Ο επιθετικός προσδιορισμός της επικεφαλίδας του κειμένου ενδεχομένως -κι όχι άδικα- να δημιουργεί αρνητική προδιάθεση στον/την αναγνώστη/ρια, λόγω της εξελισσόμενης πανδημίας κορονοϊού. Η ραγδαία διάδοση του ιιού οφείλεται και στην χωροχρονική πύκνωση που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε πλανητικό επίπεδο, η οποία ήταν απόρροια των τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Προς αποφυγήν παρερμηνειών, η υπόμνηση των τριών προαναφερθεισών και επάλληλων διαδικασιών δεν συνιστά αρνητική αξιολογική κρίση, αλλά επεξηγηματική παράθεση της ιστορικής πραγματικότητας.
Ο Λεβιάθαν (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Commonwealth Ecclesiastical and Civil, 1651) αποτελεί έργο του Βρεταννού φιλοσόφου Thomas Hobbes στο οποίο επιχειρηματολογεί υπέρ της αναγκαίας ύπαρξης μίας ισχυρής κεντρικής αρχής, η οποία θα διασφαλίζει την εσωτερική συνοχή και ειρήνη της κοινωνίας.
“Το κράτος, ως θεσμός αποτυπώνει και ως διοικητικός μηχανισμός εργαλειοποιείται, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τις επιλογές της κάθε κοινωνίας στην οποία εγκαθιδρύεται.”
Η χομπεσιανή θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου» εκκινεί από μία αρνητική ανθρωπολογική θεώρηση - ο φόβος του ανθρώπου για τον θάνατο- και εδράζεται σε μία ατομοκεντρική κοινωνική θέσμιση. Ο Hobbes επηρεάστηκε από συγκαιρινά του γεγονότα, όπως ο Αγγλικός Εμφύλιος (1642–1651) και ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648), τα οποία στον πολιτικό του στοχασμό ανατίμησαν το πρόταγμα της τάξης ως προϋπόθεση κοινωνικής συγκρότησης. Ο Λεβιάθαν συνιστά την θεωρητική σύλληψη και απαρχή του νεωτερικού κράτους. Με την συνθήκη της Βεστφαλίας (1648), η οποία τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο, το μοντέλο της κρατικής κυριαρχίας αποτέλεσε, σταδιακά και με επίκεντρο την Ευρώπη, το πλαίσιο εσωτερικής και διεθνούς οργάνωσης.
Είναι γεγονός ότι στην ιστορική του διαδρομή το κράτος βαρύνεται με διάφορα αμαρτήματα, ενδοκρατική και διακρατική βία, αυταρχισμός, αντικοινωνική γραφειοκρατική λειτουργία. Όμως το κράτος, ως θεσμός αποτυπώνει και ως διοικητικός μηχανισμός εργαλειοποιείται, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τις επιλογές της κάθε κοινωνίας στην οποία εγκαθιδρύεται. Αν στον ευρωπαϊκό χώρο το κράτος ήταν η θεσμική απόληξη μακροχρόνιων πολιτικών και κοινωνικών διαδικασιών, για σημαντικό αριθμό κοινωνιών του υπόλοιπου πλανήτη, εν πολλοίς, υπήρξε προϊόν επιβολής από τα ευρωπαϊκά κράτη. Παρά λοιπόν τον όχι πάντα, πρότερο ή τωρινό έντιμο βίο το κράτος συνιστά τον κυρίαρχο θεσμό πολιτικής οργάνωσης. Ο ΟΗΕ το 1945, έτος ίδρυσής του, αριθμούσε 51 κράτη-μέλη, ενώ σήμερα ο Οργανισμός συγκεντρώνει στους κόλπους του 193 διεθνώς αναγνωρισμένα, ανεξάρτητα κράτη. Τα περισσότερα εξ αυτών προέκυψαν από την κατάρρευση παλαιών αυτοκρατορικών δομών (Μ. Βρεταννία, Γαλλία) ή την διάσπαση άλλων ευρύτερων συνόλων (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία).
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, για έναν σημαντικό αριθμό συνανθρώπων μας, σηματοδοτούσε και την απαρχή μίας νέας εποχής, όπου το κράτος σταδιακά θα ολοκλήρωνε τον ιστορικό του κύκλο, ο οποίος ξεκίνησε τον 17ο αιώνα. Υπό αυτό το πρίσμα και σχεδόν ως πανθομολογούμενο γεγονός, θεωρήθηκε ότι οι νέες διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας θα εξοβέλιζαν σταδιακά το κράτος, ως το βασικό λειτουργικό συστατικό της εσωτερικής πολίτικης πραγματικότητας και αξονικό στοιχείο της διεθνούς τάξης.
“Η ανθρωπότητα δεν έχει πολιτική υπόσταση καθ’ εαυτή και ούτε είναι βέβαιο πως θα την αποκτήσει αν καταργηθεί το κράτος.”
Ως προς την αναγκαιότητα μίας νέας μορφής οργάνωσης του διεθνούς συστήματος και την ανάδυση της μετακρατικής εποχής ως ειμαρμένης, είχαν και έχουν συστοιχηθεί ομόδοξοι στοχαστές, όπως και άλλοι από ετερόκλητους πολιτικούς χώρους. Τόσο κατά την ύστερη ψυχροπολεμική, όσο κυρίως κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο, ιδωμένο είτε υπό την κοσμοπολίτικη θέαση των ελίτ, είτε από ένα πιο «λαϊκόφρονο» διεθνιστικό μετερίζι, διατυπώθηκε η βεβαιότητα υπέρβασης του κράτους.
Για τους μεν φιλελεύθερους δημιουργήθηκε η πεποίθηση εδραίωσης μίας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και της επαγόμενης υποχώρησης της κρατικής κυριαρχίας. Ενώ, για ένα σημαντικό κομμάτι της αριστεράς, υπό τις νέες συνθήκες ανέκυψε η ελπίδα μιας «δεύτερης» ευκαιρίας ευόδωσης των διεθνιστικών της οραμάτων, σ’ ένα επόμενο στάδια της αρχικής επικράτησης του φιλελευθερισμού. Με το εν λόγω διανοητικό άλμα, διατηρήθηκε «ζωντανό» το διεθνιστικό της όραμα και επήλθε η βιωτικά και ψυχολογικά αναγκαία κάλυψη του ερμηνευτικού κενού, μεταξύ πρότερων θεωρήσεων και τρεχουσών συνθηκών.
Ταυτόχρονα, στον διανοητικό και πολιτικό χώρο που πρόεκυψε εξ αιτίας της αποκοπής του υπαρκτού σοσιαλισμού από το ιστορικό γίγνεσθαι και τις δυνατότητες που παρείχε, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, η επικράτηση του φιλελευθερισμού, αναπτύχτηκαν διαφορά κινήματα δικαιωματιστών, τα οποία στοχοποίησαν -ευθύς εξ αρχής και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον - το ανάλγητο και καταπιεστικό κράτος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το κράτος συνιστά το νομικό, πολίτικο και διοικητικό εμπόδιο μεταξύ της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρωπότητας ως πολιτικού υποκειμένου και φορέα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βασικότερο πρόβλημα της εν λόγω συλλογιστικής συνίσταται πως η ανθρωπότητα δεν έχει πολιτική υπόσταση καθ’ εαυτή και ούτε είναι βέβαιο πως θα την αποκτήσει αν καταργηθεί το κράτος.
“Η διεύρυνση της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, εξ αιτίας της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, δεν σηματοδοτεί ipso facto το τέλος του κράτους.”
Η μακρόχρονη πορεία του κράτους συνδέεται ευθέως με την αποτελεσματικότητα των πολιτικών του, ως προς το συλλογικό υποκείμενο που υπηρετεί. Η μετεξέλιξη ή η οριστική του παύση του κράτους θα εξαρτηθεί κατ΄ αντίστροφο τρόπο από τις συνθήκες ανάδειξής του.
Αναμφίβολα, υπήρξαν και τομείς στους οποίους η κρατική λειτουργία αποδεδείχθηκε τουλάχιστον προβληματική˙ αντιπαραγωγικός ρόλος στην οικονομία, καταπίεση πληθυσμιακών ομάδων, κατάρρευση κρατών κτλ. Ίσως τελικά να ήταν πρόωρη η πρόβλεψη υπερβάσης του κράτους, λόγω των νέων τεχνολογικών και οικονομικών συνθηκών. Η διεύρυνση της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, εξ αιτίας της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, δεν σηματοδοτεί ipso facto το τέλος του κράτους. Οι τάσεις φανερώνουν πως ο νέος χώρος χρήζει διασφαλίσεων, τις οποίες εξ αντικειμένου ή και κατόπιν κοινωνικής απαίτησης, δύναται να παρέχει το κράτος.
“Για τη δε ενδοκρατική τάξη, έκαστου κράτους, φαίνεται πως οι πολίτες, λόγω και των κρίσεων, εμφανίζονται απρόθυμοι να αποδεχθούν την αποδόμηση των κοινωνιών τους και των κεκτημένων τους για την ανάδειξη ενός ευρύτερο πολιτικού συνόλου”
Στην παρούσα συγκυρία, οι αλλεπάλληλες και διαφορετικής υφής κρίσεις -οικονομική, ασφάλειας, υγειονομική- ανέδειξαν την ανάγκη διακρατικής συνεργασίας. Άλλα διακρατική συνεργασία δεν σημαίνει υπέρβαση του κράτους˙ κάθε άλλο, ποιός θα είναι φορέας και εγγυητής του συνεργασιακού πλαισίου αν όχι τα κράτη; Σχετικά με την εξέλιξη της διεθνούς τάξης, έχει τουλάχιστον ατονήσει κάθε αξίωση που προσβλέπει στην υπερκέραση του διακρατικού της χαρακτήρα. Για τη δε ενδοκρατική τάξη, έκαστου κράτους, φαίνεται πως οι πολίτες, λόγω και των κρίσεων, εμφανίζονται απρόθυμοι να αποδεχθούν την αποδόμηση των κοινωνιών τους και των κεκτημένων τους για την ανάδειξη ενός ευρύτερο πολιτικού συνόλου, που θα συνεπάγεται μετάλλαξη του συλλογικού τους βίου και υποβάθμιση του βιωτικού τους επιπέδου.
Ο Λεβιάθαν φαίνεται πως προσαρμόζεται και επιβιώνει στις νέες εξελίξεις, ίσως μάλιστα κατά απαίτηση των κοινωνιών. Οι κρατικές παθογένειες έχουν μία κοινή βάση, αλλά σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από τις κατά τόπους και περίσταση συνθήκες. Το ότι ένα κράτος είναι περισσότερο δημοκρατικό από ένα άλλο ή σαφώς πιο αποτελεσματικό ή διεφθαρμένο, εν πολλοίς είναι απόρροια και των ιδιαίτερων γνωρισμάτων κάθε κοινωνίας.
Επ’ αφορμή της επετείου για την Επανάσταση του 1821, εύχομαι χρόνια πολλά και ας τιμήσουμε την εορτή μένοντας στα σπίτια μας. Οξύμωρο, ίσως και να είναι η πιο επαναστατική πράξη που μπορούμε να κάνουμε στη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε.