Ο κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Είκοσι χρόνια μετά και η δυσκολία της Αμερικής να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας.
|
Open Image Modal
Δύο δέσμες φωτός εκεί που κάποτε ορθώνονταν οι Δίδυμοι Πύργοι
Jason Slesinski / EyeEm via Getty Images

Το 1979 ήταν μια κομβική χρονιά για τον ισλαμικό κόσμο. Η επανάσταση στο Ιράν και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν συνέβησαν με μερικούς μήνες διαφορά. Στη συνέχεια, η δεκαετία του 1980 επιβεβαίωσε τη σημασία αυτών των γεγονότων και ανέδειξε την ιδεολογική μετατόπιση που εξελισσόταν στο υπόβαθρο των ισλαμικών κοινωνιών.

Από τον Λίβανο, τη Συρία και την Αίγυπτο έως τη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, τα ισλαμιστικά κόμματα και κινήματα αποκτούσαν μια νέα δυναμική.

Μέσα σε αυτήν την ισλαμιστική διασπορά, ο ιερός πόλεμος των μουτζαχεντίν  κατά των σοβιετικών στο Αφγανιστάν θα μετατρεπόταν στον καταλύτη του νέου μιλιταριστικού Ισλάμ, φέρνοντας τις ισλαμιστικές εξεγέρσεις υπό την ιδεολογία της Αλ Κάιντα.

Κατά τη δεκαετία του 1990, η κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν  και η συνεργασία τους με τον Οσάμα μπιν Λάντεν έφεραν τη σύγκλιση ισλαμιστικών ιδεών και μιλιταριστικών προθέσεων, η οποία κορυφώθηκε με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Η Αμερική είχε μπει στο στόχαστρο του νέου μιλιταριστικού Ισλάμ εξαιτίας της έντασης και επέκτασης του σύγχρονου ισλαμισμού, αλλά και εξαιτίας συγκεκριμένων ζητημάτων με πραγματική, αλλά και ταυτοχρόνως υψηλή συμβολική σημασία για τον ισλαμικό κόσμο, όπως ήταν η αμερικανική στήριξη προς το Ισραήλ και ορισμένα αραβικά καθεστώτα, καθώς και η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας, όπου βρίσκονται η Μέκκα και η Μεδίνα.

Με βάση την οπτική των νέων ισλαμιστών, η Αμερική και οι σύμμαχοί της αποτελούσαν μια διαρκή και πολλαπλή απειλή για τον ισλαμικό κόσμο. 

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας 

Open Image Modal
Str Old via Reuters

Η επίδραση της φονικής τρομοκρατικής επίθεσης της Αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο εκείνο το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 επρόκειτο να είναι βαθιά και μακροχρόνια.

Ήταν μια θρυαλλίδα που πυροδότησε αποφάσεις, ενέργειες και αντιδράσεις που άλλαξαν τον κόσμο και τον βύθισαν σε μια βίαιη δίνη δύο δεκαετιών.

Η πρώτη αλλαγή συνέβη στην καρδιά της αμερικανικής διακυβέρνησης. Η ρεπουμπλικανική και νεοσυντηρητική διακυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους έθεσε αμέσως στο στόχαστρό της την ισλαμιστική τρομοκρατία –μια απειλή την οποία η ίδια είχε υποβαθμίσει πριν την 11η Σεπτεμβρίου- και στη συνέχεια προώθησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Αν και τα γεωγραφικά όρια διεξαγωγής του πολέμου κατά της τρομοκρατίας θα παρέμεναν ασαφή, το επίκεντρο θα ήταν ο ισλαμικός κόσμος και κυρίως η Κεντρική Ασία και η Μέση Ανατολή. 

Πρώτος σταθμός του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας ήταν το Αφγανιστάν, με την επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία» και με στόχο την ηγεσία και τις υποδομές της Αλ Κάιντα και του καθεστώτος των Ταλιμπάν. Τον Οκτώβριο του 2001, οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν καταδίωξαν την ηγεσία της Αλ Κάιντα, που εξαφανίστηκε μέσα στην απόκρημνη μεθόριο των αφγανο-πακιστανικών συνόρων.

Στη συνέχεια ξεκίνησε ένας ασύμμετρος πόλεμος των αμερικανικών δυνάμεων με τους Ταλιμπάν, ο οποίος θα εξελισσόταν στον πλέον μακροχρόνιο πόλεμο στον οποίο έχει εμπλακεί η Αμερική.

Όμως η νεοσυντηρητική διακυβέρνηση Μπους αγνόησε αυτά τα ανησυχητικά σημάδια, καθώς είχε ήδη στρέψει την προσοχή της προς το Ιράκ, το οποίο θα μετατρεπόταν στον επόμενο σταθμό του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας.  

Σε εκείνο το σημείο ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αναβαθμίστηκε σε όχημα για την αναδιαμόρφωση του ισλαμικού κόσμου και την αμερικανική ηγεμονία στην περιοχή.

Οι δύο αυτές επιδιώξεις των Αμερικανών νεοσυντηρητικών θα προσέκρουαν σύντομα στη σύνθετη πραγματικότητα της περιοχής, όχι όμως πριν να προκαλέσουν τρομακτικά πλήγματα.

Από τα τέλη του 2001 έως τις αρχές του 2003, και ενώ ο ασύμμετρος πόλεμος στο Αφγανιστάν συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, οι νεοσυντηρητικοί προκάλεσαν μια δομική αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Υποβαθμίζοντας την διπλωματία, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις των ΗΠΑ με παραδοσιακούς συμμάχους, αγνοώντας τον ΟΗΕ, προχωρώντας σε μονομερείς αποφάσεις και αφαιρώντας τα όρια της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, η διακυβέρνηση Μπους τοποθέτησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική στον μονόδρομο των στρατιωτικών επεμβάσεων.

Για τη νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν υπήρχαν πλέον άλλες επιλογές παρά μόνο η στρατιωτική λύση, η οποία, σύμφωνα με την νεοσυντηρητική λογική, θα αναδιαμόρφωνε τον ισλαμικό κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν πως σύντομα η στρατιωτική λύση απορρόφησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική. 

Η οπτική της διακυβέρνησης Μπους πως το αδύναμο Ιράκ θα άνοιγε τον δρόμο για την υπόλοιπη Μέση Ανατολή ήταν ενδεικτική της νεοσυντηρητικής λογικής πως οι στρατιωτικές επεμβάσεις –με την αρχή στο Ιράκ και με πιθανή συνέχεια σε Συρία και Ιράν- θα μπορούσαν να επιβάλλουν την αναδιαμόρφωση του ισλαμικού κόσμου.

Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, τον Μάρτιο του 2003, βύθισε τη χώρα στην αστάθεια και σε έναν κλιμακούμενο εμφύλιο πόλεμο.  Έως το 2006 ο ιρακινός εμφύλιος πόλεμος θα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, στέλνοντας βίαιους κραδασμούς σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Η αμερικανική εισβολή, με τη συνδρομή της Μεγάλης Βρετανίας, είχε εξουδετερώσει τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά είχε δημιουργήσει νέα, πολύ πιο σύνθετα και απειλητικά ζητήματα, όχι τόσο για την Αμερική αλλά κυρίως για την Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τον υπόλοιπο κόσμο. 

Σεχταρισμός, ισλαμισμός και περιφερειακή αστάθεια  

Open Image Modal
Ιράκ - Η αποκαθήλωση του Σαντάμ Χουσέιν
JEROME DELAYASSOCIATED PRESS

 

Το πρώτο, άμεσο και πολύ σημαντικό ζήτημα που αναδύθηκε μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ ήταν η ανάφλεξη των σεχταριστικών συγκρούσεων.

Η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν είχε ταυτοχρόνως αποδομήσει ένα ιρακινό σουνιτικό σύστημα εξουσίας οκτώ δεκαετιών, καθώς από τη δεκαετία του 1930 το Ιράκ, μια χώρα με σιιτική πλειονότητα, είχε σουνιτική διοίκηση, έως το 1958 μοναρχική και έκτοτε στρατιωτική και μπααθική.

Η έκρηξη και κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου μετά την ανατροπή του Σαντάμ, κυρίως ανάμεσα στη σιιτική και σουνιτική κοινότητα, μετέτρεψε το Ιράκ σε μια δίνη αστάθειας που δεν θα μπορούσε να περιοριστεί εντός των διάτρητων πλέον ιρακινών συνόρων.

Ταυτοχρόνως, υπήρξε μια αύξηση της σεχταριστικής ρητορικής –επίσημης και μη- που συχνά εξελισσόταν σε σεχταριστική βία σε ολόκληρη την περιοχή, από τον Λίβανο έως το Πακιστάν. Ο αμερικανικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και ο εμφύλιος πόλεμος του Ιράκ μετέτρεπαν ολόκληρη την περιοχή σε μια ζώνη αστάθειας και διακοινοτικών συγκρούσεων με βαθιές και μακροχρόνιες συνέπειες.  

Το δεύτερο εξαιρετικά σημαντικό και άκρως απειλητικό ζήτημα που αναδύθηκε μέσα από την κλιμακούμενη αστάθεια του Ιράκ ήταν η νέα έξαρση του μιλιταριστικού Ισλάμ.

Η ενεργοποίηση ισλαμιστικών δικτύων στη Μέση Ανατολή με προορισμό το Ιράκ μετέτρεψε τον ιρακινό εμφύλιο πόλεμο σε ένα νέο Αφγανιστάν και σε θερμοκοιτίδα ενός ακόμη κύματος του μιλιταριστικού Ισλάμ.

Πολλοί σουνίτες ισλαμιστές μετέβησαν στο Ιράκ, κυρίως από τη γειτονική Συρία, προκειμένου να ενταχθούν σε μια από τις ισλαμιστικές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί μέσα στο χάος του ιρακινού εμφυλίου και να πλήξουν τις αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις και την ιρακινή σιιτική κοινότητα.

Η Αλ Κάιντα στο Ιράκ με επικεφαλής τον Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι θα εξελισσόταν στην πλέον φονική εξ αυτών και θα ήταν η πρώτη εκδοχή ακόμη πιο σκληρών οργανώσεων που θα εμφανίζονταν μερικά χρόνια μετά, όπως το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και το Ιράκ.

Ταυτοχρόνως, παλιές και νέες ισλαμιστικές οργανώσεις αναδύθηκαν μέσα από την σιιτική κοινότητα, με πολλαπλό στόχο την προστασία της κοινότητας από τους σουνίτες ισλαμιστές, την εκδίωξη των αμερικανικών κατοχικών δυνάμεων και εντέλει την κατάληψη της εξουσίας στο Ιράκ μετά από οκτώ δεκαετίες σουνιτικής ηγεμονίας. 

Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και ο αντίκτυπός της έντονος φθάνοντας έως την Κεντρική Ασία, αλλά και την Ευρώπη. Πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις, από την Βαγδάτη και το Καράτσι έως την Μαδρίτη και το Λονδίνο επιβεβαίωναν με δραματικό τρόπο τη νέα δολοφονική έξαρση του μιλιταριστικού Ισλάμ.

Την ίδια στιγμή, με επίκεντρο το Ιράκ και τη Συρία, τη γεωγραφική περιοχή που γεφυρώνει την Μεσόγειο με την Αραβική Χερσόνησο και τον Περσικό Κόλπο, η αναβίωση των ισλαμιστικών δικτύων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, σπέρνοντας τους σπόρους των μελλοντικών τρόμων. Υπό αυτό το πρίσμα, έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν πλέον σαφές πως ο αμερικανικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από τον διακηρυγμένο στόχο του. 

Ένα τρίτο ζήτημα, με εκτενείς και μακροχρόνιες προεκτάσεις, ήταν η απότομη αλλαγή των περιφερειακών ισορροπιών που είχε προκαλέσει η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν και το τέλος της σουνιτικής κυριαρχίας στο Ιράκ.

Η σημασία αυτού του γεγονότος είναι απολύτως κομβική για την κατανόηση των εξελίξεων που ακολούθησαν, καθώς όλα τα κράτη της περιοχής κινήθηκαν για να αντιμετωπίσουν, το κάθε ένα από τη δική του οπτική, τις νέες γεωπολιτικές συνθήκες που δημιουργούσε αυτή η αλλαγή στο κέντρο του μεσανατολικού συστήματος.

Το Ιράν κινήθηκε για να φέρει για πρώτη φορά το Ιράκ υπό τη δική του επιρροή, η Σαουδική Αραβία για να αντιμετωπίσει τις ιρανικές περιφερειακές φιλοδοξίες, η Τουρκία για να διαχειριστεί την ανάδυση του κουρδικού ζητήματος και η Συρία για να αντιμετωπίσει τους πολλαπλούς κραδασμούς του ιρακινού πολέμου.   

Ο αποπροσανατολισμός της υπερδύναμης

Open Image Modal
Αραβική Άνοιξη: (Με τη φορά των δεικτών του ρολογιού) Πάνω αριστερά Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο, δεξιά Τυνησία, Υεμένη (διαδηλωτές ζητούν την απομάκρυνση του Σάλεχ) και τέλος Απρίλιος 2011 Συρία
commons wikimedia

Τα τρία αυτά ζητήματα, άμεσο αποτέλεσμα του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας, είχαν δημιουργήσει ένα πλέγμα αλληλένδετων απειλών και κρίσεων που από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 βύθισαν τον ισλαμικό κόσμο σε μια συνεχώς ανατροφοδοτούμενη αστάθεια. Κι αυτό σε μια περιοχή που ήδη χαρακτηριζόταν από βαθιά κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανισότητα που ευνοούσε τη ριζοσπαστικοποίηση και την πολιτικό-θρησκευτική βία.

Οι αραβικές εξεγέρσεις που ξεκίνησαν το 2010-11 και οι οποίες ένωσαν τα τρία αυτά ζητήματα με τα παλαιότερα, δομικά προβλήματα του ισλαμικού κόσμου, έθεσαν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας σε ένα ακόμη πιο σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον και θόλωσαν ακόμη περισσότερο την ούτως ή άλλως διαθλασμένη οπτική της υπερδύναμης. 

Η βίαιη έκρηξη της συριακής κρίσης, αποτέλεσμα της συσσώρευσης παλιών και νέων τοπικών και περιφερειακών πιέσεων, αποπροσανατόλισε περαιτέρω την δημοκρατική διακυβέρνηση Ομπάμα, αλλά και την ούτως ή άλλως ασαφή πολιτική της διακυβέρνησης Τραμπ, που βρέθηκαν να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στα αδιέξοδα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας και στις νέες απειλές που αυτός είχε προκαλέσει.

Η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, αλλά και άλλων ισλαμιστικών οργανώσεων, που είχαν τις ρίζες τους στον εμφύλιο πόλεμο του Ιράκ, ανέδειξε με τον πλέον βίαιο και δραματικό τρόπο το αδιέξοδο του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας και την έκταση της αστάθειας στην οποία βρισκόταν η περιοχή.

Η επέλαση του Ισλαμικού Κράτους στη Μοσούλη, οι τρομοκρατικές επιθέσεις σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και η σταδιακή επέκταση της δράσης του έως τη Βόρεια Αφρική και το Αφγανιστάν αναδείκνυαν την έξαρση του μιλιταριστικού Ισλάμ 12 χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.

Ταυτοχρόνως, οι Ταλιμπάν, που πριν από μιάμιση δεκαετία είχαν πληγεί από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ κατά την επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία», αύξαναν την ισχύ τους στο Αφγανιστάν.   

Η οπτική του προέδρου Ομπάμα θα χαρακτηριζόταν από έναν διαρκή μετεωρισμό, αποφεύγοντας να εμπλακεί βαθιά στη σημαντικότερη σύγχρονη κρίση της Μέσης Ανατολής στη Συρία και επιλέγοντας να διεξάγει μια αντιτρομοκρατική εκστρατεία με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και ειδικών δυνάμεων, επιλογή που ακολούθησε και ο πρόεδρος Τραμπ.

Υπό αυτό το πρίσμα, η αμερικανική διπλωματία, με σημαντική εξαίρεση τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αδυνατούσε να βρει ρυθμό, ενώ ο μιλιταρισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής συνεχιζόταν.

Την ίδια στιγμή, ενώ η Αμερική παρέμενε εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα της προηγούμενης δεκαετίας, το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον μεταλλασσόταν με ταχύτητα, καθώς μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις προσάρμοζαν την πολιτική τους στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί.

Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας, η διακυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να διαχειριστεί τα σύνθετα ζητήματα που αναδύθηκαν μέσα από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που σε μεγάλο βαθμό έχει διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα των προηγούμενων αμερικανικών επιλογών.

Δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια το υπόδειγμα του αμερικανικού πολέμου κατά της τρομοκρατίας προκειμένου να αυξήσουν την επιρροή τους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Άλλες, όπως η Τουρκία και το Ιράν έχουν εκμεταλλευτεί τον κατακερματισμό του αραβικού κόσμου προκειμένου να προβάλλουν τις περιφερειακές φιλοδοξίες τους, ενώ το μιλιταριστικό Ισλάμ γεννά συνεχώς την τελευταία δεκαετία νέες ριζοσπαστικές οργανώσεις που επιτείνουν την αστάθεια του ισλαμικού κόσμου.

Η δυσκολία της Αμερικής να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, εμφανή κατά την πρόσφατη αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο, θα έχει διάρκεια καθώς είναι αυτή τώρα που καλείται να προσαρμοστεί στον νέο επικίνδυνο κόσμο που δημιούργησαν οι προηγούμενες επιλογές της.