Είναι αλήθεια πως οι πεποιθήσεις και οι αξίες μας δοκιμάζονται σε περιόδους κατά τις οποίες αυτό που αποτυπώνουν έρχεται στο «εδώ και τώρα». Όταν γεγονότα και έννοιες με ιστορικό περιεχόμενο παύουν να είναι ένα μακρινό αφήγημα του παρελθόντος, ο καθένας μας αντιμετωπίζει την υποχρέωση να σταθεί συνεπής – ή και όχι- σε αυτά που πιστεύει.
Αυτό συνέβη και το 2015, χρονιά κατά την οποία οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί λόγω πολέμων ή άλλων διώξεων, οδήγησαν πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να αφήσουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη της γης. Το 2015, λοιπόν, μετά από κάποια χρόνια οικονομικής κρίσης που είχε φέρει σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες συστήθηκαν ξανά με την έννοια του «πρόσφυγα» που είτε έμαθαν από τα βιβλία της ιστορίας είτε άκουσαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους σε ιστορίες για το 1922. Και πράγματι, το πρωτόγνωρο κύμα αλληλεγγύης συγκίνησε και συνέδραμε χιλιάδες κόσμου. Ωστόσο, οι διχασμοί και οι διαιρέσεις μεταξύ «ημών» και «των άλλων» δεν έλειψαν, με αποκορύφωμα την προσπάθεια να ορίσουμε ξανά ποιος είναι μετανάστης, ποιος είναι πρόσφυγας και ποιος είναι «δικός μας». Η εμμονή με το διαχωρισμό έχει άμεση σχέση με τη δημιουργία της ανάγκης να παραμείνουμε ασφαλείς.
Το ποιος είναι πρόσφυγας και ποιος μετανάστης είναι σαφώς ορισμένο στο σχετικό νομικό μας πλαίσιο και δεν καθορίζεται από τις προσωπικές πεποιθήσεις κανενός. Υπάρχουν αρμόδιες υπηρεσίες και επιτροπές που, μετά από μία μεγάλη γραφειοκρατική διαδικασία, χορηγούν το καθεστώς που απονέμει στο φορέα του συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, εξετάζεται προσεκτικά η προσωπική κατάσταση του κάθε προσώπου. Το ότι κάποιος έχει καταγωγή από συγκεκριμένη χώρα δεν τον κάνει αυτόματα πρόσφυγα ή μετανάστη. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να είναι οικονομικά ευκατάστατος και να έρχεται από χώρα στην οποία δε γίνεται πόλεμος, αλλά να διώκεται για τις πολιτικές, κοινωνικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του και να ζητά προστασία.
Η έννοια του ξεριζωμού είτε για προστασία από πολέμους και διώξεις είτε για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής είναι γνωστή στους Έλληνες και τις Ελληνίδες. Σε μία χώρα που θέλει να ζει ελεύθερα, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν επιτρέπεται να προσεγγίζουμε τα πράγματα με τρόπο επιφανειακό δημιουργώντας εντυπώσεις που απέχουν από τα πραγματικά δεδομένα. Άξιο αναφοράς είναι ότι σε πρόσφατη έρευνα της IPSOS που διεξήχθη στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Αυστρία και στην Ουγγαρία, η αντίληψη των συμμετεχόντων/ συμμετεχουσών από την Ελλάδα σχετικά με το πόσοι μετανάστες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη χώρα απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα. Ενώ το πραγματικό ποσοστό ανέρχεται στο 8%, η απάντηση που δίνεται στη σχετική ερώτηση φτάνει το 35%. Η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ της εκτίμησης και των πραγματικών αριθμών ανέρχεται στο 27%, τη μεγαλύτερη διαφορά που καταγράφεται στις χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Σήμερα που αισθανόμαστε ότι μας περικυκλώνουν κίνδυνοι, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι τα κεκτημένα μας, που με τόσους αγώνες κερδήθηκαν, κινδυνεύουν τη στιγμή που θα νιώσουμε τόσο ασφαλείς ώστε να αρχίσουμε να τα αμφισβητούμε. Και αυτού του είδους η ασφάλεια, φαίνεται να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας.