Ο πάντα επίκαιρος Μπετόβεν

Η εναρκτήρια συναυλία της ΚΟΑ για την σεζόν ’20 – ‘21
|
Open Image Modal
Ο σολίστ Τριαντάφυλλος Λιώτης
Huffpost GR

Επρόκειτο να είναι η εναρκτήρια συναυλία γης Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για τη νέα σεζόν και ταυτόχρονα αυτή που θα «εγκαινίαζε» το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μετά από πολλούς μήνες αναγκαστικής μη λειτουργίας του αλλά τα νεότερα μέτρα για την πανδημία το κατέστησαν αδύνατο. Ακριβώς όμως επειδή δεν ήθελαν η σεζόν να ξεκινήσει με ματαιωμένη την πρώτη εκδήλωση της οι υπεύθυνοι της ΚΟΑ αποφάσισαν να μεταδοθεί διαδικτυακά την ημέρα και ώρα που θα πραγματοποιείτο και μάλιστα όχι σε streaming αλλά μαγνητοσκοπημένη μιαν ημέρα πριν και φυσικά στο Μέγαρο Μουσικής. Αφού το σκέφτηκα λίγο κατέληξα ότι όχι μόνο μπορούσε αλλά και έπρεπε να γράψω κριτική σαν η συναυλία να είχε γίνει κανονικά και να την είχα παρακολουθήσει. Γιατί η μουσική στην φυσική συνθήκη της, παιγμένη ζωντανά δηλαδή, με ή χωρίς την παρουσία κοινού, σε live streaming ή σε μαγνητοσκόπηση πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει μέχρι να επιστρέψουμε επιτέλους και στην συναυλιακή (μαζί με όλες τις άλλες εκφάνσεις της) κανονικότητα!

Η συναυλία εντασσόταν στο συνολικό concept της ΚΟΑ για την περυσινή μα και την εφετινή σεζόν που έχει το γενικό τίτλο Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…) και αφορμή και έμπνευση του είναι η επέτειος των διακοσίων ετών από την Επανάσταση του 1821. Στο πλαίσιο ατού του concept εντάσσεται και ο κύκλος Μπετόβεν, με αφορμή τα διακόσια πενήντα χρόνια από την γέννηση του κορυφαίου μουσουργού, τμήμα του οποίου ήταν και η συγκεκριμένη συναυλία. Για τους μουσικούς της ΚΟΑ, πέραν από την ουσιαστική «επανεκκίνηση» της ορχήστρας μετά το lockdown, η συναυλία ίσως να είχε μια επιπλέον συγκινησιακή φόρτιση καθώς την διηύθυνε ο πρώην (από αρχές Οκτωβρίου τον διαδέχθηκε ο Λουκάς Καρυτινός) καλλιτεχνικός διευθυντής της Στέφανος Τσιαλής. Αναμφίβολα πάντως είχε για τον ίδιο μετά από αρκετά χρόνια παραμονής στην καλλιτεχνική διεύθυνση της ΚΟΑ στην διάρκεια των οποίων, ανάμεσα σε άλλα, κατήρτισε και υλοποίησε κατά την πρώτη από τις δύο σεζόν του το προαναφερθέντος concept Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…).

 Το πρώτο έργο δεν ήταν του Μπετόβεν αλλά – κατά τον Σ. Τσιαλή τουλάχιστον – συνδέεται επίσης με την ιδέα Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…). Οχι μόνο πολύ γνωστό αλλά και δημοφιλέστατο το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Πιοτρ Ιλιτε Τσαϊκόφσκι είναι αυτό που λέμε «λαμπερό» έργο με το ενδιαφέρον του να εντοπίζεται κυρίως στο εξαιρετικά απαιτητικό και, γιατί όχι, δύσκολο μέρος του πιάνου με την ορχήστρα να το συνοδεύει και κάποιες στιγμές να το υπογραμμίζει. Ο σολίστ Τριαντάφυλλος Λιώτης ανταποκρίθηκε στο έπακρο στην πρόκληση αλλά το ορχηστρικό μέρος κατά την γνώμη μου δεν είχε την απαιτούμενη συνοχή σε όλη την διάρκεια του έργου, κάτι που έγινε ιδιαιτέρως φανερό στο πολύ δυναμικό τελευταίο μέρος.

Κορύφωση όμως και επίκεντρο ταυτόχρονα της συναυλίας ήταν το τρίτο και τελευταίο τμήμα της. Η Πέμπτη Συμφωνία, η λεγόμενη και Συμφωνία της Μοίρας, αναμφίβολα είναι όχι μόνον η γνωστότερη από τις εννέα του Μπετόβεν αλλά πιθανότατα και το διασημότερο έργο κλασικής μουσικής διαχρονικά και διεθνώς, ακόμα και για όσους/ες δεν είναι ακροατές/ιες της. Κυριότερη βέβαια αιτία για αυτό το πασίγνωστο, εμβληματικό και «σήμα κατατεθέν» όχι μόνο για τον Μπετόβεν αλλά συνολικά για την κλασική μουσική επιβλητικότατο θέμα της εισαγωγής (μια από τις περιγραφές του είναι «η πιο εμπνευσμένη σειρά από νότες που γράφτηκε ποτέ»!). Το ότι όμως είναι τόση γνωστή δεν μειώνει καθόλου την αξία της Πέμπτης συμφωνίας, ενός έργου πανέμορφου αλλά και με μεγάλο και βαθύ φιλοσοφικά περιεχόμενο, ταυτόχρονα όμως και με πολλές και ταχύτατες εναλλαγές και εξαιρετικά απαιτητικό για μιαν ορχήστρα. Είναι άλλωστε από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ακραιφνώς Μπετοβενικής μεθόδου του χειρισμού της ορχήστρας σα να είναι ένα και μοναδικό όργανο διατηρώντας όμως στον απόλυτο βαθμό τον ήχο και όχι απλά το ηχόχρωμα κάθε μίας από την τρεις «οικογένειες» των οργάνων της, με τα έγχορδα ειδικά να δονούνται σαν ένα και μοναδικό αλλά με τρομερό, όντως σχεδόν «μοιραίο» όγκο, παλλόμενα στον ρυθμό του εσώτερου πάθους που διατρέχει την σύνθεση από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. Η ΚΟΑ την απέδωσε πραγματικά άψογα με την διεύθυνση του Σ. Τσιαλή να δίνει προσοχή ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια της.

Η ακρόαση της Πέμπτης συμφωνίας στην εξαιρετική εκτέλεση της ΚΟΑ μου προκάλεσε κάποιες σκέψεις σε σχέση με το concept Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…) αλλά και, κατά προέκταση, με όσα συμβαίνουν στον κόσμο μα και στην περιοχή μας στην δεδομένη συγκυρία. Οχι απλά αδέσμευτο αλλά κυριολεκτικά αδάμαστο πνεύμα ο Μπετόβεν βιοποριζόταν από τις επιχορηγήσεις κάποιων πλουσίων ανθρώπων της εποχής του μέχρι να αρχίσει να το κάνει από την μουσική δραστηριότητα του αλά δίχως ποτέ να ενταχθεί στην αυλή κάποιου ηγεμόνα ή ευγενούς όπως η συντριπτική πλειονότητα των συνθετών της εποχής του. Ταυτόχρονα όμως ήταν και πατριώτης, αγαπούσε δηλαδή την χώρα του και αυτό σημαίνει πριν από όλα τους ανθρώπους της.

Ο κατά περισσότερο από σαράντα χρόνια νεότερος και ομοεθνής του Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν επίσης ένα αδέσμευτο πνεύμα, στην προσωπική αλλά και στην δημόσια ζωή του και μια μουσική μεγαλοφυία ελάχιστα μικρότερη από εκείνη του Μπετόβεν. Ηταν όμως και εθνικιστής, πίστευε στην ανωτερότητα του γερμανικού έθνους και αυτό ακριβώς εκφράζει και αντιπροσωπεύει το έργο του. Το αποδεικνύει άλλωστε η θεματολογία αλλά ακόμα και η δομή του έργου του και κυρίως των τόσο σύνθετων οπερών του που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του και ολοφάνερα προοιωνίζονται τον μιιλιταρισμό και ιμπεριαλισμό της άκρως εθνικιστικής Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας υπό τον Κάιζερ οι οποίοι οδήγησαν την Ευρώπη και όχι μόνον στον όλεθρο του πρώτου παγκοσμίου πόλεμου.

Το έργο του εθνικιστή Βάγκνερ διαπνέεται και είναι επικεντρωμένο στο όραμα του για τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, τον ίδιο που θα ενέπνεε αργότερα και τον Χίτλερ ενώ αντίθετα εκείνο του πατριώτη Μπετόβεν είναι βαθύτατα ανθρωπιστικό και βρίθει φιλοσοφικών προβληματισμών για το ανθρώπινο ον, την υλική και πνευματική ζωή του, σε αυτόν τον κόσμο αλλά ίσως και πέραν από αυτόν. Το πρώτο διατηρεί βέβαια ακέραια την αξία του αλλά ανήκει στην εποχή του και μόνο σε αυτήν. Το δεύτερο όμως ήταν επίκαιρο χθες, είναι σήμερα και θα είναι και αύριο γιατί δεν απευθύνεται μόνο στο μυαλό των ανθρώπων προσπαθώντας μάλιστα να κυριαρχήσει σε αυτό αλλά επίσης μιλάει, με αγάπη, κατανόηση και παραμυθία, στην καρδιά και την ψυχή τους. Για αυτό και η ανθρωπότητα δικαιολογημένα θαυμάζει τον κορυφαίο Βάγκνερ αλλά αυθόρμητα ευγνωμονεί τον Τιτάνα Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν. Και είναι πραγματικά εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας ο συμβολισμός του ότι εκείνος που κοίταζε μόνο την τέχνη του και ύψωνε το βλέμμα του αποκλειστικά για να αντλήσει έμπνευση αλλά και δύναμη για την τόσο δύσκολη ζωή του διαμέσου του έργου του και μόνον έφτασε πολύ υψηλά, υψηλότερα όχι μόνον από ον Βάγκνερ αλλά και οποιοδήποτε άλλον επιθυμούσε σφόδρα να είναι πιο ψηλά από τους υπόλοιπους, ανώτερος τους δηλαδή. Εντέλει, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τον άλλο κολοσσό της μουσικής, τον Μπαχ, η αληθινή ταπεινότητα του Μπετόβεν είναι ταυτόχρονα και το διαχρονικό μεγαλείο του!