Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ ήταν το εργαλείο εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Στις τελευταίες δεκαετίες όμως, η ανάπτυξη της Τουρκίας και ιδιαίτερα στην εποχή του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, αυτή η χώρα άρχισε να παρουσιάζει μια πολιτική αυτονόμησης από το ΝΑΤΟ και με την στροφή προς τον νεο-οθωμανισμό, οικοδόμησε μια συστηματική πορεία προς την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο και την εγκατάστασή της στη Λιβύη, στον Καύκασο, τη βόρεια Συρία και με βάσεις στη Σομαλία και την Αλβανία.
Συνεπώς άρχισε να προβάλλει ηγετικό ρόλο πολύ πέρα από αυτό που ορίζει ως ζωτικό χώρο στο Αιγαίο και στα σύνορά της όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη Συνθήκη της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923. Σήμερα, 100 χρόνια μετά, η Τουρκία θέλει να αναθεωρηθεί αυτή η συνθήκη σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο και της Συρίας.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Τουρκία αποτέλεσε για τις Η.Π.Α. εκείνη την κρίσιμη χώρα που ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος στην πολιτική ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης, με συνέπεια να θεωρείται συγκριτικά πιο κρίσιμη στρατηγική χώρα από την Ελλάδα για την Αμερική και τη χώρα που συνέδεσε το ΝΑΤΟ με το Σύμφωνο της Βαγδάτης (Τουρκία, Ιράκ, Ιράν) από το 1954.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και το Αφγανιστάν φτάνει στο τέλος της και η Αραβική Άνοιξη κατέληξε σε αποτυχία, με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία να κρίνεται υπέρ του συριακού καθεστώτος, γεγονός που εδραιώνει την εγκατάσταση της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία απέτυχε να αναθεωρήσει τα σύνορά της προς τη Συρία και το Ιράκ και να κατανικήσει το ζήτημα της κουρδικής αυτονομίας στα σύνορά της.
Όμως η νεο-οθωμανική ιμπεριαλιστική εκστρατεία στη Λιβύη και στον Καύκασο και οι προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία και την ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής συμμαχίας με τη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας, έδειξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τη στροφή της Τουρκίας πέραν του ΝΑΤΟ και της Δυτικής αμυντικής πολιτικής.
Οι κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση των Η.Π.Α. και ιδιαίτερα το Υπουργείο Εξωτερικών προς την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας δείχνουν καθαρά ότι το αμερικανικό εθνικό συμφέρον δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει την αμφίσημη τουρκική ηγεμονική πολιτική που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα Η.Π.Α. - Ρωσίας και παράλληλα να θέσει χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Ελλάδα και η Κύπρος υπό την ηγεμονία της, διαλύοντας έτσι την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Οι Η.Π.Α. εκλαμβάνουν τη στενή σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν ως απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ, άρα μια πρώτης τάξης απειλή για τα ζωτικά συμφέροντα των Η.Π.Α. στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνεπώς φαίνεται ότι ο Υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Μάικ Πομπέο με τις κυρώσεις που επέβαλε στην Τουρκία εφαρμόζοντας τον νόμο για τις κυρώσεις που ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία, δείχνει πλέον την αρχή του δρόμου της Τουρκίας εκτός ΝΑΤΟ.
Αυτό το γεγονός αποτελεί πλέον μονόδρομο για τις Η.Π.Α. καθώς συνειδητοποιεί ότι στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας των Η.Π.Α. στην περιοχή δεν χωράει η Τουρκία, όσο δεν αλλάζει τις νεο-οθωμανικές της επιλογές και ακολουθεί μια αυτόνομη αμυντική πολιτική που έρχεται σε αντίθεση με τα μελλοντικά σχέδια των Η.Π.Α. που περιλαμβάνει συμμαχίες με την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και κρίσιμες αραβικές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ιορδανία και μια στενότερη σχέση με την Αίγυπτο.
Έτσι, η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν που επιθυμεί να επιστρέψει στην Ευρώπη με μια στενότερη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχυροποιεί τη σχέση των Η.Π.Α. με τη Γαλλία και θέτει διλήμματα στην φιλοτουρκική πολιτική της Γερμανίας.
Η Ελλάδα λοιπόν βρίσκεται σήμερα σε μια ευνοϊκή συγκυρία όπως είναι πολύ κοντά τα ελληνικά με τα αμερικανικά συμφέροντα και συνεπώς δεν βρίσκεται στη λάθος θέση με τη διεθνή πραγματικότητα και συνεπώς μπορεί να αποκομίσει οφέλη από την αναβάθμιση της στρατηγικής της θέσης.
Ιστορικά παρατηρούμε ότι όταν η χώρα βρίσκεται σε μια ευνοϊκή συγκυρία όπως με τη νίκη των συμμάχων της στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να ενισχύσει τα εθνικά της συμφέροντα, εφόσον ξέρει καλά πώς να διεκδικήσει επιτυχώς τα κυρίαρχα δικαιώματά της.
Έτσι στο μέλλον η χώρα θα πρέπει να επεκτείνει τα νόμιμα δικαιώματά της στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο έως τα 12 μίλια όπως προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο και να ακυρώσει έτσι την τουρκική απειλή του Casus Belli. Για την επέκταση της κυριαρχίας μας στα 12 μίλια έχει δηλώσει πρόσφατα τη συμφωνία της και η Ρωσία που αναγνωρίζει αυτό το νόμιμο δικαίωμά μας. Τώρα λοιπόν είναι καιρός να επιμείνει η Ελλάδα στις όποιες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, ότι αυτές θα πρέπει να περιοριστούν αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ των δύο χωρών με βάση το διεθνές δίκαιο.
Επιτέλους η Τουρκία καλείται να κατανοήσει ότι τα ελληνικά νησιά δεν βρίσκονται σε λάθος γεωγραφική θέση, αλλά τα ελληνικά νησιά έχουν ΑΟΖ ανεξάρτητα από την όποια απόσταση από τις τουρκικές ακτές. Δυστυχώς για την Τουρκία, δεν μπορεί να επαναδιαπραγματευτεί τη Συνθήκη της Λωζάνης εκατό χρόνια μετά.
Ο κόσμος αλλάζει και η αμερικανική εξωτερική πολιτική διατηρεί τη διαχρονικότητά της ανεξάρτητα από την εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, από τις 20 Ιανουαρίου 2021, θα κινηθεί πάνω στις ράγες της πολιτικής που χαράζει το Κογκρέσο και ο Μάικ Πομπέο απέναντι στην Τουρκία.
Συνεπώς για την Τουρκία υπάρχει το δίλημμα: Συνεργασία με τις Η.Π.Α. και στροφή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και την αμερικανο-ευρωπαϊκή συμμαχία, ή ένας μοναχικός δρόμος προς τις φαντασιώσεις της νεο-οθωμανικής νοσταλγίας με ένα αυταρχικό κράτος μακριά από τη δημοκρατία και με αβέβαιες συγκρούσεις στη Λιβύη και τον Καύκασο. Δηλαδή η Τουρκία καλείται να εφαρμόσει ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές της και να ανοίξει τον δρόμο για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων της, όπως των Κούρδων.
Ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει ένα βαθύτατα δημοκρατικό μετασχηματισμό της Τουρκίας και ενδεχομένως μια άλλη ηγεσία, με έμπνευση και αισιοδοξία για το μέλλον μιας σύγχρονης Τουρκίας που επιτέλους θα ζει στον 21ο αιώνα.