Κείμενο εργασίας του Άγγελου Σωτηρόπουλου (Φυσικός, PhD, MSc) το οποίο εκπονήθηκε σε συνεργασία με τον Κύκλο Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ στο πλαίσιο του κύκλου δημοσιεύσεων αφιερωμένο στην κλιματική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και των τομέων της.
Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζει τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην τουριστική βιομηχανία, εξετάζει τον βαθμό ετοιμότητας του τομέα και του κράτους και καταθέτει προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της κλιματικής ανθεκτικότητας των τουριστικών περιοχών, υποδομών και επιχειρήσεων.
Είναι αλήθεια ότι η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ, σύμφωνα με το σύνολο σχεδόν των σχετικών με το κλίμα εκθέσεων έγκριτων διεθνών Οργανισμών αλλά και την πλειονότητα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Η πλέον πρόσφατη 6η Έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (Intergovernmental Panel for Climate Change – IPCC)2 του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έρχεται να πιστοποιήσει ότι η κλιματική αλλαγή όχι μόνο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά και ότι οι πρόσφατες προβολές του κλίματος για το μέλλον από το σύνολο των διεθνών Οργανισμών θα πρέπει να επικαιροποιηθούν, καθώς, το φαινόμενο δείχνει να επιταχύνεται ή δεν είχε εκτιμηθεί ορθά έως τώρα η ταχύτητα εξέλιξής του.
Συνεπώς η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τον μετριασμό του φαινομένου αλλά και η προσαρμογή σε αυτό θα πρέπει να γίνουν πολύ γρηγορότερα σε σχέση με τους μέχρι πρότινος σχεδιασμούς.
Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται ότι υφίστανται ακόμα γνωστικά κενά στις προβολές κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο που δυσχεραίνουν τις προβλέψεις για την εξέλιξή του. Η πολυπλοκότητα της κλιματικής αλλαγής δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών προβολών για το μέλλον, γεγονός που δεν αναμένεται να επιλυθεί την τρέχουσα δεκαετία.
Επιπλέον παρατηρούνται φαινόμενα που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή και των οποίων η σημαντικότητα δεν είχε εκτιμηθεί ορθά στο παρελθόν ούτε δύναται να εκτιμηθεί με ασφάλεια στο άμεσο μέλλον, όπως πχ η μεταβολή του υδατικού ισοζυγίου στη γη από το λιώσιμο των πάγων, η καθολική καταστροφή οικοσυστημάτων (και άρα η απουσία των οικοσυστημικών υπηρεσιών τους) και οι μεταβολές της κοσμικής και της ηλιακής ακτινοβολίας, οι οποίες ενδεχομένως να επιτείνουν ή να αμβλύνουν το φαινόμενο.
Συνεπώς η προετοιμασία για το «worst case scenario» θα πρέπει πάντοτε να κατευθύνει τις τομεακές πολιτικές, ενώ θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι καλούμαστε να προσαρμοστούμε πρακτικά σε αχαρτογράφητα νερά.
Επί του παρόντος και σύμφωνα με την έκθεσή της IPCC με τίτλο «Climate Change 2022: Impacts, Adaptation and Vulnerability» (Κλιματική Αλλαγή 2022: Επιπτώσεις, Προσαρμογή και Αδυναμίες), η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2022, δίδεται έμφαση στο γεγονός ότι «η έκταση και η σπουδαιότητα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι μεγαλύτερες από εκείνες που η Διακυβερνητική Επιτροπή είχε εκτιμήσει στο πλαίσιο της αξιολόγησης του 20143 », ενώ τονίζεται η ανάγκη λήψης «επειγόντων μέτρων» για τον περιορισμό της θέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 °C πάνω από τη μέση θερμοκρασία στην προβιομηχανική περίοδο, ώστε να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες προσαρμογής σε τομεακό επίπεδο.
Στην εν λόγω Έκθεση τονίζεται επίσης με μεγάλη βεβαιότητα από τους επιστήμονες ότι μέχρι σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει αποδοθεί μεγαλύτερη έμφαση από χρηματοδοτική άποψη στον μετριασμό του φαινομένου και λιγότερο στην προσαρμογή σε αυτό, ενώ, υπογραμμίζεται η ανάγκη περισσότερης και δραστικότερης προσαρμογής.
Λαμβάνοντας υπόψιν παράγοντες όπως:
α) τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού
β) τη συνεχιζόμενη και εντεινόμενη παγκόσμια κοινωνικοοικονομική κρίση
γ) τον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στον ενεργειακό τομέα
δ) τη συνεχιζόμενη «παγκόσμια ασυνεννοησία» επί της κρισιμότητας της διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα σε επίπεδο G8 και
ε) το υψηλό δημόσιο χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο, γίνεται κατανοητό ότι διαμορφώνεται σήμερα ένα δύσκολα διαχειρίσιμο, σχεδόν «εκρηκτικό», μείγμα αλληλοτροφοδοτούμενων κρισιακών συνθηκών.
Η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα αναμένεται να πληγεί εντονότερα από τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (Εικόνα 1), καθώς η Μεσόγειος αποτελεί περιοχή υψηλής τρωτότητας (Vulnerability Hotspot) σύμφωνα πάλι με την πλειονότητα σχεδόν της διεθνούς βιβλιογραφίας (Giorgi, 2006; ΙPCC, 2013; Füssel et al, 2017; Tuel & Eltahir, 2020), η οποία υπογραμμίζει τον σχετικό κίνδυνο την τελευταία τουλάχιστον 20ετία.
Το γεγονός αυτό -σε συνδυασμό με τις παραπάνω αναφερόμενες πολλαπλές απειλές/κρίσεις- αναμένεται να προκαλέσει πλήθος επιπτώσεων σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο.
Το περιβάλλον αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας και της κοινωνίας, συνεπώς ένα υγιές και ισορροπημένο περιβάλλον συνιστά προϋπόθεση για την ευημερία.
Ο τομέας του τουρισμού στην Ελλάδα -που αποτελεί για πολλούς τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας και για άλλους μια «μονοκαλλιέργεια» που με τον τρόπο που αναπτύσσεται μειώνει την οικονομική ανθεκτικότητα και την προοπτική μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της αναμένεται να πληγεί σημαντικά, τόσο με σοβαρές και δύσκολα ποσοτικοποιήσιμες όσο και διαχειρίσιμες επιπτώσεις.
Τα πρόσφατα γεγονότα που συνδέονται με την κρίση που εκδηλώθηκε από την πανδημία του ιού SARS-COV-2 (Covid-19), η οποία είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή κατάρρευση της τουριστικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και στη χώρα μας, επιβεβαιώνουν τη δυσκολία έως και αδυναμία προσαρμογής του τομέα σε απρόβλεπτες εξωτερικές διαταραχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη του τουρισμού όχι μόνο δεν ενσωματώνει στοιχεία μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αλλά συντελείται με ενίσχυση των χαρακτηριστικών του προ πανδημίας μη βιώσιμου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης.
Βασικά σημεία και συμπεράσματα:
1. Η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα αναμένεται να πληγεί εντονότερα από τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Μεσόγειος αποτελεί περιοχή υψηλής τρωτότητας.
2. Ο τομέας του τουρισμού αποτελεί αναμφίβολα σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας βάσει της υψηλής συνεισφοράς του στο ΑΕΠ και στην απασχόληση. Συνιστά ωστόσο και έναν από τους πλέον ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή τομείς με πλήθος συνεπειών, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν το σύνολο των δραστηριοτήτων και επιδόσεών του. Η ισχυρή εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού σε συνδυασμό με την ανισοβαρή κατανομή του στις θερμές κλιματικές ζώνες της χώρας αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο τουριστικό προϊόν.
3. Συνολικά, οι επικείμενες φυσικές καταστροφές, η καταστροφή ή αλλοίωση των τουριστικών προορισμών και μνημείων (βλ. πυρκαγιές στην Εύβοια και πλημμύρες στην Χαλκιδική και την Κρήτη), οι χρόνιες επιπτώσεις όπως η λειψυδρία και η παρατεταμένη ξηρασία αλλά και ο εν γένει κίνδυνος για την υγεία των εργαζομένων στον τουρισμό από την αύξηση των θερμοκρασιών προβλέπεται να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του τουριστικού συμπλέγματος.
4. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανησυχητικό ότι η ανάκαμψη του τουρισμού όχι μόνο δεν ενσωματώνει στοιχεία μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αλλά συντελείται με ενίσχυση των χαρακτηριστικών του προ πανδημίας μη βιώσιμου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Ο ελληνικός τουρισμός κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση με την επαναφορά του, το 2022, στο επί δεκαετίες άναρχο και μαζικό πρότυπο ανάπτυξης, ενώ, οι δημόσιες τουριστικές πολιτικές έως σήμερα είχαν ώς στόχο τη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση των εσόδων εις βάρος της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητάς του.
5. Συνολικά, διαφαίνεται ότι δεν υφίσταται οργανωμένο τομεακό πλαίσιο και πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο. Καταγράφονται μόνο αποσπασματικές δράσεις οι οποίες στοχεύουν για παράδειγμα στη βελτίωση της ενεργειακής κατανάλωσης μεμονωμένα των τουριστικών καταλυμάτων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν και να συντονιστούν προκειμένου να επιτευχθεί βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας του τομέα.
Η δυναμική ωστόσο του τουρισμού προς τη διατήρηση μιας άναρχης και περιβαλλοντικά ανεύθυνης ανάπτυξης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν υλοποιηθεί έως σήμερα οι απαραίτητες πολιτικές για την προσαρμογή του, καθιστούν τον εν λόγω τομέα εξαιρετικά ευάλωτο και ενδεχομένως μη βιώσιμο στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής υπό το πρίσμα και των πολλαπλών/παράλληλων κρίσεων και απειλών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Οι άμεσες ενέργειες για τον συντονισμό της προσαρμογής του τομέα σε πολιτικό επίπεδο καθίστανται πλέον επιβεβλημένες και επείγουσες.
Όλο το κείμενο εργασίας: https://bit.ly/3SQ2kbl