Όπως αναμενόταν, μετά την απόρριψη εκ μέρους της εισαγγελίας του Lüneburg του αιτήματός του για χάρη, ο Oskar Gröning, 96 ετών, θα οδηγηθεί τελικά στις φυλακές προκειμένου να εκτίσει ποινή τετραετούς φυλάκισης για συνέργεια στη δολοφονία τουλάχιστον 300.000 ανθρώπων, καθώς στο διάστημα 1942-1944 υπηρετούσε ως φρουρά στο στρατόπεδο εξόντωσης του Auschwitz-Birkenau, έχοντας ως κύρια αποστολή τη συλλογή και τη διαχείριση των χρημάτων και των τιμαλφών που είχαν μαζί τους όσοι οδηγούνταν στο στρατόπεδο αυτό, όταν έπρεπε να παραδώσουν όλα τα προσωπικά τους είδη, συμπεριλαμβανομένων των ενδυμάτων τους. Λόγω ακριβώς αυτής της «αποστολής» έγινε γνωστός στα γερμανικά μέσα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης δίκης του ως ο «λογιστής» του Auschwitz.
Πράγματι, τον Ιούλιο του 2015 δικαστήριο της πόλης Lüneburg καταδίκασε τον «λογιστή» σε τετραετή φυλάκιση λόγω της συμμετοχής του στο Auschwitz-Birkenau με την παραπάνω ιδιότητα. Ο Gröning άσκησε έφεση στην απόφαση, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο (Bundesgerichtshof) της Καρλσρούης στις 20.9.2016 απέρριψε την προσφυγή[1] αποδεχόμενο το σκεπτικό των δικαστών του Lüneburg. Ο Gröning μετά από αυτό προσέφυγε στο γερμανικό Συμβούλιο Επικρατείας (Bundesverfassungsgericht) επικαλούμενος λόγους υγείας που δεν του επιτρέπουν την έκτιση της ποινής στην ηλικία του. Τον περασμένο Δεκέμβριο το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν λόγοι υγείας για την μη έκτιση της ποινής.
Ο Gröning δεν είναι ούτε ο μόνος, αλλά ίσως και ούτε ο τελευταίος μιας δράκας επιζώντων πρώην ανδρών των SS και των Waffen-SS που έχουν απασχολήσει τη γερμανική δικαιοσύνη την τελευταία δεκαετία για εγκλήματα που τελέστηκαν εβδομήντα και πλέον χρόνια πριν. Ίδια ακριβώς εγκλήματα είχαν, όμως, πολύ διαφορετική αντιμετώπιση από τον ίδιο θεσμό σε προηγούμενες δεκαετίες. Τι σηματοδοτεί άραγε αυτή η όψιμη προσχώρηση της γερμανικής δικαιοσύνης στην άποψη ότι πρέπει να θεωρείται κανείς ένοχος για το έγκλημα της δολοφονίας – που δεν παραγράφεται – ακόμη και αν ο κατηγορούμενος δεν έχει αφαιρέσει τη ζωή κάποιου (άμαχου ή κρατούμενου) είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν εντολής ανωτέρου, αλλά εκ του γεγονότος ότι συμμετείχε – στην περίπτωσή μας ως «λογιστής» - στη λειτουργία ενός οργανισμού που ρεαλιστικά ονομάστηκε «μηχανή θανάτου»; Και αν η γερμανική δικαιοσύνη τοποθετεί τα τελευταία χρόνια τον ηθικό πήχυ για την αξιολόγηση των εγκλημάτων τα οποία διέπραξαν ή στα οποία συμμετείχαν τα εκτελεστικά όργανα του ναζιστικού καθεστώτος τόσο ψηλά, γιατί δεν ισχύει το ίδιο και για τους «χασάπηδες» του Κομμένου, των Καλαβρύτων, του Διστόμου, της Κλεισούρας και δεκάδων άλλων τόπων εθνικοσοσιαλιστικής βαρβαρότητας στην κατεχόμενη Ελλάδα;
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, όποια άποψη κι αν έχει κανείς για τις συνθήκες που ευνόησαν την επιθετική αναθεωρητική διάθεση του Αδόλφου Χίτλερ, ξεκίνησε με γερμανική πρωτοβουλία. Επειδή το κόμμα που κυβερνούσε εκείνη την εποχή στη Γερμανία ήταν το εθνικοσοσιαλιστικό και η διοίκηση του πολέμου αντίστοιχη, έχουμε την τάση να θεωρούμε την ένοπλη αυτή σύγκρουση υπόθεση του εθνικοσοσιαλισμού περισσότερο, και λιγότερο της Γερμανίας. Οι Ναζί, λέμε, έκαναν τον πόλεμο και διέπραξαν τα εγκλήματα που σχετίζονται με αυτόν. Ως ένα βαθμό τούτο είναι ακριβές, αλλά μόνον ως ένα βαθμό. Ο πόλεμος δεν έγινε για να δοξαστεί ο ναζισμός, αλλά για να προκύψει μια γερμανική Ευρώπη και μια Γερμανία ως παγκόσμια δύναμη, πολιτική, στρατιωτική και οικονομική. Η έκταση και η ισχύς της Γερμανίας ήταν το διακύβευμα, ο ναζισμός υπήρξε το εργαλείο, ο δρόμος που θα την οδηγούσε στο ποθητό αποτέλεσμα. Ό,τι έγινε, συνεπώς, την περίοδο εκείνη, και έγιναν πολλά, έγινε στο όνομα της Γερμανίας: από την ένωση με την Αυστρία, μέχρι την «παλλαϊκή άμυνα» τον Μάιο του 1945. Μέσα σε αυτά συγκαταλέγονται, εκτός από τις ίδιες τις στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των γερμανικών δυνάμεων και των συνεργατών τους και των συμμαχικών δυνάμεων και των δικών τους συμμάχων, οι δεκάδες χιλιάδες εκτελέσεις αμάχων στην κατεχόμενη Ελλάδα, αλλά και η καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας με τη μεταφορά τουλάχιστον 60.000 Εβραίων συμπολιτών από όλα σχεδόν τα σημεία της χώρας – από το Διδυμότειχο μέχρι τη Ρόδο μεταξύ Μαρτίου 1943 και Ιουλίου 1944 – στους τόπους εξόντωσης.
Όλες αυτές οι δολοφονίες αθώων, αθώων με την έννοια των μη εμπλεκομένων στις ένοπλες συγκρούσεις, αποτέλεσαν μεταπολεμικά το συλλογικό στίγμα για μια ολόκληρη κοινωνία, για τη Γερμανία ως χώρα. Κυρίως για τη δυτική, καθώς η ανατολική επέλεξε να το αποκρούσει, εγγράφοντας τα φαινόμενα αυτά σε μια ιδεολογία και στους υποστηρικτές της, και σε όχι στο κράτος εν ονόματι του οποίου είχαν διαπραχθεί.
Μία από τις στρατηγικές διαχείρισης του στίγματος ήταν η προσπάθεια μεταφοράς της διάχυτης ευθύνης στην πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ηγεσία της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, προσπάθεια που ξεκίνησε με πρωτοβουλία των νικητών και που είναι γνωστή ως Δίκη (ακριβέστερα: δίκες) της Νυρεμβέργης. Ωστόσο με την τιμωρία μερικών δεκάδων ηγετικών στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος το στίγμα δεν εξαλείφθηκε.
Χώρες που έζησαν πολύ έντονα τη βαρβαρότητα των κατοχικών δυνάμεων, όπως η Ελλάδα, είχαν αρχίσει να συντάσσουν ήδη από το 1945 καταλόγους υπόπτων για εγκλήματα πολέμου και λίγο αργότερα καταλόγους Γερμανών πολιτών εναντίον των οποίων είχαν εκδοθεί εντάλματα συλλήψεως για την εμπλοκή τους σε εγκλήματα πολέμου στο ελληνικό έδαφος κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η διελκυστίνδα Ελλάδας – Δυτικής Γερμανίας για την έκδοση αυτών των ατόμων κράτησε κοντά δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που το 1959 η ελληνική πλευρά, και συγκεκριμένα η κυβέρνηση Καραμανλή, αποφάσισε να λύσει την εκκρεμότητα με την παύση των διώξεων από την ελληνική δικαιοσύνη και την εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής στη δυτικογερμανική πλευρά. Ήδη μέχρι τότε η δυτικογερμανική δικαιοσύνη είχε ασχοληθεί με ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, τις οποίες όμως έκλεισε όλες με απαλλακτικά βουλεύματα στο στάδιο της προανάκρισης, χωρίς να απαγγελθεί κατηγορία και παραπομπή σε δίκη.
Η ίδια τακτική συνεχίστηκε μετά το 1960, μέχρι και πολύ πρόσφατα, με τις περιπτώσεις του Διστόμου και του Κομμένου. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις εμπλεκομένων σε εγκλήματα – από τις αρχές Ιουνίου του 1941 στην Κρήτη μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 στο Χορτιάτη – δεν προέκυψαν από τις ανακρίσεις της γερμανικής δικαιοσύνης στοιχεία ικανά ώστε να παραπεμφθεί κάποιος σε δίκη, να δικαστεί και να καταδικαστεί. Στο 99,99% των περιπτώσεων δεν προέκυψαν από την ανάκριση καν στοιχεία για την απαγγελία κατηγορίας. Όλες οι υποθέσεις σταμάτησαν στο στάδιο της προανάκρισης με βουλεύματα παύσης της δίωξης. Στην αιτιολόγηση των εκατοντάδων αυτών απαλλακτικών βουλευμάτων αναφέρονται παγίως οι εξής λόγοι: είτε ότι ο δράστης (δράστες) δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί, είτε ότι ο δράστης απεβίωσε, είτε ότι το αδίκημα έχει παραγραφεί, είτε ότι ο δράστης ανήκε μεν στον στρατιωτικό σχηματισμό που ευθύνεται για το έγκλημα, αλλά δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι ο εμπλεκόμενος είχε άμεση συμμετοχή στην αφαίρεση ζωής, είτε τέλος ότι η ενέργεια του δράστη (το έγκλημα) ήταν σύννομη με βάση το τότε ισχύον δίκαιο του πολέμου. Μόνο στην περίπτωση που η πράξη είχε το στοιχείο της ανθρωποκτονίας με ταπεινά κίνητρα δεν ίσχυε ο κανόνας της παραγραφής και οι ανακριτές δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ταπεινά κίνητρα ή αναξιοπρεπή μέθοδο αφαίρεσης της ζωής σε καμία από αυτές τις εκτελέσεις.
Γνωρίζοντας όλα αυτά δυσκολεύεται κανείς εκ πρώτης όψεως να αντιληφθεί τι σημαίνει ακριβώς η αλλαγή πλεύσης της γερμανικής δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια στο ζήτημα της τιμωρίας Γερμανών πολιτών που ενέχονται σε εγκληματικές πράξεις κατά τη διάρκεια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Πρόκειται για «διορθωτική κίνηση» υπό το βάρος ενός προβληματικού ιστορικού απόδοσης δικαιοσύνης ή μήπως για κάτι άλλο;
Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει ακριβώς ποια είναι τα κίνητρα των δικαστών που εκδίκασαν με συγκλίνοντα τρόπο, δηλαδή με την ίδια θεωρία περί ενοχής προσώπου σε έγκλημα μη υποκείμενο σε παραγραφή κατά τη διάρκεια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, την υπόθεση Gröning και πέντε έξι άλλες παρόμοιες τα τελευταία χρόνια. Το μήνυμα, όμως, που εκπέμπουν οι αποφάσεις αυτές είναι σαφές: το στίγμα της Γερμανίας ως κράτους και ως κοινωνίας σε σχέση με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως σε σχέση με τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκειά του από γερμανικά θεσμικά όργανα εντοπίζεται και περιχαρακώνεται σε δύο οντότητες, στο σώμα των SS και στα στρατόπεδα εξόντωσης. Ό,τι βρώμικο έγινε από μη-μέλη των σωμάτων SS και εκτός στρατοπέδων εξόντωσης εμφανίζεται έτσι ως «συνηθισμένη υπόθεση» κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, για την οποία δεν έχει νόημα να ξεκινούν δίκες εβδομήντα χρόνια μετά και να οδηγούνται στις φυλακές υπέργηροι δράστες.
Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς προσεκτικός στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη φαινομενική αλλαγή στον τρόπο ορισμού της ενοχής εκ μέρους της γερμανικής δικαιοσύνης, όταν βλέπει να συμβαίνουν ταυτόχρονα δύο πράγματα: πρώην μέλη των SS, όπως ο Gröning, να καταδικάζονται σήμερα για πράξεις για τις οποίες λίγες δεκαετίες νωρίτερα δεν είχαν θεωρηθεί ένοχοι, ενώ την ίδια στιγμή άλλα εκτελεστικά όργανα του γερμανικού κράτους που διέπραξαν παρόμοια εγκλήματα, είτε στα πλαίσια των λεγόμενων μέτρων εξιλέωσης, είτε κατά το στάδιο της οργάνωσης και της εκτέλεσης των επιχειρήσεων σύλληψης και μεταφοράς των Εβραίων από τους τόπους κατοικίας τους στο Auschwitz, να μένουν στο απυρόβλητο, με το σκεπτικό που είχε η γερμανική δικαιοσύνη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 για τις υποθέσεις αυτές.
Βεβαίως λόγω του μεγέθους του, αλλά και του απίστευτα μεγάλου αριθμού των θυμάτων (υπολογίζονται στο 1,1 εκατ.), το διπλό στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς (Auschwitz, Auschwitz-Birkenau) συμβολίζει την άρση κάθε ορίου εκ μέρους ολοκληρωτικών καθεστώτων σε σχέση με τη διαχείριση της ανθρώπινης ζωής. Εκεί, όπως και στα υπόλοιπα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία και τη Γερμανία, η ανθρώπινη ζωή ήταν αναλώσιμο είδος, είτε μέσω της εξοντωτικής εργασίας, είτε μέσω των συνθηκών διαμονής, είτε μέσω συμβατικών εκτελέσεων, είτε μέσω των θαλάμων αερίων. Μόνον η φυσική παρουσία κάποιου στα στρατόπεδα αυτά, που απέχουν μεταξύ τους λίγα χιλιόμετρα, μπορεί να δημιουργήσει το βίωμα του μεγέθους και του είδους των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εκεί. Ιδιαίτερα το Auschwitz-Birkenau είχε κατασκευαστεί με προδιαγραφές να μπορεί να δέχεται πάνω από 200.000 κρατούμενους, με εκατοντάδες κτίρια και παραπήγματα, έξι θαλάμους αερίων και τέσσερα κρεματόρια που κατά περιόδους βρισκόταν διαρκώς σε λειτουργία. Σε ένα τέτοιο στρατόπεδο προφανώς χρειάζονταν και «λογιστές», εκτός από τους φρουρούς και το διοικητικό προσωπικό. Όπως και «βοηθοί» λογιστών, που προέρχονταν κατά κανόνα από τις γραμμές των κρατουμένων. Μάλιστα σημαντικές λεπτομέρειες για την καθημερινότητα της ζωής μέσα στο στρατόπεδο τις γνωρίζουμε από τέτοιους βοηθούς λογιστών που είχαν την τύχη να διασωθούν ακριβώς επειδή η συμβολή τους στη συλλογή, ταξινόμηση και αποστολή χρημάτων και αντικειμένων που είχαν αφαιρεθεί από τους κρατούμενους μετά την άφιξή τους σ’ αυτό εθεωρείτο σημαντική.
Από την πλευρά, λοιπόν, του συμβολισμού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Auschwitz-Birkenau έχει μια ιδιαιτερότητα η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τη δικαστική κρίση. Ακόμη κι αν δεχθούμε, όμως, ότι η συμμετοχή ενός προσώπου που υπηρετεί ως «λογιστής» στο Auschwitz, παρότι ο ίδιος δεν έχει – ή δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί ότι έχει - αφαιρέσει ζωή κάποιου κρατούμενου, συνιστά μη παραγραφόμενο έγκλημα, στο βαθμό που το πρόσωπο αυτό συμμετέχει στη λειτουργία μιας «μηχανής θανάτου», με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι και οι οπλίτες ή οι στρατονόμοι καθώς και το προσωπικό των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας που ανέπτυξαν δράση στην Ελλάδα για τη σύλληψη και τη μεταφορά των Εβραίων εκεί όπου ο «λογιστής» συγκεντρώνει τις βαλίτσες και καταγράφει σχολαστικά το περιεχόμενό τους, συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο, και ίσως μάλιστα πιο ενεργά, στην ίδια μηχανή θανάτου. Πόσοι από τους τελευταίους έχουν προσαχθεί σε δίκη, έχουν δικαστεί και καταδικαστεί στη Γερμανία μετά το 1945 για αυτή τη συμμετοχή στη μηχανή του θανάτου; Για την ακρίβεια, ουδείς.
Γι αυτό ο όψιμος ζήλος της γερμανικής δικαιοσύνης για τη δίωξη εγκλημάτων πολέμου που συντελέστηκαν από όργανα του γερμανικού κράτους κατά τη διάρκεια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, παρότι ευπρόσδεκτος, δεν μπορεί ούτε να ξεπλύνει το όνειδος της μεταπολεμικής γερμανικής δικαιοσύνης με την ουσιαστική άρνησή της να εκδικάσει τα εγκλήματα αυτά, αλλά ούτε και να περιχαρακώσει το στίγμα της βαρβαρότητας στο προσωπικό των στρατοπέδων εξόντωσης, όπως το Auschwitz-Birkenau, στέλνοντας έμμεσα το μήνυμα ότι αν δεν υπήρχαν τα SS και τα στρατόπεδα εξόντωσης με τους θαλάμους αερίων και τους «λογιστές» τους, τα υπόλοιπα θα ήταν τα συνήθη δυσάρεστα ενός συνηθισμένου πολέμου.