν μπόρεσα επίσης να βρεθώ ακριβώς δίπλα του τα ξημερώματα της αυγουστιάτικης εκείνης μέρας του 1928, κατά την οποία δήλωνε «ο λαός με εγκατέστησε κοινοβουλευτικόν δικτάτορα»… Μπορώ ωστόσο να φανταστώ τη θριαμβική έκφραση και τα αισθήματά του…
«Δεν μου διέφυγε», αντίθετα, το ελαφρώς προγενέστερο σαρδόνιο και μόλις συγκαλυπτόμενο γελάκι του κάθε φορά που έγραφε επιστολές σε πρώην συνεργάτες του, το διάστημα από την άνοιξη 1927 έως την άνοιξη 1928 –την περίοδο ακριβώς που, μεθοδικά, συστηματικά και στοχοπροσηλωμένα, προετοίμαζε τη διθυραμβική Μεγάλη Επιστροφή– διαβεβαιώνοντάς τους πως η απόφασή του για οριστική απόσυρση από την ενεργό πολιτική ήταν τελεσίδικη, αμετακίνητη και ανέκκλητη… Μάλιστα στο ένθετο των φωτογραφιών παρουσιάζω κάποια από τις επιστολές αυτές που έφτασε στα χέρια μου, μετά από ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο…
Ενώ «βίωσα» από κοντά και όλες τις στιγμές της πτώσης του τη δεκαετία του 1930, λόγω της οικονομικής κρίσης και του ξεθωριάσματος του άστρου του, που τον οδήγησαν σε τόσες αυτοκαταστροφικές –και καταστροφικές για τον τόπο, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα– σπασμωδικές κινήσεις…
Φυσικά και «ήμουν δίπλα» του, όταν οι σφαίρες του λήσταρχου Καραθανάση, σφύριζαν ξυστά του, δολοφονώντας και έναν εκ των συνοδών του. Δεν το συζητάω, δε, πως και νωρίτερα «βρισκόμουν» κοντά του στη Βουλή, την ώρα που εκφωνούσε τον αυτοεπικήδειό του…
Να λοιπόν φίλοι μου, τα «προσόντα» που κατέκτησα, τα βιώματα που απέκτησα και οι «σχολές» που φοίτησα, προκειμένου να αποτολμήσω να αναλάβω τον ρόλο του αυτόκλητου ξεναγού σας, στο ίσως πιο δυσχερώς προσβάσιμο και πιο δύσκολα παρουσιάσιμο «ανθρώπινο μουσείο» που έδωσε η ιστορία αυτής της χώρας. «Προσόντα, βιώματα και σπουδές» που, πρώτος το αναγνωρίζω, κάθε άλλο παρά αποκλείουν τις ελλείψεις, τις ανεπάρκειες και τα σφάλματα της ξενάγησης, ακόμη και κάποιες ενδεχομένως στρεβλωτικές προσεγγίσεις του έμψυχου μνημείου, το οποίο αυτή έχει ως αντικείμενο…
Οπωσδήποτε, δε, προσεγγίσεις αμφιλεγόμενες, πολλώ μάλλον που «το έμψυχο αυτό μνημείο» θα παραμείνει στο ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως «ζώσα ιστορία», αν όχι στο διηνεκές, τουλάχιστον όσο θα υπάρχουν άνθρωποι απόλυτα πεισμένοι πως η ύπαρξη εντός της ελληνικής επικράτειας των περιοχών καταγωγής τους οφείλεται αποκλειστικά στο μέγα τέκνον της Κρήτης, καθώς βέβαια και άλλοι, οι οικογενειακές μνήμες των οποίων θα μπορούν να αναφέρονται σε θύματα των κατασταλτικών και αυταρχικών πρακτικών του…
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο «ξεναγός» -ο οποίος, σε όλη τη διάρκεια της «ξενάγησης» είχε την αίσθηση της συνομιλίας με την Ιστορία- εκφράζεται από την καταληκτική φράση ενός εκ των επιμέτρων του βιβλίου: Όταν, φορτωμένος και αυτός με πολλά στερεότυπα, ξεκίνησε τις «σπουδές» του, δηλαδή τη σε βάθος έρευνα του -έμψυχου- αντικειμένου του, δεν φανταζόταν πόσες εκπλήξεις μπορεί να κρύβει, πόσες εκπλήξεις μπορεί να το παρελθόν! Καθώς, φυσικά, και ο άνθρωπος που διαμόρφωσε τις δύο μετωπικά αντίθετες ματιές των Ελλήνων επί του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος τους…