- Σίβυλλα, τι θέλεις; Αποθανείν θέλεις;
- Όχι ρε, να΄μουνα πάλι 70 χρονών! Αυτό θέλω.
Από καιρό αναρωτιέμαι σε τι ύφος να γράφω τις αναμνήσεις μου, τους στίχους μου, τους συλλογισμούς μου. Όταν το ξαναδιάβασα το πόνημα με τις αναμνήσεις του πατέρα μου, είπα: «χωρίς ύφος». Μου θύμισε ένα χρονικό του T. S. Eliot στο οποίο μας έλεγε πως η Ποίηση είναι ένας διάλογος με τον αναγνώστη. «Είναι ένα πρόσωπο που απευθύνεται σε ένα άλλο πρόσωπο». Έτσι, όσοι θέλουμε να γράφουμε ποιητικά (ή «ποιητικά») θα πρέπει να το κάνουμε χωρίς ύφος. Εξυπακούεται: χωρίς εμφανές ύφος. Τα ντοκουμέντα με ύφος μοιάζουν με μυθοπλασία. Το στυλ, μας έλεγε ένας δάσκαλός μου είναι η απόσταση που κρατάς από την πραγματικότητα. Γιατί σε απομακρύνει από προτάσεις που γίνονται χωρίς την δική σου ευθύνη. Όταν μιλάς για τον εαυτό σου είναι άχρηστο το ύφος. Ή ακόμα και ψέμα. Η μυθοπλασία το χρειάζεται γιατί το ύφος είναι μέρος της ερμηνείας. Αλλά τι ερμηνεία να κάνεις στην αφήγηση της ιστορίας όταν αυτά που θα πεις μιλάνε μόνα τους - αρκεί να μην αρχίσεις και κρύβεις αυτά που δε σ΄αρέσουν.
Τον T. S. Eliot τον μάθαμε από την «Έρημη χώρα» (The Waste Land) την ποιητική του συλλογή που μας μετέφρασε ο Σεφέρης. Ο Αμερικανός Έλιοτ την είχε εκδώσει το 1922, πριν ακόμα πάρει την αγγλική του υπηκοότητα. Σαν ένα ακόμα όνειρο, εφιαλτικό τραγούδι μπροστά στα σκουπίδια που άφησε ο ο Παγκόσμιος Πόλεμος ( 1914-1918) και η πανωλεθρία της Ισπανικής Γρίπης. Είναι η εποχή που άλλοι γιορτάζουν τα νιάτα τους που επέζησαν και άλλοι πού κατέφυγαν σε μαρτυρίες των μαρτυρίων. Όπως ο Έλιοτ στον «Ερημωμένο Τόπο». Ας με συγχωρέσει ο Σεφέρης για μια δική μου μετάφραση του τίτλου, που μας δείχνει την κατάντια ενός ύποπτου 20ού αιώνα. Στον Ερημωμένο αυτόν Τόπο λοιπόν θα βρούμε ωστόσο δύο μυστικά μηνύματα. Αν όχι για μάς τουλάχιστο για το ποιητή. Ή αν θέλετε για κάθε ποιητή.
Το ένα είναι πρώτο-πρώτο, πριν ακόμα αρχίσουμε την ανάγνωση. Μια δοκιμασία, ένα μαρτύριο που μας υποδέχεται με μια εικόνα από το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου του εκρηκτικού ποιητή και πολιτικού την εποχή του Νέρωνα. Είναι η εικόνα μας Σίβυλλας που όταν τα παιδιά που την βλέπουν σκαρφαλωμένη στο κλαδί ενός δέντρου, την ρωτούν «Σίβυλλα τις θέλεις;» η Σίβυλλα απαντάει: «Αποθανείν θέλω».
Ο διάλογος αυτός από μια μυθολογική ιστορία στην οποία μια από τις Σίβυλλες (γυναίκες προφήτισσες, στο κόσμο των ημιθέων) χάρισε την παρθενία της στο Απόλλωνα για να αποκτήσει τόσα χρόνια ζωής όσους κόκκους χωρούν σε μια χούφτα άμμο στην παλάμη της. Σχεδόν μια αθανασία. Αλλά ξέχασε να του πει ότι την ήθελε παραμένοντας νέα! Έτσι γριά που είναι τώρα τι να την κάνει την αθανασία! «Να πεθάνω θέλω» λέει στους περαστικούς. Ο Έλιοτ το έχει βάλει προμετωπίδα: Τι θέλεις Σίβυλλα; «Αποθανείν θέλεις;». Τι την θέλουμε μια άχρηστη ζωή, ήθελε μάλλον να μας πει ο Έλιοτ. Ο σημερινός ποιητής των 90 χρονών παρακαλεί να επιστρέψει έστω στα 70 του...
***
Η άλλη ορμητική εικόνα του Ερημωμένου Τόπου ήταν ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός. Εκρηκτικό από μια αντίθετη και ατίθαση έμπνευση. Ο βίος του ποιητή ξεκινάει με μια επίσκεψη γεωλόγων στον Βόρειο Πόλο. Καθώς περπατούν ανάμεσα σε επικίνδυνα παγόβουνα γεμάτα από γκρεμνούς, είχε αναλάβει ένας από τους ερευνητές να τους μετράει κάθε τόσο για να ξέρουν ότι δεν έπεσε κανένας σε κάποιο βάραθρο. Και κάθε φορά που τους μέτραγε έβρισκε έναν παραπάνω!
***
Αυτός ο ένας μου θύμισε έναν ήρωα, στα συντρίμμια της Κατοχής, Έχει ξεχαστεί ενώ κάθε ελληνική πόλη θά’ πρεπε να του έχει στήσει άγαλμα. Στο Χαϊδάρι οι Γερμανοί είχαν ένα στρατόπεδο φυλακισμένων αγνωνιστών. Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Μορφωμένο παιδί που έχει μάθει και γερμανικά. Κάθε φορά που οι Γερμανοί θέλουν να τιμωρήσουν την Αντίσταση στέλνουν 200 από το στρατόπεδο να εκτελεστούν στην Καισαριανή. Μια μέρα, στον κατάλογο των 200 είναι και ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Το μαθαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου και τρέχει να τον βγάλει από το φορτηγό. Τον χρειάζονταν για τα γερμανικά του! Ο Σουκατζίδης ρωτάει αν θα βάλουν κάποιον άλλον στη θέση του. Ο διοικητής του λέει ότι είναι υποχρεωμένος γιατί η διαταγή είναι: 200. Ο Σουκατζίδης αρνείται να εξαιρεθεί και ξαναμπαίνει στο φορτηγό. Ο Διακοσιοστός ένας ήταν που σώθηκε. Από τον Σουκατζίδη που χάθηκε στον ρημαγμένο Τόπο, ανάμεσα στα συντρίμμια...
***
Ανάμεσα στα συντρίμμια η Οδός Ασκληπιού. Στο Εμφύλιο την ανέβαινα με τον Τάκη. Όταν εκτελέστηκε ο Τάκης την ανέβαινα με τον Δημήτρη. Ο τρίτος της παρέας, ο Τάκης, αθέατος την ανέβαινε μαζί μας, Έρημη ή Ερημωμένη η Χώρα; Ίσως «Έρημη» είναι πιο ποιητικό. Ή τουλάχιστον «η Έρμη η Χώρα»! Όταν πήγα στο Λονδίνο να παραλάβω την κόπια από την ταινία μας The Acropolis of Athens την έδειξα στον Σεφέρη που ήταν Πρέσβυς εκεί. Και εραστής της Ακρόπολης. Επ΄ευκαιρία τον ρώτησα «Η Έρημη χώρα» ή «Ο Ρημαγμένος Τόπος»;
«Θα το σκεφτώ», μου είπε.
Μερικές δεκαετίες αργότερα ανέλαβα να διασκευάσω, με την άδεια της οικογένειάς του, το νεανικό μυθιστόρημα του Σεφέρη «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη»* που ο ίδιος το είχε αποκηρύξει. Είναι η ιστορία μιας παρέας που ανεβαίνει στην Ακρόπολη καθ φορά που έχει πανσέληνο. Ανάμεσα στα άλλα. Τα άλλα είναι ότι αυτή η παρέα ήταν ότι καλύτερο είχε να επιδείξει ο τόπος. Μια Έρημη Χώρα.
*
Ρ. Μανθούλη «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη (με Πανσέληνο) - του Γιώργου Σεφέρη» Διασκευή, Εδ. Εξάντας