Λένε ότι τα ονόματα που μας δίνουν με κάποιο τρόπο καθορίζουν κι ένα κομμάτι της μοίρας μας. Στην αρχαιότητα ο Φιλήμων ήταν ένας μυθολογικός γέροντας που ζούσε στη Φρυγία. Δεν θύμωνε ποτέ, αναζητούσε πάντα τις καλές πλευρές των ανθρώπων και τον ενδιέφερε η ουσία της ζωής. Η απόσταση που τηρούσε από όλες τις αρνητικές καταστάσεις του χάρισε ηρεμία και μακροζωία…
Ο Έλληνας σχεδιαστής Φιλήμονας δεν απείχε πολύ σε χαρακτήρα από τον μυθολογικό γέροντα. Καλοσυνάτος, έμπιστος, δίκαιος και αξιοπρεπής, έντυνε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες όλες τις κοσμικές κυρίες των Αθηνών κι όχι μόνο. Στο μακρύ πελατολόγιο του ήταν καταχωρημένα απλησίαστα -για όλους τους υπόλοιπους- ονόματα. Ήταν ο σχεδιαστής της εμπιστοσύνης για την βασίλισσα Φρειδερίκη, την Τζέιν Μάνσφιλντ και την Μερλ Όμπερον.
Το τηλέφωνο του χτυπούσε κάθε φορά που η Τζάκι Κένεντι χρειαζόταν να παρευρεθεί σε μια επίσημη εκδήλωση, ενώ η Χριστίνα Ωνάση τον κάλεσε στην πιο δύσκολη στιγμή της, όταν έχασε τον πατέρα της, για να αισθανθεί τουλάχιστον ασφαλής μέσα στο ρούχο που θα της ετοίμαζε ο σχεδιαστής για να τον αποχαιρετήσει.
Ο Φιλήμονας ήταν η υψηλή ραπτική της Ελλάδας, σε μια εποχή που πολλοί δεν γνώριζαν ούτε την έννοια της. Ήξερε να κολακεύει με τα ρούχα του τις γυναίκες για αυτό κι όλες επιδίωκαν να φορέσουν μια δημιουργία του. Μεσουρανούσε από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι και τη δεκαετία του ΄90, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε αποφασίσει να αποστασιοποιηθεί από τον χώρο της μόδας και να απολαύσει επιτέλους τον χώρο του σπιτιού του και τους φίλους του. Έφυγε πλήρης ημερών, απόλυτα ικανοποιημένος από όσα είχε επιτύχει, χωρίς να βασανίζεται από καμία βαριά ασθένεια και με απόλυτη διαύγεια πνεύματος. Η ζωή του έδωσε απλόχερα όλα όσα είχε ονειρευτεί κι ο θάνατος σεβάστηκε την επιθυμία του να φύγει ήρεμα…
Η είδηση του θανάτου του μαθεύτηκε μέσα από τα social media με μια ανακοίνωση του σχεδιαστή Λάκη Γαβαλά «Φιλήμονα καλό ταξίδι στους ουρανούς».
Μέσα από τα μάτια του Λάκη Γαβαλά
«Τι να πω για τον Φιλήμονα… ήταν ένας αριστοκράτης στην ψυχή και στους τρόπους. Ένας άνθρωπος ήσυχος, που ποτέ δεν δημιουργούσε φασαρίες, δεν έδινε δικαιώματα, δεν κουτσομπόλευε, δεν τσακωνόταν και δεν είχε διαφορές με κανέναν. Ήταν πολύ αγαπητός σε όλους κι έντυνε για πολλά χρόνια όλη την αριστοκρατική κοινωνία. Όλες οι κοσμικές κυρίες επιθυμούσαν να φορέσουν μια τουαλέτα με την υπογραφή του. Έκανε εξαιρετική δουλειά».
Μέσα από τα μάτια του Βασίλη Ζούλια
«Για εμένα ήταν ένας κύριος με Κ κεφαλαίο, ένας υπέροχος άνθρωπος, μια γενναιόδωρη ύπαρξη. Θυμάμαι όταν αποφάσισε ότι θα κλείσει το κεφάλαιο υψηλή ραπτική και μόδα, με κάλεσε στο ατελιέ του και μου χάρισε απλόχερα ολόκληρη τη συλλογή με τα κάπελα που είχε για τις επιδείξεις. Με είχε συγκινήσει η κίνηση του. Ο ίδιος κυκλοφορούσε πάντα μοσχομύριστος, περιποιημένος και καθαρός στο Κολωνάκι, τη γειτονιά του. Αν μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με δύο λέξεις θα ήταν αξιοπρεπής και χιουμορίστας. Είχε ένα φανταστικό χιούμορ που θα θυμάμαι για πάντα. Μίλησα με μια στενή του φίλη χθες και μου είπε ότι δυο μέρες πριν φύγει από τη ζωή έπιναν μαζί καφέ στο Κολωνάκι και ήταν πολύ κεφάτος. Πρέπει να έφυγε ξαφνικά στον ύπνο του. Τον σκέφτομαι όμορφα και θεωρώ ότι έτσι μας άφησε. Πλήρης ημερών και με εξαιρετική διαύγεια πνεύματος μέχρι και την τελευταία του στιγμή».
Ζωή σαν παραμύθι…
Ο Φιλήμων Φαλκονάκης ήταν για όλο τον κόσμο της μόδας ο ταλαντούχος Φιλήμονας. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Ηράκλειο της Κρήτης δίπλα σε μια πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά πολύ εγωίστρια, όπως ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τη μητέρα του. Η εγωκεντρική της συμπεριφορά οδήγησε την οικογένεια στον χωρισμό. Ο Φιλήμων ακολούθησε τον πατέρα του στην Αθήνα, ενώ για ένα μικρό διάστημα έζησε και στις Σπέτσες. Οι γονείς του δημιούργησαν καινούριες οικογένειες και η νέα γυναίκα του πατέρα του υπήρξε σαν πραγματική μητέρα για εκείνον.
Τελειώνοντας το σχολείο αποφασίζει να φύγει για την πόλη του φωτός, όπου μαθητεύει δίπλα στον Ζαν Ντεσέ, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα τότε στον χώρο της μόδας. Μάλιστα, ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν ο Βαλεντίνο και ο Γκι Λαρός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα βρίσκει δουλειά δίπλα στον Ντίμη Κρίτσα προκειμένου να δει πως κινείται η αγορά στη μόδα. Γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται πως πρέπει να χαράξει τη δική του πορεία και να κινήσει τα νερά με διαφορετικό τρόπο. Αρχίζει και ράβει πρωτότυπα, κομψά σχέδια για όλες τις κυρίες της κοσμικής Αθήνας και γίνεται ξακουστός για την εξαιρετική του δουλειά. Το όνομα του ακούγεται στα καλύτερα σαλόνια και ταξιδεύει εκτός συνόρων. Η φήμη του φτάνει στους καλλιτεχνικούς χώρους και τον προσεγγίζουν τραγουδίστριες και ηθοποιοί όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό.
Στο διεθνή κοινό συστήθηκε επίσημα το 1972 όταν παρουσίασε τις δημιουργίες του δίπλα σε μοντέλα του Ιβ Σεν Λοράν και της Μέρι Κουάντ, στο μεγάλο γκαλά των «Λευκών Κύκνων» στο Λονδίνο. Αργότερα, οι συνεργασίες του με την Τζέιν Μάνσφιλντ και την Μέρλι Όμπερον, του άνοιξαν ακόμα περισσότερες πόρτες στο παγκόσμιο τζετ σετ.
Τις Ελληνίδες σταρ τις απέφευγε γιατί όπως είχε δηλώσει διαμαρτύρονταν οι κοσμικές του πελάτισσες, οι οποίες δεν ήθελαν να βλέπουν τα ακριβοπληρωμένα ρούχα τους στο θέατρο και στο σινεμά. Εκείνος πάλι δύσκολα αρνιόταν κι έτσι είχε δώσει ρούχα του για δύο ταινίες στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία δεν τον πλήρωσε ποτέ, αλλά και στην Τζένη Καρέζη, που όπως έλεγε ήταν πιο συνεργάσιμη, αλλά επίσης δύσκολη. Από τις Ελληνίδες σταρ είχε καλή σχέση με την Μαίρη Χρονοπούλου, η οποία αναδείκνυε όποιο ρούχο κι αν της έδινε, αλλά και με την Μιμή Ντενίση, την οποία εκτιμούσε γιατί ήταν πάντα συνεπέστατη και σωστή.
Η δουλειά του ήταν η μεγάλη του αγάπη, αλλά η αδυναμία του ήταν ο αδερφός που απέκτησε από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του. Δυστυχώς τον έχασε στα χέρια του. Ίσως γι΄ αυτό να μην φοβόταν και τον θάνατο. Η τελευταία εντολή που είχε δώσει ήταν στον ανιψιό του. Του ζήτησε όταν φύγει από τη ζωή να τον αποτεφρώσει και να ρίξει την τέφρα του στη θάλασσα του Σουνίου. Ίσως για να ταξιδέψει παντού και μακριά όπως και η δουλειά του...