“Η Ρωσική εθνική σκέψη αισθάνεται την ανάγκη και την υποχρέωση που έχει να λύσει το αίνιγμα της Ρωσίας, να κατανοήσει την ιδέα της Ρωσίας, να ορίσει τον σκοπό και τη θέση της στον κόσμο. Ο καθένας αισθάνεται ότι στον κόσμο που ζούμε σήμερα, η Ρωσία βρίσκεται μπροστά σε σημαντικά έργα με παγκόσμια σημασία. Αλλά αυτό το βαθύ συναίσθημα συνοδεύεται από μια συνειδητοποίηση της ασάφειας, σχεδόν της αδυνατότητας να καθοριστούν αυτά τα έργα με καθαρότητα κι ενάργεια”.
Νικόλας Μπερντιάεφ, Η Ψυχή της Ρωσίας (1915)
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον ανταγωνισμό που φαίνεται να υπάρχει σε διεθνές επίπεδο ανάμεσα στη Ρωσία και τις πλούσιες χώρες του ανεπτυγμένου παγκόσμιου Βορρά. Οι συμβατικές αναλύσεις των διεθνολόγων επιρρίπτουν την ευθύνη για τη δημιουργία αυτού του συγκρουσιακού κλίματος αποκλειστικά σε μια Ρωσία που ενδίδει ολοένα και περισσότερο στην αυταρχική, αντιδημοκρατική διακυβέρνηση στο εσωτερικό και και σε έναν νεο-σοβιετικό ιμπεριαλισμό ως προς τις σχέσεις που αναπτύσσει με τα άλλα κράτη. Με άλλα λόγια, η “ορθοδοξία” ανάμεσα στους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων ισχυρίζεται ότι η Ρωσία επιδιώκει συνειδητά την ανασύσταση της εκλιπούσας αυτοκρατορίας που κατείχε την περίοδο της ΕΣΣΔ, και τείνει να προσωποποιεί τις ζυμώσεις που συντελούνται στο εσωτερικό της ρωσικής κοινωνίας, ρίχνοντας την έμφαση αποκλειστικά στον πολιτικό εκφραστή αυτών των ζυμώσεων, τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Υπό αυτή την έννοια, τα πράγματα είναι μάλλον απλά. Θα ήταν αρκετό να απαλλαγούμε από τον Πούτιν, προκειμένου να μπορέσουμε να απαλλαγούμε μονομιάς από τον ρωσικό ρεβανσισμό στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων, αλλά και για να αντιστρέψουμε τις αντιδημοκρατικές τάσεις που διαποτίζουν το μετασοβιετικό καθεστώς, αλλά και την ίδια τη Ρωσική κοινωνία.
Ωστόσο, ο όρος νέος “Ψυχρός Πόλεμος” συσκοτίζει τα πράγματα και αποκρύπτει τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων, όπως αυτή αναπτύχθηκε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και στον ανταγωνισμό του σκληρού πυρήνα της παγκοσμιοποίησης με την μετασοβιετική Ρωσία, όπως αυτός εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια. Αν η ψυχροπολεμική σύγκρουση των υπερδυνάμεων ήταν πρωτίστως μια ιδεολογική σύγκρουση που έλαβε στη συνέχεια γεωπολιτικές διαστάσεις, η μεταψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία είναι κυρίως μια γεωπολιτική διαμάχη που εμπεριέχει τις προϋποθέσεις να εξελιχτεί δευτερευόντως και σε σύγκρουση διαφορετικών και αμοιβαία αποκλειόμενων ιδεολογιών. Εκείνο νομίζω που θα πρέπει να αναρωτηθεί κάποιος είναι γιατί ο Πούτιν, ή οποιοσδήποτε επικεφαλής κράτους, θα αισθανόταν υποχρεωμένος να πάει κόντρα στις πλούσιες ελίτ του παγκόσμιου Βορρά και στις απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, αντί να έρθει σε μια συνεννόηση μαζί τους και να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο, την μακροημέρευση του ως ο επίσημος ηγέτης της Ρωσίας. Σίγουρα, για εκείνον που εποφθαλμιά την εξουσία σαν αυτοσκοπό, και όχι σαν μέσο για την πραγματοποίηση ενός σκοπού, η καλοπροαίρετη συνδιαλλαγή με τους άλλους εξουσιαστές είναι προτιμότερη, και μάλλον ευκολότερη, από την εμπλοκή σε έναν διαρκή ανταγωνισμό.
Παρ′ όλα αυτά, για να επέλθει μια συμφωνία χρειάζεται όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να είναι πρόθυμα να προχωρήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ενσωμάτωση της Ρωσίας στην παγκοσμοποιημένη οικονομία που δρομολογήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος, ήταν μια χαοτική διαδικασία που οδήγησε σε απόλυτη διάλυση αρκετούς τομείς της άλλοτε κραταιάς σοβιετικής οικονομίας και τελικά λίγο έλειψε να προκαλέσει την καθολική αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού στην πολύπαθη αυτή χώρα. Όπως έγραψε ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stinglitz, ποτέ άλλοτε στην ιστορία ένα έθνος σε καιρό ειρήνης δεν είχε γνωρίσει παρόμοια ραγδαία άνοδο του ποσοστού της φτώχειας (40% από 2%), αντίστοιχη πτώση του βιοτικού επιπέδου, δραματική μείωση του προσδόκιμου ζωής του μέσου ανθρώπου, αλλά και δραστική συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας (απώλεια άνω του μισού της συνολικής παραγωγής).i Η δομική μεταρρύθμιση που επέβαλε το ΔΝΤ είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα μια εκτεταμένη ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα, μια τραγωδία που μετέτρεψε μέσα σε μια νύχτα τη Ρωσία σε έθνος μαφιόζων, αλκοολικών και ζητιάνων. Η κινητήρια δύναμη του συστήματος της οικονομίας της αγοράς είναι, πρώτα και κύρια, ο ανταγωνισμός. Οι δυτικές ελίτ που θέλησαν να συμπεριλάβουν τη Ρωσία στις δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας, δεν ήθελαν να γίνει κάτι τέτοιο με όρους αμοιβαίου σεβασμού και ισοδυναμίας. Πρωτίστως, επιδίωξαν να εξουδετερώσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ρωσικής οικονομίας και να θέσουν υπό τον έλεγχο τους νευραλγικούς τομείς της εγχώριας παραγωγής, προτού επιτρέψουν στην μετασοβιετική Ρωσία να γίνει πλήρες μέλος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Για του λόγου το αληθές, είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε μια εποχή που η καταστροφική περίοδος της διακυβέρνησης Γέλτσιν είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί και η ρωσική οικονομία βρισκόταν σε φάση πλήρους ανάκαμψης, με μπροστάρηδες της εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής και διανομής ενέργειας, οι κανόνες του – καπιταλιστικού – παιχνιδιού ανεστάλησαν όταν χρειάστηκε προκειμένου να μην μπορέσει η οικονομία της Ρωσίας να αποκομίσει τα οφέλη που της αναλογούν σύμφωνα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει. Έτσι, με μια πρωτοφανή κίνηση, το Αγγλικό κοινοβούλιο διακήρυξε προς όλες τις κατευθύνσεις την πρόθεση του να μπλοκάρει με πολιτική απόφαση την καθ′ όλα νόμιμη εξαγορά μιας βρετανικής εταιρείας παραγωγής ενέργειας από την ρωσική Γκαζπρόμ, κάνοντας επίκληση σε λόγους προστασίας του “εθνικού συμφέροντος” έναντι της ρωσικής “επιθετικότητας”.ii
Ποια είναι αλήθεια εκείνα τα διδάγματα τα οποία θα μπορούσε να αντλήσει η ρωσική ελίτ για το εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης που προωθεί ο διεθνοποιημένος καπιταλισμός, όταν στο όνομα αυτού του ίδιου καπιταλισμού η, κατά βάση, νεοφιλελεύθερη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης του καθεστώτος αντιμετωπίζεται από τους ανταγωνιστές της ως εν δυνάμει εχθρική διείσδυση; Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι η ρωσική ηγεσία που απορρίπτει τον δυτικού τύπου καπιταλισμό, αλλά οι καπιταλιστικές ελίτ που ρυθμίζουν τις τύχες του συστήματος της οικονομίας της αγοράς που απορρίπτουν την επί ίσοις όροις συμμετοχή της Ρωσίας στις παγκόσμιες καπιταλιστικές ιεραρχίες.
Σίγουρα, η ρωσική ελίτ υπό τον Πούτιν δεν είναι σοσιαλιστική, ωστόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε να εξελιχτεί σε μια εν δυνάμει αντισυστημική δύναμη. Όχι με την έννοια ότι παραμένει αφοσιωμένη στις αρχές και τα ιδανικά του σοβιετικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά από την άποψη ότι βρίσκεται αντικειμενικά σε τροχιά αντιπαράθεσης, ακόμη κι ανοικτής σύγκρουσης, με το σύστημα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Συνακόλουθα, είναι εγκλωβισμένη σε μια δυναμική ανταγωνισμού με το σύστημα, εφόσον σε κάθε ιστορική περίοδο δεν υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί καπιταλισμοί που αναπτύσσονται πλάι ο ένας με τον άλλον και μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά, αλλά ένα κυρίαρχο και συγκεντρωτικό καπιταλιστικό σύστημα που δεν επιδέχεται “εξωτερικότητες”, αλλά αντίθετα, εξαπλώνεται στον χώρο και τον χρόνο, καταβροχθίζει κοινωνίες ολόκληρες και κοινωνικά υποσύνολα και τα αναδιαρθρώνει ιεραρχικά σε ένα οργανικό σύνολο παγκόσμιας εμβέλειας.
Προς το παρόν, η έλλειψη μιας σαφώς οριοθετημένης, εναλλακτικής ιδεολογικής ταυτότητας είναι φανερή στις παλινδρομήσεις και στον πολιτικό αμοραλισμό από τον οποίο διακρίνεται η πολιτική στρατηγική του ρωσικού καθεστώτος. Η ρωσική ελίτ δεν έχει κανένα πρόβλημα να υποστηρίζει τις “κομμουνιστικές” πολιτοφυλακές των αυτονομιστών της Ανατολικής Ουκρανίας, την ίδια στιγμή που καταστέλλει χωρίς έλεος αναρχικούς και κομμουνιστές στο έδαφος της προσφάτως προσαρτημένης Κριμαίας.iii Από την μία, καλλιεργεί επιμελώς τις σχέσεις της με σεσημασμένες οργανώσεις και κόμματα της ακροδεξιάς στις χώρες της Ευρώπης, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να κινητοποιήσει ολόκληρο τον μηχανισμό της οργανωμένης βίας του κράτους για να συντρίψει το άλλοτε πανίσχυρο κίνημα των νεοναζιστών στο εσωτερικό της Ρωσίας.iv Λειτουργεί σαν φλογερός υπέρμαχος των καταπιεσμένων, της ελευθερίας του λόγου και της κριτικής σκέψης ως προς τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του κέντρου, ενόσω καταδιώκει αδιακρίτως τους αντιφρονούντες και όσους ασκούν θαρραλέα κριτική στον αυταρχισμό και τις καταπιεστικές μεθόδους της εγχώριας ρωσικής ελίτ. Το που θα κατασταλάξει το ιδεολογικό εκκρεμές, αν θα γείρει περισσότερο προς την άκρα δεξιά, την άκρα αριστερά, ή αν θα κατακαθίσει κάπου στο μετριοπαθές πολιτικό κέντρο, θα εξαρτηθεί τόσο από τις ζυμώσεις που εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα εντός της ρωσικής κοινωνίας, αλλά και από το είδος και την ποιότητα των σχέσεων που θα διαμορφωθούν στο προσεχές μέλλον ανάμεσα στη Ρωσία και τις πλούσιες ελίτ του διεθνοποιημένου συστήματος της οικονομίας της αγοράς.iv
i https://www.theguardian.com/world/2003/apr/09/russia.artsandhumanities.
ii Gazprom gaffe sets anti-protectionist Brown a challenge, http://www.telegraph.co.uk/finance/2940741/Gazprom-gaffe-sets-anti-protectionist-Brown-a-challenge.html & Europe Rejects Gazprom’s Ultimatum, http://aussiethule.blogspot.gr/2006/04/europe-rejects-gazproms-ultimatum.html.
iii https://www.counterpunch.org/2018/03/21/the-political-repression-of-the-radical-left-in-crimea/.
iv https://www.aljazeera.com/indepth/features/2017/11/death-russian-171123102640298.html.