Η αρχική νίκη και η διαφαινόμενη επικράτηση Ερντογάν στον δεύτερο γύρο των τουρκικών εκλογών, δύναται να αποδοθεί σε τρεις δομικούς εσωτερικούς παράγοντες:
Α) Στον μετασχηματισμό της τουρκικής κοινωνίας που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που επιτρέπει στον Τούρκο Πρόεδρο να απευθύνεται προνομιακά σε ένα διευρυμένο ακροατήριο έχοντας ως προμετωπίδα τις συνιστώσες της τουρκοισλαμικής σύνθεσης: τον εθνικισμό και τον νεο-οθωμανισμό-ήτοι την τουρκική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ.
Β) Στα ιδιαίτερα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής αντιπαράθεσης, όπου το πρόταγμα της αυτονομίας της Τουρκίας στον νέο πολυπολικό κόσμο, συνυφασμένο με τον αντιδυτικισμό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πρώτου γύρου.
Γ) Στην πολιτική κουλτούρα της τουρκικής κοινής γνώμης η οποία προκρίνει το μοντέλο του χαρισματικού ηγέτη στο πρόσωπο του Ερντογάν έναντι ενός άχρωμου γραφειοκράτη όπως ο Κιλιτσντάρογλου.
Σ΄ ότι αφορά τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αναντίρρητα επικρατεί πλέον μια διαρκώς αυξανόμενη τάση εθνικιστικού παροξυσμού στο εκλογικό σώμα, που έχει σφυρηλατηθεί απ το όραμα του Τουρκικού 21ου αιώνα και την αναβίωση των γεωπολιτικών συνδρόμων Λωζάννης και Σεβρών.
Η επιρροή αυτών δεν δύναται να αμφισβητηθεί, καθώς, αφενός τα υπερεθνικιστικά κόμματα συγκεντρώνουν ποσοστά που υπερβαίνουν το 25%, αφετέρου στον προεκλογικό αγώνα, το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας αποτέλεσε ισχυρό χαρτί του Τούρκου Προέδρου εν αντιθέσει με το αντίστοιχο του Κιλιτσντάρογλου που είχε θολό μήνυμα επ΄ αυτού προσπαθώντας να δώσει μηνύματα προσεταιρισμού σε Αίγυπτο και Συρία.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, ο αντιδυτικισμός συνυφασμένος με την αυτονομία της Τουρκίας στο νέο διεθνές γίγνεσθαι επεκράτησε κατά κράτος έναντι μιας Τουρκίας που θα αποκαθιστούσε μεν τις σχέσεις της με τη Δύση περιορίζοντας όμως το εύρος των επιλογών της.
Το γεωπολιτικό πρόταγμα Κιλιτσντάρογλου με σημαντικά ανοίγματα στον ευρωατλαντικό χώρο προσέκρουσε στην πεποίθηση και επιθυμία μεγάλης μερίδας των τουρκικών ελίτ και της κοινής γνώμης περί μιας Τουρκίας λογιζόμενης ως κέντρου βάρους της Ευρασίας και απηλλαγμένης από δυτικές δεσμεύσεις.
Εν κατακλείδι, ο Ερντογάν αφουγκράστηκε καλύτερα τα δομικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας της τουρκικής κοινής γνώμης ιδίως της ενδοχώρας, η οποία κινητοποιείται απ τα μεγάλα οράματα και ιδεολογικοποιεί την αντιπαράθεση εν αντιθέσει με την ιεράρχηση της καθημερινότητας και της οικονομίας που διέπουν τη πολιτική των δυτικών κοινωνιών.
Ο Κιλιτσντάρογλου επηρεάστηκε υπέρμετρα από τη στήριξη των Δυτικών ΜΜΕ και προσανατόλισε τη προεκλογική του στρατηγική στην οικονομία και τη καθημερινότητα αγνοώντας ένα δομικό στοιχείο της κεμαλικής ιδεολογίας και κληρονομιάς: Τον επαναστατισμό των ιδεών. Στη σημερινή τουρκική κοινωνία μετά από δυο δεκαετίες διακυβέρνησης του AKP ο επαναστατισμός που κινεί το συλλογικό υποκείμενο, συνίσταται στην ωρίμανση της τουρκοισλαμικής σύνθεσης. Ως εκ τούτου ο Ερντογάν απολαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο κατεξοχήν πεδίο της πολιτικής: στο πεδίο των ιδεών.
Ο νικητής των τουρκικών εκλογών συνεπώς είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός και εθνικισμός. Και αυτό γιατί η διαφαινόμενη ήττα της Αντιπολίτευσης θα την αναγκάσει να στραφεί δυνητικά σε πιο ακραίες θέσεις ξεπερνώντας τον Ερντογάν για να προσεγγίσει μεγαλύτερα ακροατήρια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι η περίπτωση της απώλειας των ψήφων του Σινάν Ογάν στον πρώτο γύρο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι θα στήριζε Κιλιτσντάρογλου εφόσον όμως έκοβε κάθε επαφή με το κουρδικό κόμμα HDP.
Τα ανοίγματα της Αντιπολίτευσης σε μετριοπαθέστερα ακροατήρια συσπείρωσαν συντηρητικές και εθνικιστικές μάζες εναντίον της. Μετά τις εκλογές, η Τουρκία θα οδεύσει ολοταχώς προς μια νέα αλλαγή παραδείγματος. Και αυτή την αλλαγή θα την σηματοδοτήσει πάλι ο Ερντογάν.
Εκ των πραγμάτων η Αντιπολίτευση θα ετεροπροσδιοριστεί εκ νέου. Είναι θέμα χρόνου να προκύψει νέο πολιτικό σχήμα μετά τις εκλογές που θα φέρει τον Κεμαλισμό 2.0 στο προσκήνιο ως εθνικιστικότερη απάντηση στον Ερντογάν. Και αυτό εγκυμονεί κινδύνους για τη περιφερειακή σταθερότητα