Σαν βατραχάκια γύρω από τις όχθες μιας απέραντης λίμνης (για να παραφράσω τον Πλάτωνα), οι Έλληνες τον 6ο αι. π.Χ. είχαν ταξιδέψει κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου και είχαν φθάσει στα παράλια της Λιβύης και της σημερινής Σενεγάλης στη δυτική Αφρική, ακολουθώντας τις οδούς Φοινίκων θαλασσοπόρων.
Η ομηρική ποίηση, εξ άλλου, ήδη γνώριζε τους «Αιθίοπες», μια ομιχλώδη κατηγορία η οποία στους αρχαίους συγγραφείς αγκάλιαζε τους Νούβιους (στο σημερινό κεντρικό Σουδάν και μέρος της Αιθιοπίας) και τους κυρίως Αιθίοπες.
Ο Ηρόδοτος πραγματεύεται τον σύνθετο πολιτισμό αυτό στον «Αιθιοπικό λόγο» του στο Γ′ βιβλίο των Ιστοριών. Περιγράφει την ενδοχώρα της Νουβίας περισσότερο ως ουτοπία. Οι κάτοικοί της ήσαν ασυνήθιστα μακρόβιοι, οι άνδρες «οι ψηλότεροι και ομορφότεροι στον κόσμο», η χώρα είχε άφθονο χρυσάφι και μια πηγή που το αρωματικό, ελαφρό νερό της χάριζε τον μέσον όρο ηλικίας των 123 ετών.
Φοίνικες καπετάνιοι στην υπηρεσία του αιγύπτιου Φαραώ είχαν πλεύσει επίσης κατά μήκος της ακτογραμμής της ανατολικής Αφρικής, αγκυροβολώντας στη σημερινή Μοζαμβίκη—και ακόμη (γιατί όχι;) πιθανώς και στη Νότια Αφρική.
Περίπου επτά αιώνες έπειτα, ένας Έλληνας «εφοπλιστής» της ρωμαιοκρατούμενης Αιγύπτου γνώρισε από πρώτο χέρι τις εξωτικές αγορές της σημερινής Μοζαμβίκης, Σομαλίας και Μαδαγασκάρης (και της πιο δυσπρόσιτης για τη ναυσιπλοΐα Ινδίας).
Περί το 50 μ.Χ. ο ανώνυμος—σε μας― ναύκληρος συνέγραψε, σε ανεπιτήδευτη, στεγνή κοινή (τι κρίμα που δεν ήταν λογοτέχνης) τον Περίπλουν της Ερυθράς Θαλάσσης, ένα λεπτομερειακό τουριστικό οδηγό με χάρτες, προορισμένο για εμπόρους που φιλοδοξούσαν να εισδύσουν στις αγορές της ανατολικής Αφρικής και της δυτικής και νότιας Ινδίας.
Η ανατολική Αφρική, ως φαίνεται, δεν παρουσίαζε εμπορικό ενδιαφέρον. Ένα από τα λιμάνια της ζώνης αυτής που επισκέφθηκε όμως ο συγγραφέας ήταν η πόλη Ραπτά, στη σημερινή Τανζανία ή Μοζαμβίκη. Εκεί τον εντυπωσίασαν οι «μεγαλόσωμοι άνδρες» και η πραμάτειά τους: τα ελεφαντόδοντα και τα κελύφη της χελώνας. Εκεί είδε και σκλαβοπάζαρα.
Είναι πειρασμός να συνδέσουμε, φιλολογικῇ ἀδείᾳ, το όνομα της πόλης, Ραπτά (ακόμη και αν ο σωζόμενος τύπος απηχεί μια ξένη λέξη) με το επίθετο ῥαπτός/ή/ όν (εκ του «ῥάπτω»), το οποίο ήδη μαρτυρείται στον Όμηρο και σημαίνει «ραμμένος, μπαλωμένος». Ετυμολογούμενα έτσι, τα (ή η) Ραπτά παραπέμπει στα «ραπτά έπη» που τραγουδούσαν «αοιδοί» κατά τον Πίνδαρο, «ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί”. Ως «αοιδοί» εννoούνται εδώ οι ραψωδοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας γιορτής απήγγειλαν αλληλοδιαδόχως εκτενή τμήματα από τα ομηρικά έπη, τις μετέπειτα ραψωδίες.
Οι υπερμεγέθεις συνθέσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ανέβλυζαν από τον Ωκεανό που ήταν ο Όμηρος (όποιος ή όποιοι και αν ήταν!). Ο Ωκεανός, θεός που κατοικούσε στα πέρατα της γης, ήταν ο πατέρας όλων των θεών, λέει η Ήρα (Ιλιάς Μ.296).
Οι αρχαίοι ταύτιζαν τον Όμηρο, τον αρχέγονο και μεγαλοπρεπέστερο «συγγραφέα» τους, με τον Ωκεανό. O Κοϊντιλιανός, λατίνος ρητοροδιδάσκαλος του 1ου αιώνα π.Χ., συνέκρινε τον εθνικό αυτό ποιητή των Ελλήνων με τον Ωκεανό γιατί αποτελούσε «πρότυπο και αφετηρία όλων των στοιχείων της ευγλωττίας».
«Ο Όμηρος», παρετήρησε ο λόγιος ψεύδο-Λογγίνος τον 1ο μ.Χ. αιώνα, «σαν τον Ωκεανό είναι πάντα σπουδαίος, ακόμη και όταν υποχωρεί με την άμπωτη». Κατά την ομηρική, άλλωστε, γεωγραφία ο Ωκεανός, περιτρέχοντας τη γη, επιστρέφει στην αρχή του: είναι αψόρροος (ομηρικό επίθετο), εσαεί παλινδρομών.
Τα «ραπτά έπη» ξεχύθηκαν από το Αιγαίο και αγκάλιασαν την υφήλιο. Περιέβρεξαν την ιωνική γή, την Αφρική, την Καραϊβική, τις Αμερικές.
Η ομηρική ποίηση κολύμπησε στην Καραϊβική και την Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό. Έτσι ο νομπελίστας ποιητής Ντέρεκ Ουόλκοτ (Derek Walcott) στο ποίημα Omeros (1990) έπλασε ξανά τον Όμηρο για να αφηγηθεί μια καραϊβική ιστορία, την ιστορία του ξεριζωμού και της σκλαβιάς. Δεν αναπαρήγαγε πιστά την επική ποίηση, αλλά άφησε τους συνειρμούς που γεννούν οι ήρωές της να τον συγκινήσουν και να τον καθοδηγήσουν.
Ο «’Ομερος» του Ουόλκοτ δεν είναι ομηρικός. Η Ελένη του έχει την υπερκόσμια ομορφιά της μυθικής Ελένης, αλλά είναι γκαρσόνα που διεκδικούν δύο άνδρες, ο Αχιλλέας, ένας παραδοσιακός ψαράς, και ο πιο μοντέρνος ταξιτζής Έκτωρ. Ο Φιλοκτήτης του συμβολίζει τη σηπομένη πληγή της κληρονομιάς της αφρικανικής δουλείας. O ρέων Ωκεανός του ευρωπαϊκού έπους δεν καταδυνάστευσε τον αγγλόφωνο Ουόλκοτ. Μπήκε στο χώμα του νησιού του, της Αγίας Λουκίας, και έγινε λίπασμα το οποίο, στο τροπικό κλίμα, εγγυάται την γονιμότητα: «Όλη εκείνη η ελληνική κοπριά κάτω από τις πράσινες μπανάνες,/ κάτω από τους καταγάλανους λόφους» (All that Greek manure under the green bananas,/ under the indigo hills).
Τον Ιούνιο οργανώθηκε στην πρωτεύουσα Μαπούτο της Μοζαμβίκης έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Ο Όμηρος και ο Ινδικός Ωκεανός».
Εξαίσιο προϊόν της σύμπραξης του πορτογάλου φωτογράφου Mariano Silva με την ιστορικό Carla Bocchetti, ερευνήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ερευνών (IFRA) στη Νότια Αφρική, η πρωτοβουλία αυτή εμπνεύσθηκε από το έργο του φωτογράφου Μarco Godinho «Γραμμένο στο Νερό» (που ήταν η συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2019).
Μέσα από τον φακό του Σίλβα, ο Οδυσσέας περπατάει στη στεριά της Μοζαμβίκης, έτοιμος να αποπλέυσει. Ίσως να είναι παλαίμαχος ναυαγός ή πολυμήχανος έμπορος στον Ινδικό όπως ο συγγραφέας του Περίπλου. Γεννάται η επική ποίηση μέσα στον αεικίνητο, πρωτεϊκό ωκεανό της προφορικής παράδοσης αιώνων, πλέει, βυθίζεται, εμβαπτίζεται ως χειρόγραφο ελληνικό στα σαράντα κύματα του Ινδικού, στο «ατέλειωτο αλμυρό νερό» (Οδύσσεια ε.100-1,“ἁλμυρὸν ὕδωρ
ἄσπετον).
Η Οδύσσεια της ανατολικής Αφρικής ταξιδεύει παλινδρομώντας, παρασυρόμενη από την πλημμυρίδα και τους μουσώνες της νότιας Ινδίας, που ξέφυγαν από τον ασκό του μάγου Αιόλου.
Οι μουσώνες (που οι Έλληνες και Ρωμαίοι ονόμασαν «ανέμους του Ιππάλου» από τον ναύκληρο-εξερευνητή του 1ου αιώνα π.Χ. ) επιβάλλουν τις θαλάσσιες οδούς της νέας, εναλλακτικής Οδύσσειας του Σίλβα και της Μποκέτι.
Σαν τον Οδυσσέα, ο οποίος μετά τον νόστο του είναι γραφτό να αποδυθεί σε «μια Οδύσσεια πέρα από την Οδύσσεια», κατά τη διατύπωση του ομηριστή Γκρέγκορυ Ναζ, έτσι και οι γυναίκες της Μοζαμβίκης πραγματοποιούν τη δική τους Οδύσσεια επέκεινα της ελληνικής: ξανα-γράφουν το ποίημα, εγγράφοντάς το πάνω στα παραδοσιακά ενδύματά τους, τις καπουλάνας (capulanas) που έχουν απλώσει κοντά στην ακτή σαν την Ναυσικάα και τις θεραπαινίδες της. Κάποιες καπουλάνας έχουν κυκλικά μοτίβα, τα οποία θυμίζουν τον ανανεούμενο, άψόρροο Ωκεανό.
Πάνω στα υφάσματα αυτά οι γυναίκες του Ινδικού Ωκεανού καταγράφουν συμβολικά μια προεγγράμματη αφρικανική ποίηση, άγνωστη σε μας αλλά που ενδεχομένως άκουσε ο ναύκληρος του Περίπλου.
Η ποίηση αυτή αφηγείται εδώ και αιώνες, αν όχι χιλιετίες, την ιστορία της δουλείας, της μετανάστευσης, του εμπορίου, των αναγκαστικών έργων σε ορυχεία—θεμάτων και καταστάσεων που γέννησε η πλεονεξία κατακτητών που διέσχισαν τον Ωκεανό.
Η γόνιμη σύμπραξη του Μαριάνο Σίλβα και της Κάρλας Μποκέτι εντάσσεται στο κλίμα και τις νέες τάσεις της «παγκόσμιας ιστορίας» (global history), η οποία επιχειρεί μια έκκεντρη προσέγγιση της ιστορίας του μετα-αποικιοκρατικού κόσμου. Μεταφέρει τον φακό της έρευνας από το ευρωπαϊκό κέντρο στην περιφέρεια, σε λαούς και τόπους “άγνωστους, λησμονημένους απ’ όλους κι από τον Όμηρο” (Γ. Σεφέρης, “Ο βασιλιάς της Ασίνης”). Απομακρύνεται από την αποκλειστική οπτική γωνία των αποικιοκρατών, εισβολέων και κατακτητών. Εν τέλει, η ισηγορία που η σύγχρονη “παγκόσμια ιστορία” απονέμει σε ανοίκειες κοινωνίες του παρελθοντος θυμίζει την ιστορία του “φιλοβάρβαρου” Ηρόδοτου.