Οσο και να φαίνεται περίεργο, η πρώτη αληθινή δοκιμασία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι το νομοσχέδιο για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών. Όχι γιατί θα έχει να αντιμετωπίσει τη μείζονα αντιπολίτευση, σε όποιες μορφές και αν λάβει (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Ομάδα των «11»). Εκείνη θα ψηφίζει μαζί της με ενθουσιασμό ή θα την καταγγέλλει για την αργοπορία και τις υπαναχωρήσεις της από το προοδευτικό πεπρωμένο. Ούτε επειδή οι διάφορες κοινοβουλευτικές εκφράσεις της άκρας και φονταμενταλιστικής Δεξιάς θα της επιτεθούν με μανία. Αυτό είναι αναμενόμενο. Το σοβαρό πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι θα έρθει αντιμέτωπη, για πρώτη φορά με τόση ένταση, με ένα μεγάλο κομμάτι της εκλογικής και κοινωνικής της βάσης. Και η αντίθεση αυτή ενδέχεται να αποτυπωθεί σε δονήσεις που θα ταράξουν την ίδια την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ.
Ο πρωθυπουργός βρίσκεται μπροστά σε ένα σοβαρό δίλημμα. Από τη μία, οι δεσμεύσεις του ίδιου και της ηγέτιδας ελίτ γύρω του προς το υπερφιλελεύθερο, δικαιωματιστικό τμήμα –ελληνικό και ξένο– των κοινωνικών ελίτ, να προωθήσει τη «συμπερίληψη» στα ζητήματα της οικογένειας﮲ ή, για να το πούμε με παλαιούς όρους, η δέσμευσή του απέναντι στους φιλελεύθερους εκπροσώπους της τάξης του και των ανώτερων μεσοαστικών στρωμάτων. Από την άλλη, η έντονη αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων σε μια σχετικοποίηση του θεσμού του γάμου και κυρίως της απόκτησης παιδιών δι’ αυτού. Μια αντίδραση που έρχεται μετά από την πρώτη σοβαρή ρήξη μέρους αυτών των στρωμάτων με την κυβερνητική πολιτική την περίοδο της πανδημίας και των εμβολιασμών, και μέσα σε μια συγκυρία ακραίας ακρίβειας, ανασφάλειας και υποβάθμισης των θεσμών αναφοράς του απλού πολίτη που είναι η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία.
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται να εισέλθει σε μια μείζονα μάχη σύγχρονου «πολιτισμικού πολέμου», κατά την οποία, γνωρίζουμε πια καλά από τις ΗΠΑ και αλλού στον δυτικό κόσμο, μπορεί να συμπυκνωθούν και να αντιπαρατεθούν, με λανθάνοντα τρόπο, σοβαρές κοινωνικές, ταξικές και ιδεολογικές/πολιτισμικές αντιθέσεις.
Η κοινοβουλευτική υπερψήφιση του νομοσχεδίου θα είναι το ελάχιστο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η κυβερνώσα παράταξη μπροστά στις διεργασίες που θα πυροδοτηθούν στο κοινωνικό σώμα, φανερά και υπόγεια.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ έχουν να επιλέξουν μια γκάμα τακτικών.
Η πρώτη είναι να κατατεθεί το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά χωρίς πρόνοια για τεκνοθεσία. Είναι φανερό από τις δημοσκοπήσεις ότι μια τέτοια επιλογή θα βοηθήσει την κυβέρνηση να περάσει αβρόχοις ποσί τον κάβο, με βραχυπρόθεσμες μόνο εκλογικές συνέπειες και μάλλον χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις στην κοινοβουλευτική της ομάδα.
Η δεύτερη είναι να κατατεθεί το νομοσχέδιο για γάμο και τεκνοθεσία, αλλά με παραχώρηση δικαιώματος ψήφου κατά συνείδηση για τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ. Η κυβέρνηση θα υποστεί σοβαρότερες εκλογικές συνέπειες και, ταυτόχρονα, η μη απαίτηση κομματικής πειθαρχίας μπορεί να εκτοξεύσει τον αριθμό βουλευτών της ΝΔ που θα καταψηφίσουν το νομοσχέδιο, με ό,τι σημαίνει αυτό για το κύρος του πρωθυπουργού και την εσωκομματική του δημοφιλία.
Τέλος, υπάρχει και η «σκληρή» εκδοχή, να κατατεθεί το νομοσχέδιο για γάμο και τεκνοθεσία με απαίτηση κομματικής πειθαρχίας, γεγονός που θα έχει επιπλέον απροσδιόριστες συνέπειες για τη συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ.
Όποια και αν είναι η τελική επιλογή, όμως, είναι βέβαιο ότι η προώθηση αυτού του νομοσχεδίου τη δεδομένη στιγμή θα λειτουργήσει για το κυβερνόν κόμμα ως επιπλέον ελκυστής προς τα κεντροαριστερά του, ενώ θα διευρύνει το χάσμα προς τα δεξιά του, το οποίο ήδη καταλαμβάνει το διόλου ευκαταφρόνητο 12% του εκλογικού σώματος. Ο βαθμός μετατόπισης και χάσματος θα εξαρτηθούν από το είδος της επιλογής.
Είναι βέβαιο ότι τα διαλυτικά φαινόμενα στον τέως χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και η καθήλωση του ΠΑΣΟΚ σε μη απειλητικά για τη ΝΔ ποσοστά, βάζουν σε πειρασμό την ηγετική ελίτ της ΝΔ να επιχειρήσει να καλύψει ακόμα περισσότερο χώρο που ανήκει στο κέντρο και την κεντροαριστερά. Αυτό θα είναι μακροπρόθεσμα και το μοιραίο λάθος για την κυβερνώσα παράταξη. Διότι, ό,τι η ΝΔ έχει να πάρει από αυτό τον χώρο σε επίπεδο ψηφοφόρων, το πήρε στις πρόσφατες εκλογές. Απομένουν, ίσως, κάποια επώνυμα πρόσωπα του τέως σημιτικού και ΕΑΡιτικού εκσυγχρονισμού, αλλά σίγουρα όχι μάζες ψηφοφόρων. Η ύπαρξη τριών κοινοβουλευτικών σχηματισμών (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Ομάδα των «11»), που διαγκωνίζονται για τη νομή του χώρου, προσφέρει επιλογές για όλα τα γούστα των ψηφοφόρων που παραδοσιακά ανήκουν σε αυτή την πολιτική γεωγραφία.
Άλλωστε, στους «πολιτισμικούς πολέμους», όταν ξεσπάνε στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, γνωρίζουμε και τον συνήθη νικητή –τα λεγόμενα λαϊκιστικά κόμματα, της νέας Δεξιάς κυρίως– και τον συνήθη χαμένο – τα παραδοσιακά κόμματα διακυβέρνησης της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς.
Αν θα έπρεπε να προβούμε σε εικασίες, θα λέγαμε ότι ο Μητσοτάκης δεν θα επιλέξει τελικά το «σκληρό» σενάριο (γάμος-τεκνοθεσία-κομματική πειθαρχία) και ότι θα προχωρήσει χωρίς άλλη καθυστέρηση με την κατάθεση του νομοσχεδίου, ώστε να έχει τρία χρόνια μπροστά του να απαλύνει τις συνέπειες της επιλογής του. Η ξαφνική αντίδραση Βορίδη, Σαμαρά, αλλά και Κατσανιώτη κ.ά., δείχνει ότι προετοιμάζεται μια εκδοχή του «ορθόδοξου» κεντροδεξιού που αντιτίθεται στον «αιρετικό» κεντροδεξιό, μέσα στο ίδιο κόμμα όμως. Με αυτήν τη μεθόδευση, και με προίκα την αντίδραση κάποιων στελεχών στο νομοσχέδιο, θα επιχειρηθεί να συμμαζευτεί η κατάσταση στη λαϊκή βάση της ΝΔ την ερχόμενη τριετία, προτείνοντας στους σημερινούς ψηφοφόρους της μια ποικιλία απόψεων στο εσωτερικό της, τώρα που η αξιωματική αντιπολίτευση –και εν γένει η αντιπολίτευση– βολοδέρνει μακριά από την κυβερνησιμότητα. «Κυβέρνηση» και «αντιπολίτευση» θα ενσωματωθούν στο μοναδικό κόμμα που διατηρεί δυναμική και ορίζοντα κυβερνητικής εξουσίας. Και για όσον καιρό θα τα διατηρεί. Και πιθανώς αυτή η τακτική δεν θα αφορά μόνο τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και λοιπά σοβαρότερα ζητήματα (π.χ. ελληνοτουρκικές σχέσεις).