Ο μικρο-ιμπεριαλισμός του Ερντογάν: Casus belli ή casus extremus necessitatis

Κατάσταση πολέμου ή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Open Image Modal
Πλοία του ελληνικού και γαλλικού πολεμικού ναυτικού κατά τη διάρκεια άσκησης στην Ανατολική Μεσόγειο στις 13 Αυγούστου 2020(Greek National Defence via AP)
ASSOCIATED PRESS

Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μια πολιτική αναθεωρητική και επιθετική που εύλογα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλιστική ή τουλάχιστον μικρο-ιμπεριαλιστική. Πριν από δέκα περίπου χρόνια ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ως υπουργός Εξωτερικών του Ερντογάν είχε προωθήσει ως ένα νέο διπλωματικό δόγμα την πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, η οποία όμως γρήγορα αλλοιώθηκε από τις ιδεολογίες του νεο-οθωμανισμού και του παν-ισλαμισμού, προεκτάσεις μιας πολύ παλαιότερης σχολής ιμπεριαλιστικής σκέψης.

Στο πλαίσιο αυτής της αναθεωρητικής και επιθετικής πολιτικής η Τουρκία δείχνει σήμερα να έχει «ανοίξει» αρκετά μέτωπα διεξάγοντας δυόμιση «πολέμους»: αφενός όσον αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αρχικά στα ανατολικά, στο Ιράκ και μετά στη Συρία και αφετέρου την πιο πρόσφατη σύγκρουση στη Λιβύη στα δυτικά. Ο δε εναπομείνων «μισός πόλεμος» αφορά αναμφίβολα τη φλέγουσα, συνεχή αντιπαράθεση με τη χώρα μας.

Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία δεν αναγνώρισε ποτέ τη Σύμβαση για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας του 1982 ενώ έχει αμφισβητήσει επανειλημμένα τη Συμφωνία της Λωζάννης, η οποία καθόρισε τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας το 1923. Το 1936 η Ελλάδα όρισε τα χωρικά της ύδατα στα 6 μίλια που καλύπτουν έτσι το 43,5% του Αιγαίου, ενώ τα τουρκικά χωρικά ύδατα αντιπροσωπεύουν το 7,5 τοις εκατό. Εάν δε υιοθετήσουμε σχετικές επιστημονικές αναλύσεις, στην περίπτωση που τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών έφταναν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τα 12 μίλια, το 71,5% του Αιγαίου θα ήταν υπό ελληνική κυριαρχία και το 8,7% τουρκικό. Η περιοχή της ανοικτής θάλασσας θα μειωνόταν από 49% σε 19,7%. Σημειωτέον η έκταση της ΑΟΖ υπολογίζεται πέραν των χωρικών υδάτων και έως τα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι σύμφωνα με τη Σύμβαση του Montego Bay για το Δίκαιο της θάλασσας, «τα πλοία όλων των κρατών, είτε παράκτια είτε χερσαία, απολαμβάνουν δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης» στα χωρικά ύδατα ενός άλλου κράτους, δηλαδή η διέλευση τους επιτρέπεται εφόσον «δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους». Με λίγα λόγια, η διέλευση είναι υπό έλεγχο ενώ ρητά απαγορεύεται οτιδήποτε άλλο εκτός από απλό πέρασμα (πχ αλιεία, μεταφορτώσεις, στρατιωτικές ασκήσεις κλπ.). Εάν, λοιπόν, τα ελληνικά χωρικά ύδατα επεκταθούν, κατά συνέπεια, στα 12 μίλια στο Αιγαίο, τα τουρκικά πολεμικά πλοία που προέρχονται από τον Βόσπορο ή από τη Σμύρνη θα υπόκεινται σε αυτούς τους περιορισμούς που απορρέουν από το «δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης».

Αυτές οι παράμετροι εξηγούν ευκρινώς γιατί η Τουρκία μας ασκεί αφόρητη πίεση απειλώντας ότι η διεύρυνση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια συνιστά για αυτήν casus belli, δηλαδή κατάσταση πολέμου με τη χώρα μας.

Το τουρκικό κοινοβούλιο ενέκρινε αυτή την απειλή πολέμου με απόφασή του το 1995, λίγο μετά την επικύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας από την Ελλάδα. Πρέπει, εν προκειμένω να θυμίσουμε ότι το 1973, η τουρκική κυβέρνηση εκχώρησε ζώνες έρευνας για ενεργειακούς πόρους στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου στην περιοχή που βρίσκεται μεταξύ των ελληνικών νησιών Λέσβος, Σκύρος, Λήμνος και δυτικά της Σαμοθράκης. Τον Ιούλιο δε του 1974, εξέδωσε νέες άδειες για την επέκταση αυτής της ζώνης προς τη Δύση και διεκδίκησε ένα νέο στενό τμήμα της υφαλοκρηπίδας που βρίσκεται μεταξύ των ελληνικών νησιών των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτές τις δύο αποφάσεις. Ωστόσο, η Τουρκία έστειλε ωκεανογραφικά σκάφη στην αμφισβητούμενη περιοχή: το Candarli τον Μάιο-Ιούνιο του 1974, και επίσης το Sismik I, τον Αύγουστο του 1976, του οποίου η αποστολή έφερε τις δύο χώρες στο χείλος της ένοπλης ρήξης.

Οι θέσεις Ελλάδας Τουρκίας, εν προκειμένω, θα μπορούσαν να σταχυολογηθούν στα ακόλουθα σημεία:

Η Ελλάδα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα τη Σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα του 1958, επισημαίνει ότι τα νησιά έχουν δικαίωμα να ασκούν δικαιοδοσία στην υφαλοκρηπίδα τους και κάθε ένα από τα νησιά του Αιγαίου έχει την υφαλοκρηπίδα του και τα σύνορα με την Τουρκία πρέπει να καθοριστούν με βάση τη διάμεση γραμμή.

Η Άγκυρα όμως ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαιώματα άσκησης δικαιοδοσίας στην υφαλοκρηπίδα, καθώς βρίσκονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα ενώ οι «ειδικές περιστάσεις» που αναφέρονται στη Σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα δικαιολογούν, σύμφωνα με την Άγκυρα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, τη μη εφαρμογή της μεθόδου διάμεσης γραμμής.

Δεδομένου ότι οι παραπάνω διαφορετικές θέσεις δεν οδηγούσαν πουθενά, η Ελλάδα υπέβαλε τη διαμάχη στο Διεθνές Δικαστήριο τον Αύγουστο του 1976, αλλά η Τουρκία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε προδικαστική απόφαση στις 19 Δεκεμβρίου 1978, με την οποία έκρινε εαυτόν αναρμόδιο. Έκτοτε, το ζήτημα παρέμεινε άλυτο και αίτιο γενεσιουργό συνεχών εντάσεων .

Για να επιλυθεί το ζήτημα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επιβάλλεται και οι δύο χώρες να αναγνωρίζουν τη γενική δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου (με την επιφύλαξη για θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και την άμυνα). Η Τουρκία, εντούτοις, δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του. Μπορεί λοιπόν να προσφύγουν δύο χώρες που δεν αναγνωρίζουν τη γενική δικαιοδοσία του ΔΔΧ; Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή προαπαιτεί την υπογραφή ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή μίας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων διαφορών.

Από τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε, κατά πρώτο λόγο, ότι αν η Τουρκία δεν αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ, τότε η προσφυγή είναι ανέφικτη. Κατά δεύτερο λόγο, είναι εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι η Τουρκία μάλλον δεν θα είναι διατεθειμένη να υπογράψει συνυποσχετικό, στο οποίο μοναδική διαφορά θα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, καθώς η Άγκυρα εδώ και καιρό, παράλληλα με την υφαλοκρηπίδα θέτει ζητήματα για γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, για κυριαρχικά δικαιώματα που σχετίζονται με τον ορισμό της ελληνικής ΑΟΖ στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, για την έκταση του FIR. Είναι μάλλον πιθανότερο η Τουρκία να επιθυμεί να «καθίσει» σχεδόν βεβιασμένα, υπό συνθήκες casus belli, τη χώρα μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με γνώμονα όχι όμως το διεθνές δίκαιο αλλά το δίκαιο της ισχύος.

Αλήθεια όμως η Ελλάδα πρέπει να συμφωνήσει με την Τουρκία για να προχωρήσει Ελλάδα στην αύξηση χωρικών της υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης) και στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας;

Στο άρθρο 3 της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας (που αποτυπώνει κανόνα εθιμικού δικαίου και συνεπώς δεσμεύει και την Τουρκία) ορίζεται ότι «κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας». Η ίδια η Τουρκία, άλλωστε, έχει επεκτείνει από το 1964 τα χωρικά της ύδατα σε Εύξεινο Πόντο και Μεσόγειο.

Στο δε άρθρο 77 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας, το εσωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας είναι το σημείο όπου τα χωρικά ύδατα τελειώνουν, με το εξωτερικό όριο να εκτείνεται για άλλα 200 ναυτικά μίλια από αυτό το σημείο. Εάν ο πυθμένας του ωκεανού δεν βρίσκεται σε απόσταση 200 ναυτικών μιλίων, τότε το εξωτερικό όριο μπορεί να εκτείνεται έως 350 ναυτικά μίλια το μέγιστο. Συνεπώς, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σχετίζεται άμεσα με τον ορισμό των χωρικών υδάτων. Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου του 1969 η υφαλοκρηπίδα υπάρχει χωρίς το παράκτιο κράτος να χρειάζεται να το δηλώσει (ipso facto) και ότι είχε αυτό το δικαίωμα από την αρχή (ab initio).

Συνεπώς, αν η γείτονα χώρα δεν έθετε casus belli, η χώρα μας όπως και τα περισσότερα κράτη θα μπορούσε να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια και με βάση αυτά να ορίσει και την υφαλοκρηπίδα της και την ΑΟΖ της. Είναι δε ενδεχομένως casus extremus necessitatis, δηλαδή κατάσταση επείγουσας ανάγκης, η Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα (όπως ήδη ανακοίνωσε Πρωθυπουργός), στο Ιόνιο έτσι ώστε σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία να έχει να επιδείξει ιστορικό προηγούμενο που θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική της θέση.

Οι συνεχείς όμως τουρκικές προκλήσεις και ο αναθεωρητικός λόγος του Ερντογάν θα ήταν σφάλμα να αντιμετωπιστεί ως ζητήματα που αφορούν μόνο το Αιγαίο και την Ελλάδα. Αφορούν αναμφίβολα την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα. Είναι αρκετά πιθανό - δοθείσης της ενεργειακής και άρα οικονομικής και γεωπολιτικές ισχύος της περιοχής - ο Τούρκος Πρόεδρος να θέλει να αναθεωρήσει το όλο σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου φέρνοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όχι μόνο τους Έλληνες αλλά άμεσα ή έμμεσα όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις.

Όπως και να έχει όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα για την γείτονα χώρα που είναι πλέον βυθισμένη σε διάφορες συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα άλλωστε δεν φαίνεται να επέτυχε ούτε καν τους στόχους της επέμβασής της στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Η θέση της Τουρκίας στο Ιντλίμπ είναι ιδιαίτερα ευάλωτη από στρατιωτική άποψη, γεγονός που θα έχει αντίκτυπο για την ενδιάμεση ζώνη που έχει δημιουργήσει κατά μήκος των συνόρων στη βορειοανατολική Συρία και την περιοχή Αφρίν που κατέλαβε στα βορειοδυτικά.

Επίσης, στην ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία καλείται να αντιμετωπίσει μια συμμαχία περιφερειακών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Ελλάδας, καθώς και τα αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ενεργειακοί κολοσσοί όπως η γαλλική TOTAL η ιταλική ΕNI, και η φυσικά η αμερικανική EXXONMOBIL εμπλέκονται επιχειρηματικά στην περιοχή και το εύφλεκτο κλίμα που δημιουργεί η Τουρκία με την αναθεωρητική παρουσία της αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους. Ακόμη η σύναψη συμμαχίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης κατά του Χαφτάρ που υποστηρίζεται από τη Ρωσία, τη Γαλλία, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, ενδεχομένως να αποβή επιζήμια για την Τουρκία.

Και ενώ ο Ερντογάν θεωρείται πλέον επικίνδυνος για την περιφερειακή σταθερότητα, ταυτόχρονα έχει εμπλακεί, σχεδόν αυτοπαγιδευτεί, σε μια στρατηγική δράσης και μια αναθεωρητική ρητορική που αφενός δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τις οικονομικο-στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας. Αφετέρου δεν του επιτρέπει να την απομυθοποιήσει ή να την αρνηθεί δημόσια, καθώς αναμφίβολα σε αυτήν στηρίζει την πολιτική του νομιμοποίηση στο εσωτερικό της χώρας του.

Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη, Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών – Δικηγόρος, Καθηγήτρια της Νομικής Sorbonne Paris Nord/IdEF, Αντιδήμαρχος Πειραιά