Πληθαίνουν οι αναφορές στα ΜΜΕ για την προσήλωση της Άγκυρας στην βελτίωση του κλίματος με την Ελλάδα, και για την εποικοδομητικότερη ανατοποθέτησή της στις εν γένει ευρωτουρκικές σχέσεις. Σύμφωνα, δε με τα ρεπορτάζ στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία, αν μη τι άλλο για την παράταση της νηνεμίας στα ελληνοτουρκικά. Πιλότος το «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε» του Έλληνα Πρωθυπουργού, και η έμφαση στην λεγόμενη θετική ατζέντα, δηλαδή την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας, την επίτευξη μιας αποτελεσματικότερης συμφωνίας στο μεταναστευτικό, και μια συνεννόηση για την από κοινού δράση της πολιτικής προστασίας στο ενδεχόμενο που θα ξεσπάσουν νέα ακραία φυσικά φαινόμενα.
Το πρόβλημα, σε σχέση με όλα αυτά είναι ότι η Αθήνα, αλλά και οι Βρυξέλλες, εκτιμούν, σχεδιάζουν, και κινούνται με το βλέμμα στην επόμενη ημέρα, ενώ η Τουρκία το έχει στραμμένο στην επόμενη δεκαετία.
Πρώτον, η τακτική της έμφασης στην θετική ατζέντα, στηρίζεται σε παραδοχές που στις διεθνείς σχέσεις έχουν εδώ και κάποιον καιρό αποδειχθεί εσφαλμένες. Η λογική του ”η επίταση του εμπορίου απαλύνει τους ανταγωνισμούς” καταρρίφθηκε (επώδυνα, για όλη την Ευρώπη) από την εξέλιξη των ρωσο-γερμανικών σχέσεων καθώς οδήγησε πρώτα στην εξάρτηση του γερμανικού θαύματος από το ρωσικό φυσικό αέριο, και έπειτα, στην συν τω χρόνω μεταβολή του τελευταίου σε εργαλείο εκβιασμού της Ρωσίας –ιδίως μετά την εισβολή της στην Ουκρανία.
Το αποτέλεσμα αυτής της διάψευσης; Η γερμανική οικονομία τείνει να μεταβληθεί πλέον από παράδειγμα προς μίμηση σε παράδειγμα προς αποφυγή, ενώ, ολόκληρη η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτοδυναμία κλονίστηκε, καθώς αποδείχθηκε η μεγάλη μαύρη τρύπα του ενεργειακού ζητήματος.
Προφανώς, η τουρκική πολιτική έχει αξιολογήσει πολύ καλύτερα αυτές τις εμπειρίες, από τους Έλληνες και ευρύτερα τους Eυρωπαίους. Κρίνει λοιπόν, ότι η λεγόμενη θετική ατζέντα θα της επιτρέψει να αποκτήσει περισσότερα ερείσματα σε Ελλάδα και Ευρώπη: η ελληνοτουρκική συνεργασία στο Αιγαίο και τον κλάδο του τουρισμού, επιτρέπει σε μια χώρα με το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας, να την μεταβάλει σε εργαλείο εκβιασμού για να προωθήσει τις γεωπολιτικές της απαιτήσεις, ενώ αντίθετα, υπονομεύει την ελληνική αυτοδυναμία (κάτι που θα συμβαίνει και λόγω της διαφοράς των μεγεθών της ελληνικής από την τουρκική οικονομία).
Παρομοίως, και σε σχέση με όλη την Ευρώπη η Τουρκία επιδιώκει να μεταβληθεί εκείνη σε κόμβο των ενεργειακών δρόμων για την Ευρώπη που θα διέρχονται από την Ανατολική Μεσόγειο. Και θέλει, επίσης, να μεταβληθεί σε κέντρο συναρμολόγησης ευρωπαϊκών προϊόντων, τώρα που η Ευρώπη πασχίζει να διαφοροποιήσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες της από την Κίνα.Το πνεύμα της πολιτικής αυτής, εκφράστηκε πλέον χαρακτηριστικά με μια δήλωση στην οποία προέβη ο Χακάν Φιντάν στις αρχές Σεπτεμβρίου, και η οποία πέρασε δυστυχώς στα ψιλά της ελληνικής επικαιρότητας. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση» δήλωσε ο Φιντάν «δεν μπορεί να είναι ένας πραγματικά παγκόσμιος παράγοντας δίχως την Τουρκία».
Εάν, όμως, η Τουρκία καταφέρει να αναδειχθεί σε ρυθμιστή όλων των παραμέτρων που κρίνουν την θέση της Ευρώπης μέσα στο παγκόσμιο σύστημα (παραγωγή, ενέργεια, μεταναστευτικές ροές κ.ο.κ.) τότε η τελευταία θα έχει δεχθεί ένα καίριο πλήγμα στην αυτοδυναμία της.
Η πολιτική της Τουρκίας, δεν αποσκοπεί να μόνον στο να διεκδικήσει αυτόν τον ρόλο, αλλά στο να καταστήσει ανέφικτη οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική. Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται ο παράγων «Αφρική».
Η αφρικανική ήπειρος, είναι εκείνη που δυνητικά θα μπορούσε να προσφέρει στην Ευρώπη, ό,τι αναζητά, προκειμένου να διασφαλίσει την ανθεκτικότητά της έναντι του Ευρασιατικού ανταγωνισμού: Ενεργειακά, μέσω της εφαρμογής των ΑΠΕ, και ακόμα, του ”πράσινου υδρογόνου”· σε ό,τι αφορά στην συναρμολόγηση, καθώς ήδη χώρες όπως το Μαρόκο έχουν πραγματοποιήσει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Και βέβαια ως προς τον έλεγχο και την επί της ουσίας αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, μιας και η Αφρική θα αποτελέσει μέσα στον 21ο αιώνα την κύρια πηγή των πληθυσμιακών μετακινήσεων προς τον Βορρά (δηλαδή, την Ευρώπη).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η ΕΕ τα τελευταία χρόνια πάσχιζε για την επανεκκίνηση των ευρω-αφρικανικών σχέσεων, στον αντίποδα μάλιστα των αρνητικών εμπειριών που πηγάζουν από το παρελθόν της αποικιοκρατίας. Έτσι σταδιακά, κατίσχυσε μια πιο ισότιμη και πραγματιστική εξέλιξη, όπου η οικονομική βοήθεια αποκτούσε αναπτυξιακό χαρακτήρα, και συνάμα συνδεόταν με προϋποθέσεις εκδημοκρατισμού και θεσμικού εκσυγχρονισμού με σκοπό η εταιρική σχέση να επιτρέψει στην Αφρική από το να βγει από τον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας, της διαφθοράς και της οικονομικής και κοινωνικής καθίζησης.
Παράλληλα βέβαια, υπήρξαν και πρωτοβουλίες ώστε να μπορέσουν τα επίσημα κράτη να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των ένοπλων ισλαμοφασιστικών οργανώσεων και τους πολέμαρχους κάθε είδους, που εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτελούν τη μεγάλη πληγή της Κεντρικής Αφρικής.
Την ίδια στιγμή όμως, την στρατιωτική και διπλωματική δραστηριότητα, μαζί με τις οικονομικές και τις πολιτιστικές σχέσεις εντείνει και η Τουρκία, σε κατεύθυνση άκρως υπονομευτική των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Έτσι θα αναμειχθεί υπογείως στα τελευταία πραξικοπήματα (Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι, Νίγηρας και Γκαμπόν), τα οποία είχαν ως κοινό τους παρονομαστή την αντίθεση με την Ευρώπη. Τάση την οποία υποδαυλίζει συστηματικά ο Ερντογάν, καθώς η προώθηση των τουρκικών συμφερόντων στην Μαύρη Ήπειρο υιοθετεί μια ρητορική που καταγγέλλει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και τις ιστορικές του ευθύνες –κάτι που πράττει και η ρωσική Βάγκνερ.
Ενδεχόμενη τουρκική πολιτική στην Αφρική, θα σημάνει μεσο-μακροπρόθεσμα την περικύκλωση της Ευρώπης, καθώς η Τουρκία θα έχει καταφέρει να ελέγξει μια περιοχή η οποία λόγω γειτνίασης – θέσης σε σχέση με την ευρωπαϊκή ήπειρο, και λόγω δημογραφικών ανισορροπιών θα παίξει καθοριστικό ρόλο τις επόμενες δεκαετίες, και για το μέλλον της τελευταίας.