Και ο ρόλος της Τουρκίας
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείο. 15 Ιουνίου 2020 Οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας και του Ιράν σε συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη. Η Συρία και άλλλα διμερή ζητήματα στην ατζέντα των συνομιλιών.
ASSOCIATED PRESS

Από τη Μεσόγειο έως την Ερυθρά Θάλασσα και από τον Περσικό Κόλπο έως τον Ινδικό Ωκεανό αναδύεται το περίγραμμα μιας περιφερειακής αναμέτρησης που εξελίσσεται εδώ και μερικά χρόνια, ένας ψυχρός πόλεμος με στόχο την πολιτική, οικονομική και ιδεολογική ηγεμονία στον ισλαμικό κόσμο. Ένας ισλαμικός ψυχρός πόλεμος που καθορίζεται από δύο παράλληλους και αλληλένδετους ανταγωνισμούς, τον ιστορικό ανταγωνισμό της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας με το σιιτικό Ιράν και τον νέο ανταγωνισμό ανάμεσα σε κράτη που στηρίζουν διαφορετικές εκφάνσεις του σουνιτικού Ισλάμ. Παραδοσιακές και νέες δυνάμεις της περιοχής –το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- μοιάζουν να βρίσκονται σε συνεχή κίνηση μέσα σε ένα πλέγμα έντονων ανταγωνισμών και νέων συμμαχιών.

Το πρώτο σύγχρονο νήμα αυτού του πλέγματος βρίσκεται στη δεκαετία του 1980, όταν η ανάδυση του Ιράν του Χομεϊνί αντέστρεψε τον γεωπολιτικό ορίζοντα της Μέσης Ανατολής. Η προσπάθεια του νέου ισλαμιστικού καθεστώτος της Τεχεράνης να εκπέμψει το επαναστατικό μήνυμα του σιιτικού Ισλάμ στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, κυρίως μέσω των σιιτικών κοινοτήτων που υπήρχαν στα αραβικά κράτη, ήταν μια νέα πολιτική και ιδεολογική απειλή για τα περισσότερα σουνιτικά καθεστώτα και κυρίως τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου. Τότε ξεκίνησε ένας ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, με το Ισλάμ στο επίκεντρο.

Δύο δεκαετίες αργότερα, μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, η αντιπαράθεση Ριάντ-Τεχεράνης απέκτησε και πάλι ένταση. Το σουνιτικό καθεστώς της Βαγδάτης είχε υπάρξει, όλο αυτό το διάστημα, ένα τείχος έναντι της ιρανικής σιιτικής απειλής. Η ανατροπή του ιρακινού δικτάτορα και η άνοδος των σιιτών του Ιράκ, που αποτελούσαν την καταπιεσμένη πλειονότητα της χώρας, απειλούσαν να αλλάξουν ξανά τη Μέση Ανατολή. Το Ιράν κινήθηκε για να ελέγξει το κατακερματισμένο Ιράκ, όχι πλέον με την επαναστατική ορμή της δεκαετίας του 80, αλλά με έναν νέο στρατηγικό ρεαλισμό. Η Σαουδική Αραβία αντέδρασε αναζητώντας αντι-ιρανικά ερείσματα σε αραβικά κράτη και ο περιφερειακός ανταγωνισμός των δύο ισλαμικών δυνάμεων έγινε και πάλι αισθητός σε όλη τη Μέση Ανατολή. 

Ισλαμικοί ανταγωνισμοί στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή

Οι αραβικές εξεγέρσεις του 2011 πρόσθεσαν κι άλλα νήματα στο πλέγμα αυτού του ισλαμικού ψυχρού πολέμου. Η ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων στη Βόρεια Αφρική και η άνοδος δυνάμεων του πολιτικού Ισλάμ όπως η μουσουλμανική αδελφότητα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της Τουρκίας και του Κατάρ. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ και η μοναρχία της Ντόχας διατηρούν στενές σχέσεις με τη μουσουλμανική αδελφότητα και είδαν την ανατροπή των καθεστώτων στη Βόρεια Αφρική ως μια μοναδική ευκαιρία για να απλώσουν την περιφερειακή τους επιρροή. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που εδώ και τρεις δεκαετίες αντιμετωπίζουν τη μουσουλμανική αδελφότητα ως πολιτική και ιδεολογική απειλή για την εσωτερική τους ασφάλεια, είδαν την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ στη Βόρεια Αφρική και την εμπλοκή της Τουρκίας και του Κατάρ ως δύο εκφάνσεις του ίδιου προβλήματος. Η δική τους ανάμιξη ήταν, σύμφωνα με την οπτική τους, αναπόφευκτη. Ως αποτέλεσμα, οι εσωτερικές κρίσεις σε Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη μετέφεραν τον ισλαμικό ψυχρό πόλεμο στη Μεσόγειο, δίνοντάς του μια νέα ενδο-σουνιτική διάσταση.

Η εξάπλωση των αραβικών εξεγέρσεων στο Μπαχρέιν, τη Συρία και την Υεμένη ένωσε τα νήματα των ισλαμικών ανταγωνισμών και διεύρυνε ακόμη περισσότερο τη γεωγραφία τους, από τα συροτουρκικά σύνορα έως το νότιο άκρο της αραβικής χερσονήσου.

Στο Μπαχρέιν, όπου η πλειονότητα είναι Σιίτες αλλά το καθεστώς σουνιτικό, οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις διακόπηκαν σχεδόν αμέσως με επέμβαση δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων. Το Ριάντ ερμήνευσε την εξεγερμένη πλατεία του Μαργαριταριού ως μια εν δυνάμει ιρανική ρωγμή που θα μπορούσε να θρυμματίσει όχι μόνο τη σαουδαραβική περιφερειακή αρχιτεκτονική –το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου- αλλά ακόμη και την ίδια τη σαουδαραβική μοναρχία.

Την ίδια στιγμή, στη Συρία, όπου η αντικαθεστωτική εξέγερση είχε ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά από ότι στο Μπαχρέιν –η σουνιτική πλειονότητα απειλούσε το αλαουιτικό μειονοτικό καθεστώς των Άσαντ- το Ριάντ είδε τη δική του ευκαιρία να επιφέρει ένα καθοριστικό ρήγμα στην ιστορική συμμαχία ανάμεσα στο Ιράν και τους Άσαντ και να κερδίσει ένα απροσδόκητο έως τότε πλεονέκτημα στην περιφερειακή του αντιπαράθεση με την Τεχεράνη. Στην πορεία, η Συρία και ο πληθυσμός της βυθίστηκαν σε ένα φονικό εμφύλιο πόλεμο που απέκτησε τρομακτική ένταση καθώς οι ισλαμικές δυνάμεις της περιοχής –η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Τουρκία- προσπαθούσαν να αποκτήσουν το πλεονέκτημα στη νέα Μέση Ανατολή που αναδυόταν. Ζητήματα δεκαετιών -το μέλλον των Άσαντ, ο ρόλος της Χεζμπολά, η επόμενη ημέρα των Κούρδων- θα κρίνονταν στις σφοδρές μάχες που διεξάγονταν μέσα στις πόλεις της Συρίας.

Στην Υεμένη, το ντόμινο των αραβικών εξεγέρσεων ενσωματώθηκε στη σύνθετη και ρευστή φυλετική διάσταση της εσωτερικής πολιτικής της χώρας. Όμως και εκεί, όπως στη Συρία και στο Μπαχρέιν, η κρίση απέκτησε σύντομα μια περιφερειακή διάσταση. Η ανάδυση του σιιτικού ισλαμιστικού κινήματος των Χούτι, που το 2014 κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σανά, έθεσε και πάλι σε κίνηση τα αντανακλαστικά του Ριάντ. Τον Μάρτιο του 2015, υπό τον φόβο να μετατραπεί η Υεμένη σε χώρα επιρροής του Ιράν, η Σαουδική Αραβία τέθηκε επικεφαλής ενός στρατιωτικού συνασπισμού των χωρών του Κόλπου και ξεκίνησε πόλεμο κατά των Χούτι. Οι συνέπειες για τον ήδη εξαθλιωμένο πληθυσμό της Υεμένης ήταν και παραμένουν δραματικές. 

Από τον Περσικό Κόλπο στον Ινδικό Ωκεανό

Ο ασφυκτικός αποκλεισμός του Κατάρ τον Ιούνιο του 2017 από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα έφερε εκ νέου στο προσκήνιο τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη μοναρχία της Ντόχας και τις άλλες συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου. Σε πολλές περιφερειακές κρίσεις έως τότε –στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη- το Κατάρ, που είχε συγκλίνει με την Τουρκία του Ερντογάν και προωθούσε το πολιτικό Ισλάμ της μουσουλμανικής αδελφότητας, βρισκόταν σε αντίθετη πλευρά από ότι η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Σε άλλες κρίσεις, όπως στη Συρία και την Υεμένη, το Κατάρ προσπαθούσε να έχει έναν περισσότερο αυτόνομο ρόλο. Ώσπου το 2017, η όλο και βαθύτερη σύγκλιση του Κατάρ με την Τουρκία και η μερική προσέγγισή του με το Ιράν έφεραν ακόμη μια συντονισμένη αντίδραση από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα.

Εντωμεταξύ, ο εντεινόμενος πόλεμος στην Υεμένη προέκτεινε τον ισλαμικό ψυχρό πόλεμο προς το Κέρας της Αφρικής και τον Ινδικό Ωκεανό. Σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τις θαλάσσιες διόδους στην Ερυθρά Θάλασσα, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα αναζήτησαν ερείσματα στην ανατολική Αφρική, κυρίως στο Σουδάν και στη Σομαλία. Παράλληλος στόχος, πιο σημαντικός, ήταν η αύξηση της επιρροής τους σε μια περιοχή από την οποία περνά ένα μεγάλο ποσοστό των θαλάσσιων μεταφορών. Ειδικά τα Εμιράτα κινήθηκαν για να ελέγξουν μια αλυσίδα λιμανιών που εκτείνεται από τη Νότια Υεμένη και τον Ινδικό Ωκεανό έως τις ακτές της Σομαλίας και τα στενά του Μπαμπ αλ Μαντέμπ στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας. Σε αυτήν τους την επέκταση, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα βρέθηκαν και πάλι απέναντι στο Κατάρ και την Τουρκία. Ειδικά στη Σομαλία, τα Εμιράτα, το Κατάρ και η Τουρκία ενεπλάκησαν σε έναν έντονο οικονομικό ανταγωνισμό. Παράλληλα, στην πρωτεύουσα Μογκαντίσου η Άγκυρα διατηρεί εδώ και τρία χρόνια τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση εκτός Τουρκίας.

Αυτή η στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας, από τη Λιβύη έως το Κατάρ και τη Σομαλία, αποτελεί μια βασική παράμετρο των ισλαμικών ανταγωνισμών που εξελίσσονται από τη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο έως τον Περσικό Κόλπο και την Ανατολική Αφρική. Όπως άλλωστε και η ιρανική στρατιωτική παρουσία από το Ιράκ έως τον Λίβανο, αλλά και των μοναρχιών του Κόλπου στην Υεμένη και τον Ινδικό Ωκεανό. Πρόκειται για έναν ισλαμικό ψυχρό πόλεμο που εμβαθύνει τις εσωτερικές κρίσεις των χωρών της περιοχής, δημιουργεί νέες περιφερειακές συμμαχίες και διευρύνει τα γεωγραφικά όρια της αστάθειας.