Ο λαβύρινθος του Ερντογάν

Σύντομα θα φανεί το περίγραμμα των κινήσεων που θα επιλέξει για να βγει από τον πολιτικό λαβύρινθο που ο ίδιος διαμόρφωσε.
|
Open Image Modal
.
Gregorio Borgia via AP

Μέσα από μια πολιτική διαδρομή απότομων ελιγμών, συχνών εντάσεων, εσωτερικής πόλωσης και εξωτερικών κρίσεων ο Ρ.Τ. Ερντογάν κατάφερε να παραμείνει για δύο δεκαετίες ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής ζωής της Τουρκίας. Μπροστά του τώρα, ο Τούρκος πρόεδρος έχει τη δύσκολη εξίσωση της πολιτικής του επιβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίον θα προσπαθήσει ο Ρ.Τ. Ερντογάν να λύσει αυτήν την εξίσωση μπορεί να ανιχνευθεί στην πολιτική διαδρομή του.    

Πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια, στα τέλη του 2002, η Τουρκία εισερχόταν σε μια νέα πολιτική περίοδο. Στην πορεία προς τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 2002, η μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση στην Τουρκία -με κορύφωση την κατάρρευση της κυβέρνησης συνεργασίας των  Ετσεβίτ, Γιλμάζ και Μπαχτσελί- ευνόησε το AKP και τον Ρ.Τ. Ερντογάν.

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έλαβε το 34% των ψήφων, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) ήταν το μοναδικό άλλο κόμμα που κατάφερε να περάσει το εκλογικό όριο του 10%. Οι εκλογές είχαν αποτελέσει έναν πολιτικό σεισμό για την Τουρκία και είχαν αναδιαμορφώσει το πολιτικό τοπίο της χώρας. 

Το ΑΚΡ σχημάτισε την πρώτη αυτοδύναμη κυβέρνηση στην Τουρκία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αρχικά με προσωρινό πρωθυπουργό τον Αμπντουλάχ Γκιούλ και στη συνέχεια, από τις 14 Μαρτίου 2003, με πρωθυπουργό τον Ρ.Τ. Ερντογάν. 

Open Image Modal
GERARD CERLES via Getty Images

Πέντε ημέρες μετά, η νέα κυβέρνηση του ΑΚΡ έβλεπε με μεγάλη ανησυχία την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ καθώς η παρουσία του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη απέτρεπε, έως τότε, τη διάσπαση του Ιράκ και την de facto αυτονομία των Κούρδων. Η νέα αστάθεια στο Ιράκ και η άνοδος στην πρωθυπουργία του Ρ.Τ. Ερντογάν οδήγησαν σε στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς τον αραβομουσουλμανικό κόσμο.

Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη στροφή είχε ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο ρόλος του στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έχει αναδειχθεί και αναλυθεί εκτενώς από τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Μάζη σε πολλές μελέτες του, αλλά και σε πρόσφατα βιβλία του όπως στο Μεσογείου Παλίμψηστον (εκδόσεις Λειμών, 2021). 

Ακολούθησε η βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με ορισμένα αραβικά κράτη, μεταξύ αυτών τη Συρία, η εμβάθυνση των δεσμών με το πολιτικό Ισλάμ και κυρίως τα διάφορα παρακλάδια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η προσέγγιση άλλων ισλαμικών κυβερνήσεων όπως εκείνες του Πακιστάν και της Μαλαισίας και η ρήξη με το Ισραήλ. 

Το κουρδικό άνοιγμα του Ερντογάν 

Open Image Modal
Νοέμβριος 2013 - Ο Ερντογάν μαζί με τον ηγέτη των Κούρδων στο Ιράκ Μασούντ Μπαρζανί σε μια ομαδική τελετή γάμου στο Ντιγιαρμπακίρ.
via AP

Στο εσωτερικό, ο Τούρκος πρόεδρος έβλεπε όλο και περισσότερο στο δύσκολο κουρδικό ζήτημα ένα αντίβαρο μέσω του οποίου θα μπορούσε να διαμορφώσει την ισορροπία της τουρκικής πολιτικής προς όφελος του ΑΚΡ. Εξάλλου, ο ισλαμικός χαρακτήρας και το νέο προφίλ του ΑΚΡ είχαν προσελκύσει ένα μέρος της κουρδικής ψήφου.

Από τον Ιούνιο του 2007 και τη δεύτερη συνεχόμενη εκλογική του νίκη, το ΑΚΡ βρέθηκε υπό έντονη πίεση καθώς το CHP και το εθνικιστικό ΜΗΡ, όπως και ο στρατός, ήθελαν την ανάφλεξη του κουρδικού ζητήματος. Με αυτόν τον τρόπο επιδίωκαν τη μεταφορά της πολιτικής σύγκρουσης στη σφαίρα της εθνικής ασφαλείας, εκεί όπου πίστευαν πως είχαν το πλεονέκτημα έναντι του ΑΚΡ.

Καθ’ όλη εκείνην την περίοδο, ο Ρ.Τ. Ερντογάν προσπαθούσε να εδραιώσει την εξουσία του έναντι των κεμαλικών και του στρατού. Σύμμαχος του Ερντογάν σε αυτήν την εσωτερική σύγκρουση ήταν ο Φετουλάχ Γκιουλέν και το ισλαμικό δίκτυο Χιζμέτ.

Με δικαστικές διώξεις και συλλήψεις στο πλαίσιο των υποθέσεων Εργκένεκον και Βαριοπούλα, ο Ρ.Τ. Ερντογάν θα κατάφερνε σταδιακά να αποδυναμώσει τους κεμαλικούς και τον έλεγχό τους στις ένοπλες δυνάμεις. 

Το καλοκαίρι του 2009 ο Ρ.Τ. Ερντογάν ξεκίνησε το «κουρδικό άνοιγμα», το οποίο στόχευε, αν και με ένα ασαφές πλαίσιο, στην πολιτική διαχείριση του κουρδικού ζητήματος. Ο Τούρκος πρωθυπουργός εξακολουθούσε να πιστεύει πως αυτή η προσέγγιση θα του παρείχε πολιτικά οφέλη και ένα μέρος της κουρδικής ψήφου.

Παρά τις όποιες διαφωνίες και καθυστερήσεις, το 2013 ο Ρ.Τ. Ερντογάν ξεκίνησε την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους.  

Εντωμεταξύ, ένα νέο ρήγμα, αυτήν τη φορά στο εσωτερικό της ισλαμικής σύγκλισης ανάμεσα στον Ρ.Τ. Ερντογάν και τον Φ. Γκιουλέν, που από σύμμαχος είχε μετατραπεί σε βασικό αντίπαλο του ΑΚΡ, ενίσχυε την προσέγγιση του Τούρκου πρωθυπουργού με τους Κούρδους. Η ισορροπία της τουρκικής πολιτικής ήταν ακόμη εύθραυστη και ο Ρ.Τ. Ερντογάν, που ήδη σχεδίαζε τη μετακίνησή του στην προεδρία της χώρας, ήθελε να αποφύγει το άνοιγμα δύο ταυτόχρονων εσωτερικών μετώπων.

Ο Ερντογάν και η στρατηγική της έντασης 

Open Image Modal
18 Ιουλίου 2016. Οπαδοί του Ερντογάν κρεμάνε ομοίωμα του Φετουλάχ Γκιουλέν καθώς ο Ερντογάν θεώρησε πως αυτός ήταν ο υποκινητής του πραξικοπήματος.
Getty Images via Getty Images

Εντωμεταξύ, η απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν να διακόψει τις σχέσεις της με το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και να στηρίξει τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις απέναντι στη Δαμασκό είχε βαθιά επίδραση στην τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Μέσα από την έντονη ρευστότητα της περιοχής αναδυόταν μια νέα περιφερειακή τάξη, όπου το γεωπολιτικό βάρος μετατοπιζόταν σταδιακά από το κέντρο προς την περιφέρεια της Μέσης Ανατολής, προς την Τουρκία, το Ιράν και τις μοναρχίες του Κόλπου. Ο Ρ.Τ. Ερντογάν έβλεπε σε αυτήν τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα μια μεγάλη ευκαιρία για την Τουρκία.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στη Συρία μετά το 2013 έθεσαν ένα απότομο όριο στις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ερντογάν, ενώ η αμερικανική πολιτική το 2015 έμοιαζε να οδηγεί την κατάσταση προς μια αυτονόμηση των Κούρδων της Συρίας.

Την ίδια περίοδο, στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2015, το ΑΚΡ έχασε για πρώτη φορά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η επιδείνωση της οικονομίας, ο αυταρχισμός του Ερντογάν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων για το πάρκο Γκεζί και η εκτίναξη των ποσοστών του φιλοκουρδικού HDP απειλούσαν τον πολιτικό σχεδιασμό του Ρ.Τ. Ερντογάν.

Έχοντας πια εκλεγεί πρόεδρος από τον Αύγουστο του 2014, ο Ρ.Τ. Ερντογάν στόχευε στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος σε προεδρικό και την εδραίωση της πολιτικής ηγεμονίας του. Όμως η διενέργεια δημοψηφίσματος για την αλλαγή του συστήματος προϋπέθετε τον έλεγχο των δύο-τρίτων του κοινοβουλίου και η εκλογική άνοδος του HDP είχε αλλάξει τις ισορροπίες.   

Σε εκείνο το σημείο, ο Ρ.Τ. Ερντογάν επέλεξε να κάνει ακόμη μια πολιτική στροφή, αυτήν τη φορά στο κουρδικό ζήτημα.

Προκειμένου να αναδιατάξει ξανά τις πολιτικές ισορροπίες, ο Τούρκος πρόεδρος διέκοψε την πολιτική προσέγγιση με τους Κούρδους, επένδυσε στην πόλωση του πολιτικού κλίματος και προκήρυξε επαναληπτικές εκλογές για τον Νοέμβριο του 2015. Η στρατηγική της έντασης αποδείχθηκε επιτυχημένη, όχι όμως απόλυτα. Το ΑΚΡ ανέκτησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά όχι και τα δύο-τρίτα της Βουλής.

Ωστόσο,  η στρατηγική της έντασης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 έδωσε νέα ώθηση στη στρατηγική του Ρ.Τ. Ερντογάν.

Η προσέγγιση του ΑΚΡ με το εθνικιστικό ΜΗΡ και η βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία έδωσαν τη δυνατότητα στον Τούρκο πρόεδρο να τοποθετήσει το κουρδικό ζήτημα στο επίκεντρο της στρατηγικής του, να σφραγίσει τη συμμαχία του με το ΜΗΡ και να εισβάλει, με την ανοχή της Μόσχας, στη βόρεια Συρία κατά των Κούρδων του YPG.  

Στις 16 Απριλίου 2017, έναν μήνα μετά το τέλος της πρώτης εισβολής στη βόρεια Συρία («Ασπίδα του Ευφράτη»), μέσα σε συνθήκες ακραίας πόλωσης και κατέχοντας τα δύο-τρίτα της Βουλής μαζί με το MHP, ο Ρ.Τ. Ερντογάν κέρδισε οριακά το δημοψήφισμα για τη μετατροπή του τουρκικού πολιτικού συστήματος σε προεδρικό.

Open Image Modal
Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας. Οι Τούρκοι έχουν καταλάβει το Αφρίν.
Anadolu Agency via Getty Images

Ο Τούρκος πρόεδρος ακολούθησε την ίδια στρατηγική της έντασης στο επόμενο βήμα προς την προεδρία. Τον Απρίλιο του 2018, λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της δεύτερης τουρκικής εισβολής στη βόρεια Συρία («Κλάδος Ελαίας»), ο Ρ.Τ. Ερντογάν και ο Ντ. Μπαχτσελί ανακοίνωσαν πρόωρες εκλογές-κοινοβουλευτικές και προεδρικές- για τις 24 Ιουνίου 2018.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τούρκος πρόεδρος έφερε το κουρδικό ζήτημα στην αιχμή της ρητορικής του και ένωσε για άλλη μια φορά το εξωτερικό πεδίο με την εσωτερική πολιτική κατάσταση. Σε ένα νέο κλίμα πόλωσης και εθνικιστικής έξαρσης, η συμμαχία ΑΚΡ-ΜΗΡ κέρδισε τις κοινοβουλευτικές εκλογές και ο Ρ.Τ. Ερντογάν τις προεδρικές. Η στρατηγική της έντασης είχε εδραιώσει την πολιτική κυριαρχία του Τούρκου προέδρου.  

Η πορεία προς τις εκλογές

Η Τουρκία έχει αποκτήσει ένα νέο πολιτικό σύστημα που ενίσχυσε την κυριαρχία του Ρ.Τ. Ερντογάν, αλλά παράλληλα αποδυνάμωσε την ήδη εξασθενημένη τουρκική δημοκρατία. Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε τη στρατηγική της έντασης προκειμένου να μετατοπίσει το κουρδικό ζήτημα στο επίκεντρο της πολιτικής, να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό, να αλλάξει το πολιτικό σύστημα και να δημιουργήσει αντίβαρα απέναντι στη φθορά του ΑΚΡ, συμμαχώντας με το εθνικιστικό MHP και ασκώντας ασφυκτική πίεση στο HDP. 

Όμως η στρατηγική της έντασης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μόνιμος μηχανισμός ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων, καθώς υπάρχει κίνδυνος η διαρκής και έντονη πίεση να προκαλέσει μια επικίνδυνη ρηγμάτωση στο πολιτικό σύστημα.

Το κλειδί της παράτασης της πολιτικής κυριαρχίας του Ρ.Τ. Ερντογάν βρίσκεται στον θεσμικό έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Αρχικώς στην πολιτειακή αλλαγή που του έδωσε αυτόν τον έλεγχο από το 2017 και στη συνέχεια από τον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος θα επιλέξει να διαμορφώσει το νέο πολιτικό πλαίσιο ενόψει των επόμενων εκλογών, είτε αυτές γίνουν στις 18 Ιουνίου 2023, είτε σε περίπτωση που γίνουν πρόωρα.

Από τη μείωση του υψηλότατου εκλογικού ορίου του 10% για είσοδο στη Βουλή, γεγονός που θα επιτρέψει την είσοδο σε αυτήν του αποδυναμωμένου συμμαχικού MHP, την ενδεχόμενη απαγόρευση του HDP και την πιθανή αναδιαμόρφωση του εκλογικού χάρτη της χώρας έως μια χρονικά περιορισμένη επανάληψη της στρατηγικής της έντασης με παράλληλη ανάφλεξη του μετώπου της βορείας Συρίας, ο Ρ.Τ. Ερντογάν εξακολουθεί να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων.  

Ωστόσο, η επιδείνωση των δεικτών της τουρκικής οικονομίας, η πολιτική φθορά του ΑΚΡ και τα νέα κόμματα που έχουν δημιουργηθεί μέσα από αυτό, οι προσπάθειες των κομμάτων της αντιπολίτευσης να συγκροτήσουν ένα ενιαίο μέτωπο, αλλά και η απουσία εναλλακτικών για πολιτικές συμμαχίες διαμορφώνουν μια εξαιρετικά δύσκολη διαδρομή για τον Τούρκο πρόεδρο.

Μέσα στην επόμενη περίοδο θα αρχίσει να αναδύεται το περίγραμμα των κινήσεων που θα επιλέξει ο Ρ.Τ. Ερντογάν για να βγει από αυτόν τον πολιτικό λαβύρινθο που ο ίδιος διαμόρφωσε.