H πίεση της ελληνικής κοινωνίας είναι λάθος να διαβάζεται ως αποτέλεσμα της ενός έτους πανδημίας και του περιορισμού των ελευθεριών που προέκυψαν απ’ αυτή. Είναι αποτέλεσμα έντεκα σχεδόν χρόνων συνεχών θυσιών και ανεκπλήρωτων ελπίδων.
Η δεκαετής κρίση χρέους, με ταυτόχρονη απομείωση θεσμικών αξιών, είχε οδηγήσει εδώ και καιρό την ελληνική κοινωνία στην ακραία ζουγκλοποίηση.
Η μονοετής κρίση της πανδημίας την οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις. Κι αν οικονομικά αντέχουμε όχι μόνο λόγω της κρατικής βοήθειας αλλά και της πλούσιας εμπειρίας του ιδιωτικού τομέα από τις απανωτές, διαρκείς κρίσεις μας, είναι πλέον δεδομένο ότι ελάχιστα θα είναι ίδια, κοινωνικά κι οικονομικά, την επαύριον της πανδημίας.
Ήδη αντιμετωπίζουμε το αδιανόητο. Φανταστείτε τι θα γίνει όταν τα σημερινά δίκτυα ασφάλειας δεν θα υπάρχουν και το πρόσκαιρο σε θέματα συνεργασίας, συνύπαρξης, συμβίωσης ριζώσει.
Κι ενώ πολλοί από μας έχουν μιλήσει για το τι χρειαζόμαστε κι έχουν εκφράσει την ελπίδα που μπορεί να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της πανδημίας εντούτοις θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν βλέπαμε τον ακραίο κίνδυνο που γεννιέται, εφόσον δεν συμφωνήσουμε στο κοινά αποδεκτό.
Ότι θα κρίνουμε την πραγματικότητα μέσα από μια ελάχιστη κοινή συνισταμένη. Διότι υπάρχει μια λεπτή γραμμή που σήμερα κράτα όρθια την ελληνική κοινωνία, αλλά που μετά δέκα χρόνια κρίσης δημοσίου χρέους κι ενός χρόνου πανδημίας κινδυνεύει να συνθλίψει κάθε προσπάθεια.
Τις τελευταίες μέρες ζούμε μια ακόμη έξαρση βίας. Και λέω ακόμη, διότι από το 2008 και μετά έχουμε δει πολλές ανάλογες καταστάσεις. Είναι στα όρια του εξωφρενικού, αν δεν είναι δείγμα μιας παρατεταμένης παρακμής δίχως τελειωμό.
Η κραυγή ενός ανθρώπου ο οποίος τρώει ξύλο δεν έχει πολιτικό χρώμα, έχει μόνο χρώμα φωνής σε απόγνωση.
Κι η κραυγή «πονάω» του νεαρού της πλατείας της Νέας Σμύρνης της Κυριακής 6 Μαρτίου 2021 δεν διαφέρει σε τίποτα από την κραυγή του αστυνομικού, ο οποίος δέχθηκε άνανδρη επίθεση την Τετάρτη 9 Μαρτίου 2021. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Δεν μπορεί να καταδικάζουμε την βία από όπου κι αν προέρχεται, αλλά ταυτόχρονα να κλείνουμε το μάτι στη βία στη Νέα Σμύρνη με το δεξί μάτι, αν το θύμα ανήκει σε άλλη παράταξη ή στον αντιεξουσιαστικό χώρο, και με το αριστερό μάτι αν υπηρετεί την πατρίδα και την κοινωνία μέσω της Αστυνομίας.
Δεν μπορεί να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τον ξυλοδαρμού ενός ανθρώπου, επειδή έχει άλλες θέσεις από μας.
Και τι σημασία έχει αν είναι πολίτης ή αστυνομικός, λευκός ή έγχρωμος, αριστερός ή δεξιός, ψηλός ή κοντός, χοντρός ή αδύνατος, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός;
Αν κριτήριο είναι η λογική, κρίνεις με βάση τη λογική και όχι το πρόσωπο. Και πόσο μάλλον από την κομματική του ή την ιδεολογική του αφετηρία.
Διαφορετικά, αν αυτό δεν είναι η απόλυτη έκφραση ζουγκλοποίησης μιας κοινωνίας, τι είναι;
Η απουσία ενιαίου κριτηρίου τείνει να γίνει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την πολιτική περίοδο την οποία διανύουμε με την κυβέρνηση να ταλαιπωρείται από την αριστεία των μη εκλεγμένων και τον φθόνο των εκλεγμένων, και την αξιωματική αντιπολίτευση να αυτοτραυματίζεται από την ανωριμότητα των παλιών “επαναστατών” και την εσωτερική κρίση ταυτότητας, τότε η πρόκληση γίνεται ακόμα δυσκολότερη.
Είναι θανάσιμο αν όχι ανεπίτρεπτο λάθος του πολιτικού συστήματος το να ψάχνει εχθρούς στις πολιτικές παρατάξεις χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το μόνο που έχει σημασία είναι οι πολίτες αυτής της χώρας να αποκτήσουν, επιτέλους, δικαίωμα στη δημιουργία και την ποιότητα ζωής σύγχρονης ανεπτυγμένης χώρας.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα ευθύνη όλων, επαναλαμβάνω, είναι η συμφωνία σε μια ελάχιστη κοινή συνισταμένη.
Διότι σήμερα με τον κίνδυνο κινεζοποίησης της κυρίαρχης αντίληψης άσκησης της εξουσίας στην Ευρώπη, τη μοναδική διαφορά τοποθέτησης δεξιού ή αριστερού πρόσημου σε ήδη ειλημμένες, από άλλους, πολιτικές αποφάσεις και την εσωτερική πολιτική στρατηγική να αναλώνεται σε λογικές σκληρού ροκ αντιλήψεων περασμενών δεκαετιών, φοβάμαι ότι βρισκόμαστε λίγο πριν από την τέλεια καταιγίδα.