Ο μονόδρομος της «Ενωμένης Κεντροαριστεράς»

Επίσης καλό είναι να θυμόμαστε ότι συχνά πίσω από τους «μεγάλους συνασπισμούς» υπάρχουν πάντα και «μεγάλοι» υποβολείς περιεχομένου…
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου Συνάντηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκη με τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη,
Eurokinissi

Τα μηνύματα από τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών είναι αρκετά. Κατ’ αρχάς, η μεγέθυνση της αποχής σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δείχνει τη βαριά βλάβη που προκάλεσε στη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος η περίοδος των Μνημονίων, και κυρίως η περίοδος 2015-19. Για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, το πολιτικό σύστημα, σε όλες του τις κομματικές εκδοχές, είναι ανίκανο να αναμετρηθεί με τα κορυφαία προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι παρωχημένο, αναξιόπιστο και αδιάφορο για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των πράξεων ή των παραλείψεων του. Μια κλειστή, και εν πολλοίς ανίκανη, ελίτ με μοναδικό γνώμονα τη διαρκή αναπαραγωγή της, δηλαδή. Αν η συνθήκη της «αποχής» των πολιτών εγκαθιδρυθεί και μακροημερεύσει, τότε οι συνέπειες για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, αλλά και της χώρας, σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου όλα τα προβλήματα, εσωτερικά και διεθνή, δείχνουν να οξύνονται, θα είναι βαριές. Θα ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, όμως, σε μελλοντικό, πιο αναλυτικό, σημείωμα.

Κατά τα άλλα, η ΝΔ του Μητσοτάκη μπορεί και να κατανόησε ότι η πολιτική της ηγεμονία είναι εύθραυστη και δανεική. Της την πρόσφεραν, υπό ειδικές ιστορικές συνθήκες, πολίτες που καμιά κομματική πρεμούρα δεν έχουν, ούτε νιώθουν να δεσμεύονται ιστορικά ή ιδεολογικά από αυτήν, και άλλο τόσο εύκολα μπορούν να αποσύρουν την υποστήριξή τους. Επίσης, μπορεί η ΝΔ, και κυρίως το κολωνακιώτικο παρεάκι «αρίστων» που κανοναρχεί τον Μητσοτάκη, να κατανόησε ότι πολιτική ηγεμονία χωρίς ρίζωμα σε λαϊκά στρώματα δεν υπάρχει. Από την άλλη, το ανακουφιστικό για αυτήν κακό χάλι στο οποίο βρίσκονται οι δευτερο-τρίτοι ανταγωνιστές της, οι ιδεοληπτικές εμμονές της δεκαετίας του ’80 και η ρατσιστική αντίληψη που διακατέχει μεγάλο μέρος της νέας ηγετικής ελίτ της ΝΔ απέναντι στους «κοινούς ανθρώπους» αποτελούν επαρκείς ενδείξεις ότι για τη ΝΔ, η αλαζονεία ενδέχεται να επικρατήσει τελικά των μηνυμάτων της κάλπης και της αποχής.

Είναι φανερό από τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις (εθνικές και ευρωπαϊκές) ότι η πέραν της ΝΔ Δεξιά και άκρα Δεξιά θα αναδεικνυόταν εύκολα σε «δεύτερο» κόμμα, αν τυχόν συνενωνόταν υπό μια στιβαρή πολιτική προσωπικότητα (επιπέδου Μελόνι ή Λεπέν). Ούτως ή άλλως, η «συμφωνία» σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα και πολιτικές συμπεριφορές στην πλειοψηφία του χώρου υπάρχει  (συνομωσιολογία, ανορθολογισμός, φιλορωσισμός, αντιδυτικισμός, φιλοαυταρχισμός  κλπ). Επειδή, όμως, τα «καπετανάτα» είναι μακρά παράδοση του τόπου, η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν έχει να ανησυχεί ιδιαίτερα από τα δεξιά της, αντίθετα μπορεί να συνεχίζει τους μέχρι σήμερα επιτυχείς πολιτικούς εκβιασμούς προς τα φοβικά μεσοστρώματα στα κεντροαριστερά της.

Τα σημαντικά μηνύματα από την κάλπη ηχούν, πάνω απ’ όλα, για τον πολιτικό χώρο που περικλείει το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά, τους Οικολόγους και υπό προϋποθέσεις, το ΜΕΡΑ25 και την Πλεύση Ελευθερίας. Για χάριν συντομίας, θα τον αποκαλούμε Κεντροαριστερά. Το πρώτο ξεκάθαρο συμπέρασμα είναι η καταφανής αδυναμία των δύο βασικών διεκδικητών του όρου «αξιωματική αντιπολίτευση» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) να απειλήσουν εκλογικά έστω και κατ’ ελάχιστον την παντοδυναμία της ΝΔ του Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη συναντάει τα όρια της ταξικής και πολιτισμικής διάστασης της προσωπικότητας του επικεφαλής του συν εκείνα της επικράτησης ενός απωθητικού «πολακισμού». Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη εμποδίζεται από τα παλαιοκομματικά και αντιδημοφιλή χαρακτηριστικά της ηγετικής ομάδας και του επικεφαλής του συν το ευδιάκριτο γεγονός της εύκολης «χρήσης» που του γίνεται από συγκεκριμένες ισχυρές ομάδες ολιγαρχικών συμφερόντων για να μοχλεύουν κάθε φορά τις πολιτικές εξελίξεις. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η αδυναμία και των δύο να ανταγωνιστούν τη ΝΔ του Μητσοτάκη θα συνεχιστεί, καθώς το αντίθετο προϋποθέτει, σε επίπεδο μαθηματικών, το να κινηθεί ο ένας εκ των δύο στο 5%, όπως συνέβη την περίοδο των Μνημονίων με το ΠΑΣΟΚ.

Στην παραπάνω εκτίμηση θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλα δύο γεγονότα. Το ένα είναι η σταθερή άνοδος του ΚΚΕ στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και η ισχυροποίησή του κοντά σε ποσοστά που λάμβανε σε εθνικές εκλογές πριν το 1989, γεγονός που, αν οριστικοποιηθεί, αποκλείει κάθε κυβερνητική λύση που θα εκκινεί από τα «αριστερά», αν κάποιοι φιλοδοξούν επανάληψη του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2011-15. Και πάλι τα εκλογικά και κοινωνικά μαθηματικά το αποκλείουν. Στο χώρο της Αριστεράς, η ηγεμονία του ΚΚΕ είναι μάλλον αδιαμφισβήτητη και δεν είναι μόνο εκλογική, αλλά και ιδεολογική, καθώς, για πρώτη φορά σε τόση έκταση από το 1974, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ο αναρχικός χώρος (προνομιακά πεδία επιρροής και άντλησης στελεχών για το ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη δεκαετία) έχουν δορυφοροποιηθεί στις κεντρικές πολιτικές επιλογές του σταλινικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Το δεύτερο είναι η συστηματική παρέμβαση ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων (μέσα από τα ΜΜΕ που ελέγχουν) και υπερεθνικών πολιτικών ομάδων πίεσης, ήδη από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές, για ένα ενωτικό σχήμα, αντίπαλον δέος στη ΝΔ του Μητσοτάκη. Η πολυπόθητη «υγεία» του πολιτικού συστήματος, που θα εξασφαλίζει την εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία, αν δεν μπορεί να επιτευχθεί από έναν πολιτικό οργανισμό, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, θα πρέπει να εξασφαλιστεί από «μεγάλους συνασπισμούς».

Επομένως, η εντυπωσιακή εκλογική φθορά της ΝΔ μέσα σε ένα χρόνο καθιστά για πρώτη φορά και μαθηματικά μαχητό το σενάριο μιας εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης (με άγνωστο, βέβαια, περιεχόμενο μέχρι στιγμής). Τουλάχιστον, βάζει ΝΔ και δυνητικά ενωμένους (κεντροαριστερούς) διεκδικητές να ξεκινάνε λίγο πολύ από το ίδιο ποσοστό την κούρσα για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις παραπάνω επισημάνσεις, φαίνεται ότι για τους σχηματισμούς που κινούνται στο λεγόμενο χώρο της κεντροαριστεράς η εκλογική σύμπραξη αποτελεί μονόδρομο, αν δεν επιθυμούν να δουν μια άνετη τρίτη τετραετία Μητσοτάκη (εκτός απροόπτου πάντα, λόγω του ολοένα και πιο ευμετάβλητου περιβάλλοντος). Ήδη, Α. Τσίπρας και Γ. Παπανδρέου κινούνται ανοικτά προς αυτήν την κατεύθυνση (αλλά και η Νέα Αριστερά, πιο δειλά), πληθώρα στελεχών και των δύο κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) συντρώγουν με κύριο μενού τη σύμπραξη, πλήθος σχολιαστών και αρθρογράφων «σπρώχνουν» συνεχώς προς τα εκεί. Το βασικό πρόβλημα φαίνεται ότι θα είναι οι δύο σημερινοί επικεφαλής (Ανδρουλάκης και Κασσελάκης) που δεν επιθυμούν αυτήν την εξέλιξη, διότι πιθανά θα τους αποκλείσει από την ηγεσία του φορέα της σύμπραξης και την επίδοξη πρωθυπουργία. Και αν ο Ανδρουλάκης θα πιεστεί και αργά ή γρήγορα θα κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, ο πραγματικός άγνωστος Χ είναι η συμπεριφορά του Κασσελάκη, ο οποίος αδυνατεί να φανταστεί τον εαυτό του σε άλλη θέση πλην του επικεφαλής των πάντων. Συνεπώς, έρχονται εξελίξεις στο χώρο της Κεντροαριστεράς και γρήγορες. Αν ο Κασσελάκης αρνηθεί τη θυσία του, τότε επίκειται νέα διάσπαση στο ΣΥΡΙΖΑ, από τους ακόλουθους του Τσίπρα αυτή τη φορά.

Είναι αλήθεια ότι απλές προσθέσεις ποσοστών δεν βγάζουν νικητή στις εκλογές. Χρειάζεται και η κατάλληλη συγκυρία και κυρίως το περιεχόμενο της εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης που θα απαντάει στη δεδομένη συγκυρία. Για το τελευταίο, το περιεχόμενο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη, διότι η αλλοπρόσαλλη τακτική που ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μέχρι σήμερα καθιστά αδύνατη ή έστω εξαιρετικά ξεκαρδιστική, κάθε περαιτέρω ανάλυση. Αφήστε που συχνά πίσω από τους «μεγάλους συνασπισμούς» υπάρχουν πάντα και «μεγάλοι» υποβολείς περιεχομένου…