Όσοι δεν έχουν πολύ κοντή μνήμη θα θυμούνται ότι παραμονές των εκλογών του 2009, όταν η ελληνική οικονομία είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση και τα δημόσια οικονομικά είχαν πλήρως εκτροχιαστεί, ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δε φειδόταν των καλών λόγων και της υποστήριξης προς την τότε κυβέρνηση Καραμανλή στις επισκέψεις του. Λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε όπως όλοι γνωρίζουμε η δήθεν έκπληξη της ΕΕ για τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας και το «καλό κουράγιο» που σηματοδότησε την είσοδο στα μνημόνια.
Η ΕΕ δε στήριζε μόνο ένα «δικό της» πρωθυπουργό. Ήθελε κυρίως να δώσει την αίσθηση ότι η παγκόσμια κρίση δεν έπληττε ούτε τους εγνωσμένα αδύναμους κρίκους της.
Η επίσκεψη Μοσκοβισί και οι επαμφοτερίζουσες δηλώσεις του περί συντάξεων- όπου στην πραγματικότητα κατά βάση είπε ότι όντως θα περικοπούν, αφήνοντας ωστόσο και μια χαραμάδα, πολιτικάντικης υπόσχεσης- δε διαφέρει πολύ από τις προγενέστερες επισκέψεις Μπαρόζο.
Η ΕΕ και ιδίως η ηγεσία της - το Βερολίνο - χρειάζεται απελπισμένα «success stories» μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης και υπαρξιακής κρίσης της πρώτης, εξαιτίας μιας σειράς λόγων.
Δεν πρόκειται μόνο ή κυρίως για την «επέλαση των λαϊκιστών». Άλλωστε ο όρος αυτός, πέραν του να προδίδει την αγωνία των ευρωπαϊκών ελίτ, λίγα «λέει» επί της ουσίας.
Οι πραγματικές αιτίες είναι πολύ βαθύτερες και ανατρέχουν στους συνεκτικούς αρμούς της Ένωσης. Πρώτον, η ΕΕ πορεύτηκε μέσα στην κρίση με τη Γερμανίδα καγκελάριο να πλειοδοτεί σε τοξικό, οικονομικό εθνικισμό, πολύ πριν ακόμα φανταστούμε την εκλογή Τραμπ. Η σύλληψή της για την ΕΕ ως πρωταθλήματος, όπου νικάει ο καλύτερος- δηλαδή η Γερμανία- ενέτεινε την εσωτερική ανισότητα στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, άρα και τις διαλυτικές τάσεις.
Δεύτερον, ο αυτόματος πιλότος του Μάαστριχτ και του μονεταρισμού «οσιοποιήθηκε», βάθυνε και επεκτάθηκε, με πραγματικό κόστος επί της πραγματικής οικονομίας των περισσοτέρων μελών, προς όφελος και πάλι της Γερμανίας. Η εποχή και η πολιτική Μέρκελ βάθυνε τόσο τα διακρατικά όσο και τα ενδοκρατικά, ταξικά χάσματα.
Τρίτον, η εν εξελίξει, «μετά- δυτική» εξέλιξη της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, με νέα και πιο ευέλικτα σχήματα διεθνούς συνεργασίας έχουν μειώσει στρατηγικά τη σημασία της ΕΕ ως τέτοιας. Τα ευρωπαϊκά κράτη διαβλέπουν τη δυνατότητα διμερών ή άλλων πολυμερών συνεργασιών, με το ενωσιακό πλαίσιο να μη λειτουργεί πάντοτε και απαραιτήτως προς όφελός τους. Ιδίως, εάν η πίεση Τραμπ προς τη γερμανική οικονομία ενταθεί θα τεθεί πολύ πιο πιεστικά το ερώτημα, προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί πρέπει να τιμωρούνται για χάρη της Γερμανίας όταν μάλιστα η τελευταία έχει προσφέρει μια πολύ ακριβοπληρωμένη «αλληλεγγύη» εν μέσω κρίσης.
Τέταρτον, η άρνηση πρώτα- πρώτα της ίδιας της Γερμανίας αλλά και συνολικά της ΕΕ να αντιληφθεί καταστάσεις όπως το προσφυγικό στις πραγματικές τους διαστάσεις και η εμμονή σε μια κρισιακή δραματοποίηση, σε συνδυασμό με τα παραπάνω στοιχεία έχουν ήδη οδηγήσει σε μια εσωτερική, διμερή, προϊούσα κατάτμηση, όπως διεφάνη και στην τελευταία σύνοδο κορυφής.
Οι τέσσερις αυτοί λόγοι - τουλάχιστον - έχουν φέρει την ΕΕ σε κατάσταση υπαρξιακής αγωνίας. Εξ ου και αφενός υποστηρίζονται έστω σε ρητορικό επίπεδο, οι «πρόθυμοι» της Άνγκελα Μέρκελ όπως ο Αλέξης Τσίπρας, αφετέρου χρειάζεται κάποια ιστορία επιτυχούς συνετισμού.
Η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός προσφέρουν το ιδεώδες υπόδειγμα. Πρώην αριστερή ή «λαϊκιστική» - κατά την τρέχουσα ιδιόλεκτο - κυβέρνηση, η οποία αποπειράθηκε - όντως ή δήθεν - να συγκρουστεί με την ΕΕ, ηττήθηκε κατά κράτος, πέρασε από το στάδιο του δύσκολου συμβιβασμού με την ήττα της σε αυτό της πλήρους, ενθουσιώδους παράδοσης στο νικητή και πλέον έχει επανέλθει εν είδη «αναγεννημένου νεοφιλελεύθερου».
Ο Μοσκοβισί λοιπόν έπαιξε το ρόλο του ως απεσταλμένος μιας ΕΕ σε κρίση. Όχι τυχαία από την άλλη, η αντιπολίτευση θύμωσε, γκρίνιαξε αλλά αρνείται να πει τι συμβαίνει και γιατί. Από τα χατίρια της Μέρκελ έστω σε ρητορικό επίπεδο, περιμένουν πολλές πολιτικές δυνάμεις να «ζήσουν» σε αυτήν εδώ τη χώρα.