Ο ίδιος ο Ερντογάν θα πρέπει να έχει αντιληφθεί το σφάλμα της επιλογής ενός αμιγώς προεδρικού συστήματος, αντί ενός ημι-προεδρικού
|
Open Image Modal
via Associated Press

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνει το ενδιαφέρον σχετικά με την πιθανότητα να προσεγγίζουμε την εποχή της διαδοχής του προέδρου Ερντογάν. Κανείς δεν μπορεί, βεβαίως, να προδικάσει τις εξελίξεις, ούτε να προδιαγράψει την εκλογική παρακμή του ισχυρότερου Τούρκου ηγέτη μετά τον Κεμάλ.

Ένα από τα ζητήματα, το οποίο ενδιαφέρει την ελληνική πλευρά, είναι ότι ακόμη και στην περίπτωση διαδοχής οι βασικές θέσεις της Τουρκίας δεν πρόκειται να μεταβληθούν σχετικά με τις αξιώσεις και τον αναθεωρητισμό εναντίον της χώρας μας, όπως έχει απαντηθεί από έγκυρους σχολιαστές. 

Ωστόσο, ένα από τα ζητήματα το οποίο μάλλον υποβαθμίζεται είναι η θεσμική διάσταση της διαδοχής.

Ο Ερνογάν με την συνταγματική αναθεώρηση του 2017 μετασχημάτισε το κοινοβουλευτικό σύστημα σε ένα αμιγώς προεδρικό σύστημα.

Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε ένα πανίσχυρο locus εξουσίας στο θεσμό του προέδρου εις βάρος του κοινοβουλίου. Αυτό επέτρεψε τον έλεγχο του στρατού και της δικαιοσύνης, των θεσμών οι οποίοι λειτούργησαν ως οι βασικοί θεματοφύλακες του κεμαλικού καθεστώτος. Στη διάρκεια του τελευταίου ο στρατός προέβη σε τέσσερα επιτυχή πραξικοπήματα (απέτυχε το πέμπτο το 2016). 

Ο Ερντογάν, ως άλλος Οιδίπους, επικράτησε επιδιώκοντας την «πατροκτονία» του ιδρυτή του τουρκικού κράτους, αλλά με έναν τρόπο ο οποίος μάλλον θα υποσκάψει όχι απλώς την προσωπική μοίρα του, αλλά και την προοπτική του καθεστώτος το οποίο δημιούργησε.

Το βασικότερο ζήτημα της διαδοχής δεν είναι τα πρόσωπα τα οποία έχουν τις φιλοδοξίες, αλλά το γεγονός ότι ο προεδρικός θεσμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε θα προκαλέσει εξαιρετικά ισχυρές συγκρούσεις για την εκλογή του διαδόχου. Κανείς από τους φιλόδοξους μνηστήρες δεν διαθέτει το πολιτικό κεφάλαιο για να ασκήσει τα καθήκοντα του προέδρου με την ίδια αποδοχή και πυγμή με την οποία τα ασκεί ο εν ενεργεία πρόεδρος. 

Κατά συνέπεια, η μόνη εφικτή λύση μεσο-πρόσθεσμα θα είναι μία νέα συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα επαναφέρει την κορυφή της εκτελεστικής ηγεσίας στην πραγματικότητα των ισχυρών θεσμικών και κοινοβουλευτικών αντίβαρων. 

Ο ίδιος ο Ερντογάν θα πρέπει να έχει αντιληφθεί το σφάλμα της επιλογής ενός αμιγώς προεδρικού συστήματος, αντί ενός ημι-προεδρικού.

Στο τελευταίο, όπως εφαρμόζεται στη Γαλλία ή στη Ρωσία για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός αναλαμβάνει έναν σημαντικό ρόλο για τον συντονισμό της κυβέρνησης και την κοινοβουλευτική υποστήριξη του κυβερνητικού έργου. Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος εξοικονομεί σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Ο πρωθυπουργός λειτουργεί και ως κυματοθραύστης, ενώ ο πρόεδρος διατηρεί το δικαίωμα να τον αλλάξει μαζί με άλλους υπουργούς, προκειμένου να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής αμφισβήτησης. 

Πρόκειται για ένα σημαντικό πολιτικό και θεσμικό εργαλείο, το οποίο δεν διαθέτει ο Ερντογάν για να αντιμετωπίσει την ισχυρότερη πρόκληση της ηγεσίας του, δηλαδή την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. 

Αυτό πράττει ο ίδιος ο πανίσχυρος Πούτιν αλλά και οι Γάλλοι πρόεδροι όταν συντρέχουν οι δύο πλειοψηφίες (προέδρου και κοινοβουλίου), ήδη έχουν θητεύσει δύο υπό τον Μακρόν. Ακόμη και όταν υφίσταται «συμβίωση» προέδρου και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υποστηριζόμενων από διαφορετικά κόμματα, πρόκειται για μία λειτουργική κατανομή των εκτελεστικών εξουσιών. 

Το ημι-προεδρικό σύστημα, λοιπόν, διαφαίνεται ως η πιο σημαντική θεσμική προϋπόθεση για την διαδοχή Ερντογάν, εάν βεβαίως οι πολιτικές εξελίξεις οδηγήσουν σε μία τέτοια έκβαση. Ο πανίσχυρος θεσμός του προέδρου και η υφιστάμενη διαθεσιμότητα διαδόχων και ο συσχετισμός των κομματικών δυνάμεων μάλλον προδικάζουν μία περίοδο αναπόφευκτων έντονων συγκρούσεων στην τουρκική πολιτική σκηνή.  

***

Μάνος Γ. Παπάζογλου 

Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων 

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου .