Οι θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 40 βαθμούς Κελσίου είναι ανυπόφορες οπουδήποτε, πόσο μάλλον στη Βρετανία, όπου λίγα σπίτια είναι εξοπλισμένα με κλιματισμό.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία σχετικά με το πόσα νοικοκυριά διαθέτουν συσκευές air condition, αλλά οι εκτιμήσεις τοποθετούν το ποσοστό αυτό σε λιγότερο από το 5%.
Το μεγαλύτερο μέρος του κλιματισμού που χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται κατά κόρον σε ορισμένα διαμερίσματα υψηλής ποιότητας στο Λονδίνο.
Οι περισσότεροι Βρετανοί δεν θεωρούν την αγορά κλιματιστικού «καλή επένδυση», από τη στιγμή που - μέχρι πρότινος, τουλάχιστον - είναι λίγες οι δύσκολες λόγω ζέστης ημέρες και νύχτες του καλοκαιριού.
Πολλοί, εξάλλου, το βλέπουν ως περιττό και επιβλαβές για το περιβάλλον, με έναν ανεμιστήρα στραμμένο στο κρεβάτι να θεωρείται μια καλή εναλλακτική για τα λιγοστά θερμά βράδια του χρόνου.
Και τα βρετανικά σπίτια δεν σχεδιάστηκαν με γνώμονα τα «καυτά» καλοκαίρια.
Ο κλιματισμός είναι πιο συνηθισμένος εκτός σπιτιού. Περίπου το ήμισυ της ζήτησης ψύξης στην Αγγλία προέρχεται από γραφεία και ακολουθούν τα καταστήματα λιανικής και τα νοσοκομεία.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, καταγράφεται μικρή αύξηση στη ζήτηση για συστήματα ψύξης σε κατοικίες, κάτι στο οποίο συνέβαλε και η μετατροπή πολλών σπιτιών σε «γραφεία» κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.
Οι αξιωματούχοι προετοιμάζονται για ένα μέλλον στο οποίο οι αυξανόμενες θερμοκρασίες, λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγαλύτερη ζήτηση για κλιματιστικά, τα οποία καταναλώνουν πολλή ενέργεια και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενάντια στον στόχο της Βρετανίας να εκμηδενίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στο μηδέν μέχρι το 2050.
Πηγή: New York Times