«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο˙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο˙το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»
(Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική»).
Κάθε προσπάθεια να ορίσουμε το περιεχόμενο της έννοιας «ζωή» προσκρούει στο αφετηριακό κριτήριο. Σε αυτό διαφωνούν Βιολόγοι, Ψυχολόγοι, Ανθρωπολόγοι, Θεολόγοι και Κοινωνιολόγοι. Στο χορό των διαφωνούντων προστίθενται και οι φιλόσοφοι που δίνουν άλλη διάσταση στην έννοια ζωή. Η ζωή, δηλαδή, δεν είναι ένα απλό βιολογικό φαινόμενο (αναπνοή, κίνηση…) αλλά εμπεριέχει κι άλλα στοιχεία που την καθιστούν ως φαινόμενο πολυδιάστατη.
Στο γνωστό «κύκλο της ζωής» δεν ανευρίσκονται μόνο τα δύο άκρα, η γέννηση και ο θάνατος, αλλά κι ένα πλήθος άλλων στοιχείων που νοηματοδοτούν το περιεχόμενο της έννοιας «ζωή». Τέτοια μπορεί να είναι η δημιουργία, οι πνευματικές αναζητήσεις, οι φιλοσοφικοί στοχασμοί, οι κοινωνικοί προβληματισμοί, οι ανθρώπινες σχέσεις, η αναζήτηση του θείου, οι θυσίες, οι αγώνες, το άγχος και η αγωνία του μέλλοντος. Γι’ αυτό και η ζωή ετυμολογικά βρίσκεται κοντά στην έννοια Βίος και στη Βία.
Οι απαισιόδοξοι βλέπουν στον «κύκλο της ζωής» μόνο το ένα άκρο, το θάνατο. Θεωρούν ματαιότητα κάθε ενασχόληση με τη βραχεία περίοδο της ζωής, αφού ο θάνατος συνιστά μια αδήριτη αναγκαιότητα, μια φυσική νομοτέλεια. Γι’ αυτούς (Σοπενχάουερ….) η μόνη βεβαιότητα είναι το τέλος, ο θάνατος και με αυτό το δεδομένο πρέπει να οργανώνουμε το βραχύ διάστημα της ζωής. Η «άβυσσος» μας υπενθυμίζει την περατότητά μας και το εφήμερο της ύπαρξής μας.
«Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή˙ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν˙ Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία» (Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική»).
Η δύναμη της ζωής
Στην αντίπερα όχθη όσων περιδιαβάζουν τον «κύκλο της ζωής» βρίσκονται εκείνοι που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ίδια τη ζωή και όχι στο μοιραίο – αναπόφευκτο τέλος. Η ζωή μπορεί να κινείται ανάμεσα σε δύο «τελείες», αλλά πάντα αγωνίζεται να επιμηκύνει το «μεταξύ αυτών διάστημα» και να το εμπλουτίσει. Η δημιουργία και η σύνθεση, όπως και η υπέρβαση της υλικής μας υπόστασης, συνιστούν τα αναγκαία βάθρα της πραγματικής ζωής. Η ζωή είναι μια κίνηση, μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με το άγνωστο, το τυχαίο και το ανέλπιστο.
Τον ύμνο της ζωής τον κατέγραψε εμφαντικά ο Ρουσσώ: «Ζω δε σημαίνει αναπνέω, σημαίνει ενεργώ˙ σημαίνει χρησιμοποιώ τα όργανά μου, τις αισθήσεις μου, τις ικανότητές μου, όλα τα μέρη του εαυτού μου που μου δίνουν τη συναίσθηση της ύπαρξής μου. Ο άνθρωπος που έζησε περισσότερο δεν είναι εκείνος που μέτρησε περισσότερα χρόνια, αλλά όποιος ένιωσε περισσότερο τη ζωή».
Μπροστά στις δυο αυτές πραγματικότητες, τις δυο αντίρροπες δυνάμεις (Ζωή – Θάνατος) δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε. Αποτελούν τον «ανήφορο» και τον «κατήφορο». Πρέπει να διαβούμε και τα δυο αυτά «ρέματα» χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Η αβεβαιότητα της ύπαρξής μας δεν πρέπει να μας οδηγεί στην παραίτηση και στην αγωνία του θανάτου. Το απροσδιόριστο της ζωής μάς οπλίζει με αποφασιστικότητα, ενέργεια και μας κρατά σε εγρήγορση. Εξάλλου, η εναλλαγή των εποχών επιβεβαιώνει το «άχρονο» της ζωής που με τη δημιουργία απομακρύνει – έστω και για λίγο – τη θλιβερή πραγματικότητα, το θάνατο:
Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν – Ζωή, Θάνατος – μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε τη «σχέση» μας προς τις δυο αυτές πραγματικότητες «Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές˙ και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη» (Ν. Καζαντζάκης «Ασκητική»).
Ευκαιρία για αυτογνωσία
Η παγκόσμια ημέρα της Τρίτης Ηλικίας (1η Οκτωβρίου) δεν είναι μόνο μια ευκαιρία για την ανάδειξη της προσοχής μας και του σεβασμού μας προς τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτήν την περίοδο της ζωής τους, αλλά και μια ευκαιρία για αυτογνωσία και εσωτερικό στοχασμό. Να ξαναδούμε τις ευαισθησίες μας, την ανθρωπιά μας, τις ενοχές μας αλλά και τις ευθύνες μας, γιατί κατά το γνωστό «εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ’ρθεις».
Ο «κύκλος της ζωής» συμβατικά λέμε πως έχει αρχή τη Γέννηση και τέλος το Θάνατο. Ποιος, όμως, μπορεί με βεβαιότητα να διακρίνει την αρχή και το τέλος σε ένα κύκλο; Ίσως σε αυτό το ερώτημα κάποια πειστική απάντηση μπορεί να δώσει ο Νίτσε με τη θεωρία του για την αιώνια επιστροφή. Ο βρετανός φυσικός Roger Penrose θεωρεί πως το σύμπαν κάνει συνεχείς κύκλους «γέννησης» και «θανάτου» μέσα από μια αιώνια διαδοχή φάσεων.
Την ιδέα του «αιώνιου γυρισμού» και της «αιώνιας επιστροφής» την προβάλλει στην Ασκητική του και ο Ν. Καζαντζάκης: «…..ο χρόνος, συλλογίστηκες είναι απεριόριστος˙ η ύλη είναι περιορισμένη˙ αναγκαστικά, λοιπόν, θα ’ρθει πάλι η στιγμή που όλοι ετούτοι οι συνδυασμοί της ύλης θα ξαναγεννηθούν οι ίδιοι, απαράλλαχτοι».
Μία Ιαπωνική ιστορία
Η παρακάτω ιστορία είναι ενδεικτική του τρόπου που αντιμετώπιζαν παλιά τους ηλικιωμένους και πόσο σημαντική είναι η θέληση κάποιων να αντιμετωπίσουν λαθεμένες και απάνθρωπες συνήθειες…
Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.
Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαγε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος.
Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ’ ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα από την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα του ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη κι επέστρεψε σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του ντάιμιο (μεγάλος άρχοντας), θα τους τιμωρούσαν και τους δυο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις ανάγκες του.
Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό πως ο ντάιμιο ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο και έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ’ ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζικ – ζακ και κάψε το».
Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε.
Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πως μόνο αυτός ο χωρικός σε όλη την επικράτεια μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.
«Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία». Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις».
Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών.