Ο Μίκης Θεοδωράκης το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» και ο  Δημήτρης Κουτσούμπας

Ο Μίκης έμεινε και θα μείνει στη συνείδηση του λαού ως σύμβολο της πατριωτικής ενότητας των Ελλήνων.
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Προοίμιο Γιώργος Καραμπελιάς

Η κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη αμαυρώθηκε από τα εμφυλιοπολεμικά κηρύγματα του γραμματέα του ΚΚΕ, που εκμεταλλεύτηκε κάποιες θλιβερές περιστάσεις για να επιχειρήσει να μεταβάλει τον Θεοδωράκη σε διχαστική φιγούρα – παρ’ όλο που την ίδια στιγμή όλη η Ελλάδα, κυριολεκτικώς, έγερνε ενωμένη πάνω στο φέρετρό του. 

Προφανώς δε, παρά τις προσπάθειές του, ο Μίκης έμεινε και θα μείνει στη συνείδηση του λαού πάνω και πέρα από τις όποιες διχαστικές απόπειρες ως σύμβολο της πατριωτικής ενότητας των Ελλήνων. 

Πιστεύω πως την καλύτερη απάντηση του Μίκη τη δίνει ένα έργο που έγραψε το 1961 στο Παρίσι, δώδεκα μόλις χρόνια μετά από έναν καταστρεπτικό Εμφύλιο όπου ο ίδιος είχε πάρει μέρος. Ο Μίκης, καταδεικνύοντας τα πραγματικά μεγέθη του, είχε το θάρρος να δημιουργήσει μια λαϊκή τραγωδία, το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού»,  με κείμενα, ποίηση και μουσική δικά του (εκτός από το «Νανούρισμα», του Κώστα Βίρβου), η οποία παρουσιάστηκε το 1962 από τον Μάνο Κατράκη σε σκηνοθεσία Πέλλου Κατσέλη. Τραγουδούσαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου και η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Το έργο ηχογραφήθηκε το 1963, κομμένο, διότι η λογοκρισία απαγόρευσε το τραγούδι «Αλυσίδα». («Την αλυσίδα τη βαριά / την κάνω χελιδόνι / τη φυλακή τη σκοτεινή / την κάνω ξαστεριά»). Το ηχογραφημένο έργο περιλαμβάνει οχτώ καταπληκτικά τραγούδια: «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη Μυρωδάτε», «Δοξαστικό», «Ένα δειλινό σε στήσαν στο σταυρό», «Νανούρισμα» (σε στίχους του Βίρβου), «Προδομένη μου αγάπη», «Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους», «Το όνειρο» και «Τον Παύλο και τον Νικολιό τους πάνε για ταξίδι με βάρκα δίχως άρμενα, με πλοίο δίχως ξάρτια». 

Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Θεοδωράκη να μιλήσει, δεκαετίες αργότερα, με τα λόγια και το έργο του: 

«Με το “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” ταυτίζομαι περισσότερο απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο έργο μου, από κάθε άποψη: μουσική, ανθρώπινη, βιωματική, αγωνιστική και προπαντός “ελληνική”, μια και ο Εμφύλιος βύθισε την Ελλάδα στα δάκρυα, στο αίμα και στη δίχως τέλος δοκιμασία».

«Η ιστορική νομοτέλεια περνά σαν μπουλντόζα πάνω από τις πατρίδες και τις κοινωνίες… Έχει τη γεύση του αίματος και του πόνου. Είναι όμως φανερό ότι τα σημάδια αυτά δεν είναι σημάδια μιας καταστροφής, ενός τέλους. Αλλά, αντίθετα, οι συνέπειες από μια γέννα, μιαν αρχή».

Ο εκτελεσμένος στο ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ, ο Παύλος (πρόκειται για τον Παύλο Παπαμερκουρίου), με τον οποίο είχαμε ζήσει μαζί στην παρανομία του 1948, βρήκε στη φαντασία μου έναν αδελφό, τον Ανδρέα, που ήταν δεξιός. Ανάμεσά τους στέκει η Μάνα τους, όπως συνέβη σε πολλές οικογένειες και όπως ουσιαστικά έγινε με όλους τους εχθρούς – αδελφούς, όπως ήσαν όλοι οι Έλληνες στον Εμφύλιο.

Από τότε φάρδυνε η ψυχή μου για ν’ αγκαλιάσει όλα τ’ αδέλφια, δεξιούς και αριστερούς. Τους γνώριζα και τους μεν και τους δε... Παίζαμε κάποτε στις ίδιες γειτονιές. Μετά μπήκαμε στις ίδιες παρέες. Ερωτευτήκαμε τα ίδια κορίτσια. Στο γυμνάσιο καθόμασταν στα ίδια θρανία κι αργότερα, στο πανεπιστήμιο, ανταλλάσσαμε τα βιβλία και τις σημειώσεις μας. Όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι, πολεμήσαμε ο ένας τον άλλον με λύσσα…

 Όταν ήρθε ο Ανδρέας μέσα στο ποίημα και στάθηκε δίπλα στον αδελφό του τον Παύλο, ήταν σαν να ήρθαν όλοι οι παλιοί μου φίλοι στη γειτονιά και στο σχολείο... Πολλοί απ’ αυτούς σκοτώθηκαν στα βουνά. Ακόμα και ο τελευταίος νεκρός του Εθνικού Στρατού έτυχε να είναι συμμαθητής μου. Ο καλύτερός μου φίλος, ο Μάκης Καρλής, κι αυτός ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού, έγινε κόκκινη βροχή όταν το τζιπ έπεσε πάνω σε νάρκη των ανταρτών. Πώς να με νιώσουν οι άλλοι, όσοι δε ζήσανε αυτές τις καταστάσεις; 

Μετά το ΟΝΕΙΡΟ «είδα» τον Παύλο καθώς τον πηγαίνουν στο θάνατο με συντροφιά τον Νικολιό. «Τους πάνε για ταξίδι με βάρκα δίχως άρμενα». 

Πριν απ’ το τέλος ο νεκρός Ανδρέας θα χορέψει με το Χάρο μπροστά στη Μάνα του «στα ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ στους ανθισμένους κήπους». Κι όταν όλα θα τελειώσουν, όταν όλοι θα ‘ναι νεκροί, θ’ αναστηθούν πιασμένοι χέρι χέρι και θα βαδίσουν πίσω από τον χάρτινο Ήλιο που θα τον κρατά ένα μικρό παιδί. Δεξιοί – Αριστεροί, εχθροί – αδελφοί, όλοι τώρα αδέλφια, όλοι. 

Πού να ‘ξερα τότε πως με το έργο αυτό, δηλαδή μ’ αυτές τις ιδέες που γκρεμίζανε τα φράγματα “δεξιά – αριστερά”, και προφητεύοντας την ενότητα του λαού σαν τη μόνη πραγματικότητα και τη μοναδική εθνική ελπίδα, θα υπέγραφα την οριστική μου καταδίκη από όλα τα κατεστημένα που ζουν, υπάρχουν και ευδοκιμούν στη μεταχουντική Ελλάδα, τρώγοντας τις σάρκες της εμφύλιας διαίρεσης...

Η θεματολογία, παρμένη από τη μυθολογία του Εμφυλίου, ήταν μοιραίο να με οδηγήσει σε σκέψεις. Ποιος ήταν ο Παύλος και ο Νικολιός; Πότε έζησαν και πώς; Πότε σκοτώθηκαν και πώς; Μήπως ήρθε ο καιρός για μια ευρύτερη σύνθεση που να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη ιστορία σαν κι αυτές που είχαμε ζήσει λίγο πιο πριν; Μήπως προβάλλοντας το κακό της εμφύλιας διαίρεσης στις πιο ακραίες του μορφές μπορούσαμε να το ξορκίσουμε ντύνοντάς το με τα ρούχα της ποίησης και της μουσικής; Να χτίσουμε πέτρα πέτρα το δράμα και ν’ αφήσουμε τα γεγονότα να διαδραματίσουν το ρόλο της Μοίρας που οδηγεί τις συγκρούσεις στην ύστατη συνέπεια : την προδοσία, το μίσος, το θάνατο, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει άλλη λύση εξόν από την Κάθαρση; Την παλλαϊκή, πανεθνική ενότητα;

Εμείς οι Έλληνες, εκτός απ’ την αρχαία ελληνική μυθολογία και τα έργα των κλασσικών που τα νιώθουμε πολύ κοντά μας, έχουμε επίσης πολλούς πρόσφατους “μύθους”... Στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ αποκαλύφθηκε αιφνίδια μπροστά στη σκέψη μου η απλή αλήθεια ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν για μας μια βιωμένη μυθολογία – μια σύγχρονη μυθολογία – μέσα στην οποία εμείς οι ίδιοι είμαστε οι πρωταγωνιστές.»

Δεν θέλω να σταθώ εδώ και να ασχοληθώ διεξοδικά με τη θλιβερή και εν πολλοίς απίθανη υπόθεση της απαγόρευσης του έργου από την ΕΔΑ στα 1962, στην πρώτη του παρουσίαση. Κι όμως είναι αλήθεια. Σιωπηρώς δόθηκε η γραμμή στα μέλη και στους οπαδούς της ΕΔΑ όχι μόνο να μην πάνε να δούνε το έργο αλλά και να επηρεάσουν τους φίλους τους να μην το δουν κι αυτοί. Γιατί; Στο σημείο αυτό ακολουθήθηκε η συνωμοσία της σιωπής. Ούτε λέξη για την παράσταση στην ΑΥΓΗ και στα υπόλοιπα έντυπα της Αριστεράς. Κάποια τέλος πάντων κριτική. Κάποια εξήγηση. Έστω και δημόσια καταγγελία που να δικαιολογεί τη στάση τους. Τίποτα.»

Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.

Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.

Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.

Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.

Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.

Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο κι όνειρο ίδιο βλέπουν.

Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.

Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.