Η τρίτη διαδοχική επικράτηση του Βίκτορ Όρμπαν στις βουλευτικές εκλογές στην Ουγγαρία, ενισχύει τον προβληματισμό σχετικά με την άνοδο και εδραίωση πολιτικών, κομμάτων και προσώπων, που αποκλίνουν από τις εμπεδωμένες πολιτικές αξίες και πρακτικές του ευρωπαϊκού χώρου. Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος ως προς την αναστροφή της εξάπλωσης και εμπέδωσης των δημοκρατικών - φιλελεύθερων αρχών και κατακτήσεων, τόσο στο διεθνές σύστημα εν γένει, όσο και στον δυτικό κόσμο ακόμη και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, τα πεπραγμένα του 19ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο τρόπος επανεκλογής του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή ο εφελκυσμός της Τουρκίας προς αυταρχικές ατραπούς από το νυν Πρόεδρο. Το βασικότερο πρόβλημα συνίσταται στην κρίση του φιλελευθερισμού και των δημοκρατικών αρχών στις φιλελεύθερες χώρες.
Αναφύεται λοιπόν το ερώτημα: ποιοί λόγοι έχουν ανακύψει και ποιοί σκοποί (επανα)προσδιορίστηκαν κοινωνικά, ώστε να αμφισβητείται ο φιλελευθερισμός ακόμη και στα πλαίσια της ιστορικής του μήτρας;
Σε επίπεδο δυτικών κοινωνιών η διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας - ως κατοχύρωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων- συνιστά σημαντικότατη κατάκτηση, η οποία αποτυπώνεται, τόσο στο εσωτερικό δίκαιο αρκετών κρατών, όσο και σε διεθνή θεσμικά κείμενα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με σκοπό την εμπέδωση και διεύρυνση των δημοκρατικών αξίων και πρακτικών, υιοθετήθηκε ως μορφή κοινωνικής και πολιτικής δράσης η κοινωνία των πολιτών. Η «κοινωνία των πολιτών» συνιστά μια οργανωτική δομή, από άτομα ή ομάδες που δεν συνδέονται με το κράτος, ούτε διοικούνται από αυτό, και της οποίας τα μέλη εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον με δημοκρατικές διαδικασίες, διαδραματίζοντας τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στις δημόσιες αρχές και τους πολίτες.
Το άρθρο 15 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει τον ρόλο της «κοινωνίας των πολιτών» στην χρηστή διακυβέρνηση της ΕΕ. Το άρθρο 11 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση υπογραμμίζει την ανάγκη να διαθέτει η ΕΕ ανοιχτό, διάφανο και τακτικό διάλογο, κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία με τις οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Ως τέτοιες οργανώσεις είναι οι κοινωνικοί εταίροι (συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομάδες εργοδοτών), μη κυβερνητικές οργανώσεις (προστασίας του περιβάλλοντος ή των καταναλωτών), οργανώσεις βάσης (νεολαίες). Στο πλαίσιο της ΕΕ, η «κοινωνία των πολιτών» εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, κατά πόσο η συγκεκριμένη θέσμιση είναι επαρκής για να συντηρήσει και να αναπαράγει το πολιτικό και κοινωνικό δημοκρατικό κεκτημένο και γιατί στην παρούσα συγκυρία αμφισβητούνται οι φιλελεύθεροι θεσμοί και αρχές; Η αδυναμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να δρομολογήσουν διαδικασίες που θα εμβαθύνουν και θα τείνουν σε αμεσότερες δημοκρατικές πρακτικές, σε συνδυασμό με την συγκαιρινή οικονομική δυσπραγία και τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, φαίνεται πως είναι οι κύριες αιτίες της κρίσης του φιλελευθερισμού ακόμη και στην κοιτίδα του.
Το παρόν ζήτημα δύναται να ιδωθεί κι ως η δυστοκία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και ελίτ, μετά την ατομική ελευθερία, να προσδιορίσουν ως στόχο και να συγκροτήσουν θεσμούς οι οποίοι θα επιζητούν περισσότερη κοινωνική και πολιτική ελευθερία (βλ: Γ. Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση,2007). Αντ’ αυτού, θεωρήθηκε ότι η «κοινωνία των πολιτών», ούσα στις παρυφές του πολιτικού συστήματος και λειτουργώντας ως υποκατάστατο της προαναφερθείσας στοχοθεσίας, θα αποτελέσει βασικό στοιχείο και καταπίστευμα δημοκρατικότητας του πολιτικού συστήματος.
Οι παρούσες «νέες» τάσεις, κυρίως αλλά όχι μόνο, στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης προκαλούν ήδη αντιπαραθέσεις των εν λόγω κυβερνήσεων με τους θεσμούς της ΕΕ, θέτοντας ζήτημα σχετικά με τις κυρίαρχες πολιτικές ταυτότητες εντός του ευρωπαϊκού χώρου. Ο εν λόγω διαφορισμός τέμνει οριζοντίως και καθέτως την ΕΕ˙ οριζόντια ως ένα αντισυστημικό, μη – φιλελεύθερο και αντιδημοκρατικό ρεύμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και κάθετα, εφ΄όσον τα συγκεκριμένα κόμματα αποτελούν, είτε μειοψηφικές μεν υπολογίσιμες δε τάσεις, είτε συνιστούν ήδη κυβερνητικές πλειοψηφίες σε ορισμένες χώρες, εντείνουν τις μεταξύ των κρατών αποκλίσεις.
Η εξέλιξη της διαφαινόμενης πολιτικής διάστασης στην Γηραιά Ήπειρο αναντίρρητα θα επηρεάσει και την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο βαθμό που θα συναθροισθεί με ενυπάρχουσες στρατηγικές και συγκαιρινές οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών – μελών. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση τόσο σε ενδοκρατικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απόρροια των προαναφερθέντων παραγόντων και μίας μάλλον στατικής προσέγγισης της δημοκρατίας στην αντιπροσωπευτική της εκδοχή. Ίσως να είναι αναγκαιότερη όσο ποτέ άλλοτε, η μετάβαση προς ένα δημοκρατικό σύστημα με αμεσότερα χαρακτηριστικά. Η πολιτική ολοκλήρωση στην ΕΕ προϋποθέτει την εμβάθυνση του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Σε διαφορετική περίπτωση, είτε το εγχείρημα θα ατονήσει ή θα λάβει ιεραρχικές μορφές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την συνάφεια με τις αφετηριακές λογικές της συσσωματικής διαδικασίας καθώς και την εξελικτική της πορεία.