Από την πρώτη φορά που ο Ερντογάν επισκέφθηκε την Ελλάδα έχουν περάσει 15 χρόνια. Ήταν 18 Νοεμβρίου 2002, δεκαπέντε μόλις ημέρες μετά τις εκλογές στην Τουρκία, τις πρώτες νικηφόρες για το ΑΚΡ εκλογές.
Ο ίδιος ο Ερντογάν δεν είχε ακόμη επίσημη ιδιότητα. Λόγω μιας δικαστικής καταδίκης από το 1994, δεν είχε εκλεγεί βουλευτής και δεν μπορούσε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ήταν, απλώς, ο Πρόεδρος του κόμματος που είχε μόλις κερδίσει τις εκλογές. Το ταξίδι του στην Αθήνα ήταν η πρώτη του έξοδος από την χώρα. Και η Αθήνα βιαζόταν να τον υποδεχθεί με όλες τις τιμές, και με πολλές ελπίδες, ως εάν ήταν ήδη πρωθυπουργός.
Πριν 15 χρόνια ο Ερντογάν ήταν, πράγματι, μια μεγάλη ελπίδα.
Ελπίδα για την χώρα του, πρώτα. Τον συνόδευε η υπόσχεση πως η Τουρκία θα γινόταν επιτέλους, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μια κανονική δημοκρατία, συμφιλιωμένη με την πλειοψηφία των πολιτών της, απαλλαγμένη από την στρατιωτική κηδεμονία.
Ελπίδα για την Ευρώπη. Που έβλεπε στο πρόσωπό του έναν ηγέτη ικανό να εξασφαλίσει ήρεμα νερά στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Ελπίδα για την Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες είχαν μόλις βγει από την διπλη κρίση των Ιμίων και της υπόθεσης Οτζαλάν, με την «διπλωματία των σεισμών» και την «διπλωματία των χορών» Παπανδρέου-Τζεμ, αλλά η όποια πρόοδός τους έμοιαζε εύθραυστη, συναρτημένη με τις πολιτικές αλλαγές σε μια χώρα ασταθή, σε κρίση, που είχε υπαχθεί σε πρόγραμμα του ΔΝΤ.
Ο Ερντογάν εμφανιζόταν, λοιπόν, στην σκηνή με την αύρα του ειρηνοποιού. Ως αντίπαλος του βαθέως κεμαλικού κράτους, είχαμε την ελπίδα ότι δεν δεσμευόταν από την ατζέντα των διεκδικήσεων και των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Και, στο κυπριακό, τον συνόδευε η δήλωσή του (σε μια συνέντευξη που είχα την τύχη να πάρω πριν τις εκλογές) ότι θα υποστηρίξει μια λύση «βελγικού τύπου».
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αυταπάτες δεν υπάρχουν.
Η μάχη του Ερντογάν, πρώτα με το κεμαλικό κατεστημένο κι έπειτα με το ισλαμικό κίνημα Γκιουλέν, που ήταν σύμμαχός του σ αυτήν την μάχη, κακοφόρμισε σε εκτροπή αντιδημοκρατική και βάναυση προσβολή της ελευθερίας του λόγου. Τα πέντε τελευταία χρόνια, μετά το 2012, η Τουρκία χαλαρώνει και, σιγά-σιγά, διαρρηγνύει τις σχέσεις της με το δυτικό σύστημα- ΝΑΤΟ, Ευρώπη- στο οποίο ήταν ενταγμένη από τον πόλεμο κι ύστερα και το οποίο, με τραγική και μοιραία εξαίρεση το 1974, εξασφάλιζε έναν έλεγχο των αναθεωρητικών διεκδικήσεων της Τουρκίας.
Και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γνώρισαν, τα τελευταία δύο χρόνια, τον σοβαρό κίνδυνο να επιστρέψουν στην προ του 2001 εποχή.
Σε αυτό το περιβάλλον, η σημερινή επίσκεψη Ερντογάν αποκτά μια σημασία εντελώς διαφορετική, αλλά ακόμη πιο σημαντική από εκείνη την πρώτη, τον Νοέμβριο του 2002. Ακριβώς επειδή ποτέ άλλοτε, στα μεταπολεμικά χρόνια, το περιβάλλον, στο εσωτερικό της Τουρκίας και στις διεθνείς της σχέσεις, δεν ήταν πιο ασταθές, ρευστό και απρόβλεπτο, ακριβώς γιαυτό έχει σημασία να μείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας. Παρ όλα αυτά…