Σε ό,τι αφορά στον οικονομικό και συνάμα κοινωνικό χαρακτήρα που τείνει να αποκτήσει η πόλη τον 21ο αιώνα, το κεντρικό καθοριστικό ζήτημα αφορά στο ποιό μοντέλο ανάπτυξης θα ακολουθήσει.
Υβριδικά μοντέλα και χαρακτήρας της οικονομίας
Η «παλιά» διαμάχη του 20ού αιώνα μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού έχει υποκατασταθεί πλέον από την ύπαρξη υβριδικών συστημάτων που συνδυάζουν μορφές ελεύθερης οικονομίας και κρατικής παρέμβασης. Έτσι, ο παράγοντας που πλέον κρίνει την ψαλίδα των ανισοτήτων, και την συνοχή της εκάστοτε κοινωνίας, αφορά όχι στην «ανάπτυξη» γενικά και αόριστα, όπως θέλει η τρέχουσα πολιτική συζήτηση, αλλά στην συγκεκριμένη σύνθεση που κάθε φορά αυτή έχει.
Να γίνουμε συγκεκριμένοι σε ό,τι αφορά στην Θεσσαλονίκη: Σε φάση αποβιομηχανοποίησης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τις τελευταίες δεκαετίες η πόλη έχει υιοθετήσει ένα ραντιέρικο παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ευκαιρίες για επενδύσεις στην διεθνή αγορά που διαμορφώνεται μέσα στην πόλη έχουν μόνο οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι κεφαλαιούχοι. Παράλληλα, το σκέλος της οικονομίας που αφορά στις τοπικές ανάγκες αποαναπτύσσεται ραγδαία.
Οι συνέπειες του παρασιτισμού
Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής; Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι, πλουσιότεροι, αφού η αγορά «κινείται» μόνο για τους τελευταίους· το εξειδικευμένο από την άποψη της τεχνικής και των γνώσεων εργατικό δυναμικό εγκαταλείπει την πόλη, ή απομονώνεται στους περιθωριοποιημένους θύλακες της παραγωγής, της έρευνας και της καινοτομίας· η τεχνική και η επιστημονική παιδεία (από τα ΤΕΛ μέχρι τα ΑΕΙ) δεν βρίσκει εύκολα την συναρμογή της με την τοπική οικονομία, καταλήγοντας έτσι να συμβάλει στην… ετεροαπασχόληση και την φυγή των νέων· η αγορά εργασίας πολώνεται ανάμεσα σε γκαρσόνια και πολυμεγαλοϊδιοκτήτες· οι γειτονιές τους τέλος, με την έκλειψη της παραγωγής, χάνουν τον πολυλειτουργικό τους χαρακτήρα, και μεταβάλλονται ανάλογα με τη θέση τους σε συνοικίες υπνωτηρίων / γραφείων / διασκεδαστηρίων.
Υπάρχουν και έμμεσες συνέπειες. Τα κοινωνικά αγαθά και οι υπηρεσίες της πόλης περιορίζονται και απαξιώνονται ραγδαία. Φαινομενικά αυτό είναι άσχετο με τα παραπάνω· μόνο φαινομενικά, όμως: Αυτό που λέμε «κοινωνικό κράτος», η ευημερία του ταυτίστηκε ιστορικά με περιόδους παραγωγικής ακμής. Η συρρίκνωσή του, πάλι, εντοπίζεται σε εποχές αποβιομηχάνισης και έντονης χρηματιστικής κερδοσκοπίας.
Η αναδιανομή έχει να κάνει με την παραγωγή νέου πλούτου· δεν συνεπάγεται αυτόματα από αυτήν, ωστόσο την προϋποθέτει, προκειμένου να επιτευχθεί ο οικονομικός εκδημοκρατισμός που συμβαίνει με το κοινωνικό κράτος: Ένα κομμάτι του νέου πλούτου που παρήχθηκε αποσπάται και κατευθύνεται στην γενική αναπαραγωγή της κοινωνίας (παιδεία, υγεία, φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, μαζικές μεταφορές, αστικές υποδομές), κι αυτό συμβαίνει με την γενική συναίνεση των μελών και των τάξεων τους, που ως προς τούτο υπερβαίνουν το στενό τους συμφέρον. Αυτό είναι το μάθημα που μας δίνει το Σκανδιναβικό μοντέλο, που τόσο αποθεώνεται για τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Όταν η παραγωγή του νέου πλούτου, αντίθετα, δεν συμβαίνει, και η οικονομία επικεντρώνεται σε δραστηριότητες που «το χρήμα γεννάει χρήμα», το κομμάτι του πλούτου που θα προορίζονταν για την ομαλή αναπαραγωγή της κοινωνίας δεσμεύεται στο κυνήγι της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας. Έτσι, τα κοινωνικά αγαθά και οι υπηρεσίες μαραζώνουν.
Όπως μαραζώνει και η κοινωνική πολιτική σε αυτήν την πόλη. Που τα τελευταία χρόνια έχει λάβει την χειρότερη μορφή, υπηρετώντας ένα «λατινοαμερικάνικο μοντέλο»: Μικροεπιδόματα χορηγούμενα μέσω ΜΚΟ που οδηγούν στην εξάρτηση των ωφελούμενων απ’ τις τελευταίες, υπνωτήρια αστέγων που η κατάστασή τους θυμίζει ότι περιέγραφαν οι Κάρολος Ντίκενς και Τζον Στάινμπεκ στα βιβλία τους, ισχνή κοινωνική ευθύνη, όχι μόνο εταιρική, αλλά και των φορέων της πόλης. Οριστική αποσύνδεση της κοινωνικής πολιτικής από την κοινωνική κινητικότητα, και την ουσιαστική αντιμετώπιση των μαζικών μορφών φτώχειας, κοινωνικής και μορφωτικής υποβάθμισης, απλή προσήλωση σε δράσεις διαχείρισης των ανισοτήτων, όχι άμβλυνσής τους. Και παράλληλα, βέβαια, μια μεγάλη, διεθνώς συντονιζόμενη εκστρατεία επιδότησης της εγκατάστασης αλλογενών που σκοπό έχει, προβάλλοντας το πρόσχημα του ανθρωπισμού, να συγκροτήσει ένα πλήθος υπέρφθηνων εργαζόμενων κάθε λογής χειρωνακτικής δραστηριότητας.
Τέλος, υπάρχει κι ένα τρίτο, άκρως σημαντικό επίπεδο που το παρασιτικό και ραντιέρικο μοντέλο ανάπτυξης επηρεάζει την Θεσσαλονίκη: Εκείνο του πολιτισμού, της νοοτροπίας, των συμπεριφορών. Ο συγκεκριμένος τύπος οικονομικής δραστηριότητας γεννάει φαινόμενα νεοπλουτισμού, κι αυτά με τη σειρά τους τροφοδοτούν διάφορα πολιτισμικά υποπροϊόντα, που όλα συντείνουν στην απαξίωση της κουλτούρας του μόχθου και της δημιουργικότητας. Εδώ υπάρχει μια τομή στη Σαλονικιώτικη πραγματικότητα, που επιβάλλεται αργά αλλά συστηματικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Η «φτωχομάνα», «προσφυγομάνα», και «εργατομάνα» Θεσσαλονίκη που θα εμπνεύσει σε διαφορετικά επίπεδα τον Ρίτσο με τον Επιτάφιό του, τον Τσιτσάνη ή τον… Παπάζογλου υποκαθίσταται από μια Θεσσαλονίκη που καμώνεται εναλλάξ την ελληνοκεντρική ή την ευρωκεντρική, μ’ έναν τρόπο ωστόσο εξόχως παρακμιακό. Απ’ τη μια πλευρά, η ελληνοκεντρικότητα εκδηλώνεται ως στείρο φολκλόρ, από την άλλη, ο ευρωκεντρισμός, εκφράζεται μ’ έναν ακραίο μιμητισμό, πιθηκίζει και μέσα στο ίδιο του το κόμπλεξ κατωτερότητας καταλήγει να ισοπεδώνει κάθε έννοια πατρίδας, έθνους, πολιτιστικής ταυτότητας. Έτσι αίρεται η μόνη εφικτή δημιουργική πολιτιστική διέξοδος για την πόλη, να καταστεί αυτή οικουμενική μέσα από την ελληνικότητά της κομίζοντας έτσι τη δική της συνεισφορά στον κόσμο.
Αντιλαμβανόμαστε έπειτα απ’ όλα αυτά, το πώς μέσα σε αυτό που οι αρχές της πόλης, οι βουλευτές, κομματάρχες, δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι, ονομάζουν αδιαφοροποίητα «ανάπτυξη» παίζεται επί της ουσίας ο ίδιος ο κοινωνικός, αλλά και πολιτισμικός χαρακτήρας που θα έχει η πόλη, ο βαθμός της κοινωνικής της κινητικότητας, ο χαρακτήρας των ανισοτήτων της, το επίπεδο του πολιτισμού της, κι αντίθετα, οι δυνατότητες που έχει να τις μειώσει ή οι προοπτικές του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού της (που σημαίνει όχι εκλογές, κόμματα ή την ψευδοάμεση γραφειοκρατική δημοκρατία των επαγγελματιών της κινηματικής, αλλά συμμετοχή ολοένα και περισσότερου κόσμου σε μια διαδικασία ανάτασης, υλικής και πνευματικής).
Κι όμως, δείγμα κι αυτό του παρασιτισμού της, που σαν τον ήλιο μεταμορφώνει ό,τι διαπερνάται απ’ τις αχτίδες της, δεν γίνεται αντιληπτό από τα πολιτικά στρατόπεδα που ερίζουν μέσα στην πόλη. Σημασία έχει για αυτά ο επιθετικός προσδιορισμός του παρασιτισμού, αν θα είναι φιλελεύθερος ή κρατικιστικός (που μαλώνουν ο ΣΥΡΙΖΑ με την ΝΔ), αν θα δώσει μια προτεραιότητα στα «δικαιώματα» που υποστηρίζει ένας μοδάτος ακροαριστερός συστημισμός, ή αν θα στηριχθεί στις «κολεκτίβες» των αντιεξουσιαστικών μπαρς, ή αν αντίθετα, αναδείξει ένα «εθνολαϊκό πρόσωπο» πασχίζοντας να ανταποκριθεί (μάταια εξαιτίας της παρασιτικής υφής του) στους κλυδωνισμούς της Ελλάδας σαν χώρα, έθνος, κοινωνία…
*Σε λίγες μέρες, το δεύτερο μέρος, για την υπέρβαση του παρασιτισμού.