Επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το ριζοσπαστικοποιημένο πολιτικό Ισλάμ στην Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, γνωρίζοντας τις προφανείς αντιθέσεις εντός του αραβικού κόσμου αλλά προωθώντας συστηματικά ό,τι είναι δυνατόν να συνδυάσει την κινητοποίηση του εσωτερικού εθνικιστικού μετώπου με την εξωτερική ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής μουσουλμανικής δύναμης με ηγεμονικές τάσεις στο σουνιτικό Ισλάμ, ο Ερντογάν έπραξε το αναμενόμενο με την αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας.
“Ο Ερντογάν εστιάζεται σε ένα αμεσότερα μιλιταριστικό παιχνίδι, αναβαπτίζοντας τις παραδόσεις του τουρκικού (και κεμαλικού) μιλιταρισμού σε ένα πλαίσιο νέο-οθωμανικής προβολής της ισχύος της χώρας ως προστάτιδας των καταπιεσμένων μουσουλμάνων.”
Με δυο λόγια, η ουσία των εξελίξεων είναι ότι ο Ερντογάν επιχειρεί να αφήσει το στίγμα του στην ιστορία του Μουσουλμανικού κόσμου. Και το κάνει με τρόπο πολύ επικίνδυνο για την περιοχή. Τα περί εσωτερικής πολιτικής διαχείρισης που αναμασώνται συνέχεια είναι κατά το 20% ακριβή (και τετριμμένα) και κατά το 80% παραπλανητικά και εξ αυτού επικίνδυνα. Διότι αλλού είναι το πρόβλημα και η πρόκληση.
Το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας και οι «πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητές» της που προσπαθούσε να αναδείξει ο Νταβούτογλου, εκφράζονται σήμερα με τρόπο ταυτόχρονα πιο εξειδικευμένο αλλά και πιο επικίνδυνο. Στη θέση του υπερ-φιλόδοξου παγκόσμιου ρόλου στο οικονομικό πλαίσιο του G-20 και πιο πέρα, ο Ερντογάν εστιάζεται σε ένα αμεσότερα μιλιταριστικό παιχνίδι, αναβαπτίζοντας τις παραδόσεις του τουρκικού (και κεμαλικού) μιλιταρισμού σε ένα πλαίσιο νέο-οθωμανικής προβολής της ισχύος της χώρας ως προστάτιδας των καταπιεσμένων μουσουλμάνων. Σε ανακοίνωσή της, η τουρκική προεδρία ανέφερε ότι μετά την «ανάσταση» της Αγίας Σοφίας, σειρά έχει η «απελευθέρωση» του τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ.
“Η Άγκυρα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμη και η ημέρα που καθορίστηκε για την τελετή αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, η 24η Ιουλίου, επελέγη για να θυμίσει την ημέρα υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923.”
Συμβολισμοί και πράξεις
Προφανώς (και ευτυχώς) τίποτε δεν εγγυάται ότι αυτό που ο Ερντογάν σχεδιάζει θα ταυτίζεται τελικώς με αυτό που θα προκύψει. Καθώς οι εκβάσεις είναι συνήθως πολυπαραγοντικές, είναι εύκολο να σκεφτούμε μεταβλητές που ενδέχεται να τροποποποιήσουν το υπερ-φιλόδοξο σχέδιο του Ερντογάν ή και να το οδηγήσουν στα βράχια.
Τέτοιες μεταβλητές θα μπορούσαν να είναι, μεταξύ άλλων, η ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Τουρκίας, οι αντιδράσεις μερίδας του αραβικού κόσμου, οι στρατηγικές για την Μεσόγειο χωρών όπως η Γαλλία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, η ενεργοποίηση μηχανισμών υπεράσπισης της ευρωατλαντικής ταυτότητας μετά τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Αντίθετα, όσο η Άγκυρα παριστάνει τον επιτήδειο ακροβάτη εντός και εκτός του ΝΑΤΟ, η Μόσχα θα την ενισχύει έμμεσα στο γνώριμο πια πλαίσιο της ανταγωνιστικής ισορροπίας που διαμορφώθηκε μεταξύ τους. Ό,τι ανοίγει περαιτέρω τις ρωγμές στο ΝΑΤΟ αποτελεί βάλσαμο για το Κρεμλίνο.
Όμως η ερμηνεία των εξελίξεων είναι προϋπόθεση για την σκιαγράφηση πιθανών σεναρίων για το μέλλον. Και η ερμηνεία της τουρκικής στρατηγικής – και των στοιχείων υπερέκτασης που τη διακρίνουν – είναι αδιανόητο να εξαντλείται στα τετριμμένα περί της ανάγκης του καθεστώτος Ερντογάν για εθνικισμό εσωτερικής κατανάλωσης.
“Η Μουσουλμανική Αδελφότητα χαρακτήρισε ήδη «ιστορικό βήμα» την μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί και ανάλογες δηλώσεις έκαναν ο ιμάμης του τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ, ο Μεγάλος Μουφτής του Ομάν και άλλοι.”
Η δραστηριότητα της Τουρκίας στη Συρία και την Λιβύη αποδεικνύει εμπράκτως ότι η Άγκυρα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμη και η ημέρα που καθορίστηκε για την τελετή αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, η 24η Ιουλίου, επελέγη για να θυμίσει την ημέρα υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923. Παράλληλα οι κινήσεις στην Λιβύη ενισχύουν τα ριζοσπαστικοποιημένα μουσουλμανικά δίκτυα που επιχειρούν, μεταξύ άλλων, την ανατροπή του Σίσι στην Αίγυπτο.
Ο πολιτικοποιημένος μουσουλμανικός κόσμος παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα χαρακτήρισε ήδη «ιστορικό βήμα» την μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί και ανάλογες δηλώσεις έκαναν ο ιμάμης του τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ, ο Μεγάλος Μουφτής του Ομάν και άλλοι. Δυστυχώς την ίδια οδό ακολούθησε και η Ένωση Αραβικού Μαγκρέμπ που χαιρέτισε την μετατροπή της Αγίας Σοφίας ως «μεγάλο ιστορικό γεγονός».
“Η κυβέρνηση Ράμα στα Τίρανα αλλά πιθανότατα και η επερχόμενη κυβέρνηση στα Σκόπια θα στηρίξουν σε κάθε επίπεδο τον τουρκικό παράγοντα στην περιοχή.”
Αλλά και στα Βαλκάνια η Τουρκία δραστηριοποιείται όχι μόνο στα προφανή – όπως είναι η συνεχής στήριξη της Αλβανίας – αλλά και στα λιγότερο ορατά. Σε αναφορά του για τη Βουλγαρία το Νοέμβρη του 2019, το European Eye on Radicalization επισήμανε ότι η πολιτική σημασία της θρησκείας ενισχύεται για την μουσουλμανική μειονότητα της χώρας τονίζοντας και ότι οι πηγές χρηματοδότησής της είναι δυο: η (σουνιτική) Τουρκία και το (σιϊτικό) Ιράν.
Ακόμη και εάν ταξιδέψουμε πολύ μακρύτερα στο χάρτη, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Πακιστάν – παραδοσιακά σημαντικές – ενισχύονται την τελευταία περίοδο με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό όμως που είναι λιγότερο αναμενόμενο είναι η θετική ανταπόκριση που βρίσκει η πολιτική Ερντογάν εντός μειοψηφικών μουσουλμανικών κύκλων σε πολιτείες της Ινδικής Ομοσπονδίας, όπως εξηγεί ο Asim Ali του Centre for Policy Research στο Δελχί, επισημαίνοντας και τη θερμή αποδοχή σήμερα του συμβολισμού της κίνησης με την Αγία Σοφία.
“Παρότι τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ παραμένουν πολύτιμα και αναγκαία πλαίσια για την μελλοντική πορεία της Ελλάδας, χρειαζόμαστε μια περισσότερο ενεργή και ευφάνταστη αναζήτηση διμερών και τριμερών συνεργασιών”
Η Ελλάδα στοχάζεται
Η ελληνική αδράνεια δεκαετιών σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πρόσφατης οικονομικής κρίσης δεν προμηνύουν ευνοϊκές εξελίξεις. Ειδικότερα την τελευταία δεκαετία, οι προτεραιότητες της χώρας στην εξωτερική πολιτική βασίστηκαν σε τρεις θεμελιώδεις παραδοχές.
Πρώτον, προωθείται μόνον ό,τι δεν τραυματίζει την πορεία οικονομικής ανάκαμψης στο πλαίσιο του ευρώ.
Δεύτερον, υποστηρίζεται η αδράνεια (π.χ. αναφορικά με τις θαλάσσιες ζώνες) στο μέτρο που δεν προκαλεί περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με το δύσκολο περιφερειακό περιβάλλον.
Τέλος, υιοθετούμε άκριτα την θεωρούμενη ως ευρωατλαντική προτεραιότητα αποφυγής της ρωσικής διείσδυσης στα Δυτικά Βαλκάνια, εξ ου και οι επιπόλαιες κινήσεις υποστήριξης της υποψηφιότητας για το ΝΑΤΟ αλλά ακόμη και για την ΕΕ τόσο της Αλβανίας όσο και της Βόρειας Μακεδονίας.
Όμως το άμεσο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι η Τουρκία, όχι η Ρωσία. Η συμμόρφωση με την (υπαρκτή) ανάγκη ανάσχεσης της ρωσικής διείσδυσης στα Βαλκάνια δεν συνέβαλε εν προκειμένω στην (επίσης υπαρκτή) ανάγκη αποτροπής της τουρκικής απειλής, η οποία και θα έπρεπε να συνιστά σαφή και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα για την Αθήνα.
“Η ΕΕ συνολικά είναι απίθανο στο άμεσο μέλλον να κατορθώσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαφορές και διαφωνίες αναφορικά με τις σχέσεις με την Τουρκία.”
Η κυβέρνηση Ράμα στα Τίρανα αλλά πιθανότατα και η επερχόμενη κυβέρνηση στα Σκόπια θα στηρίξουν σε κάθε επίπεδο τον τουρκικό παράγοντα στην περιοχή. Η αυτονόητη σημασία παραμονής και περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου μας στο ΝΑΤΟ (το πώς και το γιατί τα έχουμε εξηγήσει αναλυτικά από χρόνια εντός και εκτός Ελλάδας) δεν συνεπάγεται την υποταγή σε αλλότριες προτεραιότητες, ενώ υφίσταται ο άμεσος εθνικός κίνδυνος που συνιστά η Τουρκία.
Παρότι τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ παραμένουν πολύτιμα και αναγκαία πλαίσια για την μελλοντική πορεία της Ελλάδας, χρειαζόμαστε μια περισσότερο ενεργή και ευφάνταστη αναζήτηση διμερών και τριμερών συνεργασιών, υπό προϋποθέσεις και συμμαχιών σε επιμέρους πεδία και σε σχέση με επιμέρους προκλήσεις. Πέρα από την κεφαλαιώδη σημασία του συνεχούς διμερούς συντονισμού με την Γαλλία, υπάρχουν και περιπτώσεις λιγότερο προφανείς. Π.χ. με την Αυστρία διαφωνούμε σε πολλά ως προς το οικονομικό υπόδειγμα της ανάκαμψης, συγκλίνουμε όμως ως προς τη σημασία των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.
“Η Ελλάδα οφείλει να ξαναμάθει να στέκεται στα πόδια της.”
Τέτοιες επιμέρους συνεργασίες ή και συμμαχίες είναι αναγκαίες ενόψει και του γεγονότος ότι η ΕΕ συνολικά είναι απίθανο στο άμεσο μέλλον να κατορθώσει να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαφορές και διαφωνίες αναφορικά με τις σχέσεις με την Τουρκία.
Ας επισημανθεί εδώ, με την ευκαιρία, ότι μάταια επικαλούνται κάποιοι το άρθρο 42 (παρ. 7) της Συνθήκης ΕΕ που ενεργοποιείται «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του». Σε αντίθεση με το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ, εδώ δεν πρόκειται για ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Ούτε έχουν θεσπιστεί οι πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του.
Πέραν του ότι η ΕΕ (σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ) δεν είναι αμυντική συμμαχία, και του γεγονότος ότι – σε κάθε περίπτωση – τα μέλη καθορίζουν (α) εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, (β) με ποιά μέσα και (γ) πώς θα παρασχεθεί η βοήθεια και συνδρομή, υπάρχει και το ζήτημα αναφορικά με τα μέλη του ΝΑΤΟ (όπως η Τουρκία) που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Όπως αναφέρει το άρθρ. 42, «οι δεσμεύσεις και η συνεργασία στον τομέα αυτόν εξακολουθούν να είναι σύμφωνες προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου, η οποία παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της».
“Η Τουρκία επιχειρεί να εφαρμόσει μια συνολική στρατηγική στην περιοχή μας. Και το πράττει με εφαρμογή του διπόλου «τετελεσμένα – παγίωση»”
Μέχρι σήμερα, μόνον η Γαλλία – με δήλωση του Προέδρου Μακρόν στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινβουλίου στις 17/4/2018 – ξεκαθάρισε ότι «ανά πάσα στιγμή θα είναι παραστάτης σε κάθε Κράτος Μέλος όταν απειλείται και υφίσταται επίθεση. Αυτό το είπαμε και στην Μεγάλη Βρετανία στην υπόθεση Σκριπάλ, αλλά είναι και πάγια θέση μας προς την Ελλάδα όταν απειλείται στην Ανατολική Μεσόγειο».
Δράσεις, όχι αντιδράσεις
Επί σειρά ετών υποστηρίζουμε ότι τρεις θα είναι –σε τελική ανάλυση– οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε με επιτυχία στη δομική πρόκληση που συνιστά στο διηνεκές η Τουρκία για την Ελλάδα.
Ο πρώτος αναφέρεται στη συστηματική πολιτική διμερών και πολυμερών επιμέρους συνεργασιών και συμμαχιών, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.
Ο δεύτερος, ίσως λιγότερο ορατός αλλά πάντως σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας. Οι κυρώσεις – που έχουν όρια – απλώς εξαντλούν διπλωματικό κεφάλαιο. Μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση, πέρα από το θλιβερά ξεπερασμένο πλαίσιο των συνεχών διευρύνσεων, θα είναι επωφελής και για τα λεγόμενα «ελληνοτουρκικά» αλλά και για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα.
Τέλος, ο τρίτος – και βασικότερος όλων – πυλώνας είναι το περαιτέρω χτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, χωρίς την οποία το μέλλον διαγράφεται δύσκολο. Με δυο λόγια, η Ελλάδα οφείλει να ξαναμάθει να στέκεται στα πόδια της.
Το αβέβαιο αύριο
Μετά το πρόσφατο τουρκολυβικό μνημόνιο, η ισλαμοποίηση της Αγίας Σοφίας αποτελεί άλλης τάξης ένδειξη ότι η Τουρκία επιχειρεί να εφαρμόσει μια συνολική στρατηγική στην περιοχή μας. Και το πράττει με εφαρμογή του διπόλου «τετελεσμένα – παγίωση». Πρώτα, επίτευξη τετελεσμένων. Μετά, άμβλυνση κάποιων γωνιών με συζήτηση και σταδιακή καθημερινοποίηση των συνεπειών.
Γαλουχημένο επί δεκαετίες στην αδράνεια και τον ναρκισσισμό, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει ακούσια εγκαταλείψει την πατριωτική αγωνία αφενός σε όσους – μακριά από θέσεις και σκοπιμότητες εξουσίας – πασχίζουν να συγκεράσουν την ορθολογική ματιά με την διάσωση ενός πατριωτικού αξιακού πυρήνα και αφετέρου στους ευτελείς δημαγωγούς, οι οποίοι και τελικώς θα επωφεληθούν. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι κατά πόσον θα υπάρξει έστω τώρα η αρχή μιας δημιουργικής αφύπνισης της Δύσης. Με δεδομένο τόσο τον κατακερματισμό των ανταγωνιστικών συμφερόντων στο εσωτερικό της αλλά και την εξαϋλωμένη, πια, συνολική υπόστασή της, έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε.