«Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα μπαλόνια, τη μια στιγμή φουσκώνουν κι ύστερα δεν αργούν να ξεφουσκώσουν, να αδειάσουν και μαζί με τον αέρα ξερνούν τα περασμένα».
Μ' αυτά τα λόγια με καλωσόρισε ο Γιώργος Λύκος στον Λευκό, έψησε καφεδάκι, έφερε ένα γλυκό τσαμπί άσπρο σταφύλι, από τα δικά του κτήματα, ύστερα έβγαλε έναν φάκελο γεμάτο χαρτιά, φωτογραφίες και ένα σωρό αδημοσίευτα ντοκουμέντα για τον αγωνιστή πατέρα του, τον μοναδικό Καρπάθιο που φυλακίστηκε στο Νταχάου και από το γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατάφερε να επιζήσει και να επιστρέψει στο νησί του!
Ο γιος μίλησε με καμάρι αλλά και με κρυφό παράπονο, για το τρόπο που αντιμετωπίστηκε η ιστορία του πατέρα του, για τον άνθρωπο που έζησε στην κόλαση κι όμως όταν γύρισε στον τόπο του ο αγώνας του ξεχάστηκε, εξατμίστηκε από τη συνείδηση των επόμενων γενιών. Ο Λύκος δεν ζήτησε δόξες και μεγαλεία, ούτε καν μια τιμητική σύνταξη δεν του δόθηκε, με δικαιολογία ότι η σύζυγος του έπαιρνε ήδη σύνταξη από την Αμερική, όμως θα μπορούσε να είναι το παράδειγμα, μια μόνιμα λαμπερή σελίδα της τοπικής ιστορίας αλλά και ένα από τα καθαρότερα σύμβολα του αγώνα.
Αφήνουμε πίσω τα συναισθήματα, τα μάτια καταβροχθίζουν τις πληροφορίες και δεν αργούν, σκοντάφτουν στην πρώτη σελίδα. Δυο λέξεις είναι αρκετές: «μεμονωμένος αγωνιστής», με αυτόν τον τίτλο περιγράφουν τον Νικόλαο Λύκο! Μήπως αυτή να είναι η αιτία της δικής μας λησμονιάς;
Ένας αγωνιστής πρέπει να σέρνει κομματικά λάβαρα ή μήπως να έχει γνωστούς σε θέσεις κλειδιά για να μην τον προσπεράσει ο χρόνος;
Η ιστορία του Λύκου, του Χατζηλύκου όπως έμεινε γνωστός στο χωριό του, στο Μεσοχώρι της Καρπάθου, είναι γνήσια πατριωτική, όμως άλλο τόσο είναι δύσκολη και πικρή.
Νίκος Λύκος, Κάρπαθος 14/11/1910 - Virginia USA 23/10/1976
Ο Νικόλας γεννήθηκε το 1910 στο Μεσοχώρι της Καρπάθου, μέσα στις δυσκολίες της πρωτο-δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα κατάφερε να βγάλει τρεις τάξεις από το δημοτικό σχολείο, λιγοστά τα γράμματα, όμως είχε ένα κρυφό εφόδιο κι αυτό ήταν το καφενείο του παππού, η «Ομόνοια» με το όνομα, ήταν το στέκι πολλών Μεσοχωριτών, εκεί μέσα φαίνεται να διδάχτηκε πολύ περισσότερα από το πιο ακριβό θρανίο.
Μικρό παιδί μεγάλωνε με ένα όνειρο, όπως σχεδόν και οι περισσότεροι Δωδεκανήσιοι, να γίνουν Έλληνες, μιας κι κείνα τα σκοτεινά χρόνια τα χώματα της Καρπάθου από τουρκικά σε μια νύχτα έγιναν ιταλικά. Αγρότης, λίγο ψαράς, λίγο κτηνοτρόφος, κυρίως καφετζής, αυτή ήταν η διαδρομή που ακολουθούσε ο βιοπαλαιστής Νίκος Λύκος, ωστόσο οι προκλήσεις του πολέμου και η αγνή ψυχή του τον έφεραν μπροστά σε ένα δίλημμα.
Ήταν Πέμπτη, 12 Αυγούστου 1943 όταν ο γαμπρός του, ο Νίκος Πέρος, τον φώναξε και του πρότεινε να βοηθήσει στην αντίσταση, την προπαγάνδα, όπως εξακολουθούν να την λένε μέχρι και σήμερα οι παλιοί. Η πρόταση δε σήκωνε κουβέντες, ή θα δεχόταν και θα έπαιζε κορώνα-γράμματα τη ζωή του, ή θα έκλεινε μάτια κι αυτιά στο κάλεσμα της μακρινής, άγνωστης πατρίδας που ήταν στην αναμονή. Κανένας δεν θα τον αδικούσε, ό,τι απόφαση κι αν έπαιρνε θα έμενε να στοιχειώνει τη ζωή του.
Ο 33χρονος Χατζηλύκος ακολούθησε το κάλεσμα της καρδιάς του, σχεδόν αυτόματα μπήκε σε ένα κρυφό δίκτυο και τροφοδοτούσε με κρίσιμες πληροφορίες τους κατασκόπους, που με απόλυτη μυστικότητα ήδη είχαν φτάσει στο νησί.
Ακριβώς εκείνη την περίοδο υπήρχε το σχέδιο για την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους συμμάχους, με πρωτοβουλία του Bρετανού Πρωθυπουργού Winston Churchill, με κωδική ονομασία «Accolade», έτσι η δουλειά του ανεκπαίδευτου πράκτορα Νικόλαου Λύκου αποκτούσε εξαιρετική σπουδαιότητα. Πληροφορίες για την αντιστασιακή δράση, τη σύλληψη, τα βασανιστήρια, την καταδίκη, τη μεταφορά στο Νταχάου και την απελευθέρωση από τους αμερικάνους στρατιώτες κατέγραψε ο ίδιος σε ένα μικρό τεφτέρι, από κείνα που ίσως χρησιμοποιούσε για να γράφει τα βερεσέδια των πελατών του καφενείου!
Η αυτοβιογραφία του Νίκου Λύκου, φυλαχτό μέσα στα χέρια του γιου του
Μετανάστης στην Αμερική, άρρωστος και καταβεβλημένος από απανωτές εγχειρήσεις, ακολούθησε τη συμβουλή του συμπατριώτη του δάσκαλου Χαροκόπου, σε 91 σελίδες περιέγραψε τους 6 μήνες στην αντίσταση, τις 54 ημέρες σκληρών βασανιστηρίων σε Κάρπαθο και Ρόδο, καθώς και τα 373 μερόνυχτα φυλακισμένος στο κολαστήριο Νταχάου!
Σε αυτό το μικρό σημειωματάριο, που ευτυχώς αξιοποιήθηκε από τον δάσκαλο Γιάννη Παραγυιό, μαθαίνουμε ότι ξεκίνησε την αντιστασιακή δράση και με τα πόδια έτρεχε όλο το νησί, συναντούσε τον επίσης πληροφοριοδότη δάσκαλο Γιάννη Οθείτη, από αυτόν έπαιρνε στοιχεία για την οχύρωση του νησιού στην νότια Κάρπαθο και την περιοχή του αεροδρομίου, επαφές είχε επίσης με τον Πυλιάτη πατριώτη γιατρό Μηνά Χαλκιά. Στη συνέχεια και με κίνδυνο να γίνει αντιληπτός κατάφερνε να περνά τα στρατιωτικά φυλάκια φορτωμένος χάρτες κι αλλές γραπτές πληροφορίες, στη συνέχεια τις μετέφερε στον ασύρματο των κατασκόπων (2ο κλιμάκιο Λυτός και Κρασόπουλος).
Δεν ήταν μόνο ο ποδαρόδρομος, είχε μια μικρή βάρκα και με αυτήν, δήθεν πως ψάρευε, τροφοδοτούσε με τρόφιμα κι άλλα αναγκαία είδη τα κλιμάκια των κατασκόπων που βρέθηκαν στο νησί. Από το Μεσοχώρι μέχρι το Διαφάνι κι από εκεί στις Φύσσες και την Αγία Ειρήνη, ο άφοβος Λύκος, έφτανε στις απόκρημνες ακτές, βόρεια του νησιού και εκτελούσε τις εντολές των κατασκόπων.
Ιταλοί και Γερμανοί στην Κάρπαθο, αρχείο Βύρωνα Τεσαψίδη
Οι Γερμανοί αποβιβάστηκαν στην Κάρπαθο στις 19 Σεπτεμβρίου 1943, από τότε και ακόμη για έξι μήνες ο Νικόλαος Λύκος υπηρέτησε με πίστη, προσήλωση και αυταπάρνηση, γνώριζε πολύ καλά τους εχθρούς του, δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, είχε να κάνει με τους ντόπιους κοντραμπατζήδες, όμως χειρότεροι από όλους ήταν οι... ρουφιάνοι.
Μια από τις πιο πικρές υποθέσεις που χειρίστηκε ο Χατζηλύκος ήταν η τραγική περίπτωση του Ιταλού αξιωματικού Πατρούνο.
Ο Ιταλός είχε υπηρεσία στο πυροβολικό του αεροδρομίου, στον Αφιάρτη, λέγεται λοιπόν ότι πέταξε τα κλείστρα των κανονιών στη θάλασσα για να μην τα χρησιμοποιήσουν οι νεοφερμένοι Γερμανοί, στη συνέχεια λιποτάκτησε και έγινε φυγάς.
Οι Γερμανοί επικύρηξαν τον όμορφο υπαξιωματικό με το ποσό των 10.000 λιρετών, στην αρχή δεν βρέθηκε Καρπάθιος για να προδώσει τον Πατρούνο, αν και πολλοί γνώριζαν ότι τα λημέρια της φιλοξενίας του ήταν στα βόρεια του νησιού και ιδιαίτερα στη περιοχή του Μεσοχωρίου. Τελικά στις αρχές Νοέμβρη 1943, στο πανηγύρι του Άη Γιώργη του μεθυστή, κάποια στόματα άνοιξαν και ο Πατρούνο προδόθηκε. Με τη βοήθεια των αντιστασιακών, εδώ ο Λύκος είχε ενεργό ρόλο, μεταφέρθηκε στο κρυσφήγετο των κατασκόπων, όμως εκεί γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Ο Ιταλός περίμενε μάταια το καΐκι, για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει με ασφάλεια σε ένα συμμαχικό στρατόπεδο.
Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί ακολουθούσαν μια γνώριμη τακτική, συνέλαβαν 5 Μεσοχωρίτες κι άλλους τόσους Σποΐτες, τους αλυσσόδεσαν και τους πέταξαν σε ένα κρατητήριο στα Πηγάδια. Η απόφαση ήταν ξεκάθαρη, ο Πατρούνο έπρεπε να βρεθεί ζωντανός ή νεκρός! Διαφορετικά θα εκτελούσαν και τους 10 συλληφθέντες, έναν κάθε μέρα.
Σύμφωνα με το ιδιόχειρο σημειωματάριο του Νικόλαου Λύκου, αλλά και τη μαρτυρία του στον γιο του, ο Πατρούνο εκτελέστηκε μπροστά στα μάτια του από τους κατασκόπους, το πτώμα του βρέθηκε από τους Γερμανούς, έτσι ο συναγερμός έληξε, οι ντόπιοι κρατούμενοι επέστρεψαν στα σπίτια τους, ενώ οι δυο κατάσκοποι έφυγαν βιαστικά από το νησί.
Το τίμημα πλήρωσαν οι ντόπιοι σύνδεσμοι, ήταν 22 Μαρτίου 1943, όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν τον δάσκαλο Χαροκόπο, τον Βασίλη Πέρο και τον Νικόλαο Λύκο.
Ο εγκλεισμός σε διάφορα κρατητήρια και κελιά κράτησε 54 μέρες, εκεί ο Χατζηλύκος γνώρισε πείνα, δίψα, όμως παρά τα ανείπωτα βασανιστήρια δε μαρτύρησε, δεν αποκάλυψε πληροφορίες, ούτε πρόδωσε τα ονόματα των συνεργατών του.
Στις αρχές Μαΐου '44 καταδικάστηκε από το γερμανικό στρατοδικείο της Ρόδου σε 5 χρόνια φυλάκισης, έτυχε μιας αμνησίας και η ποινή μειώθηκε στα 3 χρόνια και στις 17 Μαϊου 1944 πέρασε την πασίγνωστη πια πύλη του Γερμανικού στρατοπέδου.
Ο Νίκος Λύκος ή Χατζηλύκος
Για το Νταχάου εξακολουθούν να γράφονται απίστευτες ιστορίες, κάθε φορά που δίνεται η αφορμή για να κάνουμε μια επανάληψη είναι ευκαιρία να μελετήσουμε την καταστροφική φύση του ανθρώπου. Το στρατόπεδο με τη διάσημη επιγραφή Arbeit macht frei (η εργασία απελευθερώνει) βρίσκεται βορειοδυτικά του Μονάχου στη Γερμανία και σήμερα αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερα μουσεία παγκόσμιας μνήμης.
Οι Ναζί το 1933 δημιούργησαν εκεί το πρώτο οργανωμένο χώρο συγκέντρωσης, από τότε και μέχρι το 1945 οι κρατούμενοι, που είχαν καταγωγή από 26 χώρες, ξεπέρασαν τις 200.000.
Το Νταχάου χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή με κύριο στόχο την ενοικίαση εργατών-σκλάβων στα εργοστάσια της περιοχής, ενώ ήταν το πρώτο στρατόπεδο όπου Γερμανοί γιατροί προχώρησαν σε πειράματα πάνω σε κρατουμένους, χωρίς βέβαια τη συγκατάθεση των τελευταίων (θάλαμοι αερίων, Zyclon B, προγράμματα ευθανασίας).
Αν και είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε με ακρίβεια για αριθμούς, οι κρατούμενοι που πέθαναν εκεί, μεταξύ Ιανουαρίου 1940 και Μαΐου 1945 αναφέρεται τουλάχιστον σε 28.000, άγνωστοι και αμέτρητοι είναι όσοι χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, γιατί δεν υπάρχει καταγραφή.
Οι περισσότεροι από τους φυλακισμένους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, ανάμεσά τους και τα στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Στις καταγραφές υπάρχει επίσης η ένδειξη «Sch-J» για Εβραίους πολιτικούς κρατούμενους, η «PSV» (Polizeisicherungsverwahrte) για παραβάτες, που είχαν εκτίσει την ποινή τους, όμως κρίθηκαν επικίνδυνοι, και οι «AZR» (Asozialer/Reichsbehorde) που ήταν ποινικοί κρατούμενοι.
Ένας από τους πρώτους έλληνες κρατούμενους στο Νταχάου ήταν και ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης, ενώ συνολικά περίπου 1.000 Έλληνες καταγράφονται ως όμηροι.
Στις 29 Απριλίου 1945, το στρατόπεδο ήδη είχε γράψει 12 χρόνια ναζιστικής ιστορίας, όταν μπήκε ο αμερικανικός στρατός και απελευθέρωσε τους επιζώντες κρατούμενους.
Οι περιγραφές των Αμερικανών είναι συγκλονιστικές:
«... όταν μπήκαμε, αντίκρισα το πιο φρικτό θέαμα που έχουν δει ποτέ τα μάτια μου. Αυτοκίνητα φορτωμένα με πτώματα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν γυμνοί και δεν είχαν άλλο παρά δέρμα και οστά. Τα πόδια και τα χέρια τους είχαν μόνο μερικές ίντσες περίμετρο, χωρίς καθόλου γλουτούς. Πολλοί από τους νεκρούς είχαν τρύπες από σφαίρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους».
«Αρκετές εκατοντάδες μέτρα μετά από την κεντρική πύλη, συναντήσαμε την περίφραξη του χώρου συγκέντρωσης. Μπροστά μας, και πίσω από ένα ηλεκτροφόρο, αγκαθωτό συρματόπλεγμα, στάθηκε μια μάζα ενός πλήθους που επευφημούσε, από μισότρελους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που χοροπηδούσαν και φώναζαν από ευτυχία, οι απελευθερωτές είχαν έρθει! Ο θόρυβος ήταν πέρα από κάθε κατανόηση! Κάθε άτομο (ήταν πάνω από 32.000 συνολικά), ο οποίος θα μπορούσε να αρθρώσει έναν ήχο, ούρλιαζε από χαρά. Οι καρδιές μας έκλαψαν όπως βλέπαμε τα δάκρυα της ευτυχίας να πέφτουν από τα μάγουλά τους» (Walter Fellenz).
Ο Νίκος Λύκος δεν ήταν κομμουνιστής, ούτε εβραίος, πιάστηκε σε ένα μπλόκο θεωρήθηκε πληροφοριοδότης και μέλος κρυφής αντιστασιακής οργάνωσης, ανακρίθηκε, βασανίστηκε όμως δεν πρόδωσε, δικάστηκε και έτσι βρέθηκε στο Νταχάου.
Όταν μιλούσε για το στρατόπεδο απέφευγε τις σκληρές λεπτομέρειες, άλλωστε ποιος αντέχει έστω να ακούει για την ωμή, την ανείπωτη βία; Κι όμως αυτός ο Καρπάθιος κατάφερε να μείνει ζωντανός και η αιτία ήταν ένας νεαρός Γερμανός στρατιώτης!
Όπως αφηγήθηκε στον γιο του, η αφορμή για τη γνωριμία ήταν το σήμα της νίκης, που έκανε στον Γερμανό. Ο δεσμοφύλακας πιθανόν να θεώρησε ότι ο Έλληνας του δήλωνε ότι είχε πίστη, ότι θα τα καταφέρει, θα γλύτωνε από την κόλαση! Ο Νίκος Λύκος είχε σηκώσει τα δυο δάχτυλα, τον δείκτη και τον μέσο σε σχηματισμό V, ζητώντας να του βάλει στα κρυφά δυο τσιγάρα μέσα σε ένα καρβέλι ψωμί! Τα μισογερμανικά του Λύκου βοήθησαν στην επικοινωνία με τον Otto, αυτό ήταν το όνομα του φίλου-στρατιώτη, που φρόντιζε να αλλάζει τακτικά κρεβάτι, συχνά του άλλαζε θέση, τον μετέφερε σε έναν από τους 32 θαλάμους του στρατοπέδου, μα αυτό ήταν το ασήμαντο κόλπο και με σύμμαχο τη άπειρη θέληση του για ζωή ο Λύκος γλύτωσε το σταμπάρισμα και το ξεπάστρεμα.
Στην επίσημη καταγραφή από τον αμερικανικό στρατό ο Λύκος είχε αριθμό 8630
Χρειάστηκαν περίπου τρεις μήνες για να επιστρέψει στην Ελλάδα, ήταν Αύγουστος του 1945, ταλαιπωρημένος, τραυματισμένος στο σώμα κι άλλο τόσο λαβωμένος στη ψυχή, έζησε απίστευτες εμπειρίες που δεν υπήρχε τρόπος να διαγραφούν.
Για τα δυο παιδιά, μα και τα εγγόνια του, ο Νίκος υπήρξε ένας τίμιος καθαρός αγωνιστής της ζωής, πάλεψε για να τους αναθρέψει, με τα βασανιστήρια και ο εγκλεισμός του στο Νταχάου κατέστρεψαν το κορμί του. Το 1966 αρρώστησε, έγιναν ηλεκτροθεραπείες και ακολούθησαν 13 εγχειρήσεις, στην Αμερική πάλεψε για το μεροκάματο, όμως το 1976, σε ηλικία 66 ετών, ο Νικόλαος Λύκος χτυπημένος από καρκίνο δεν άντεξε, κανείς επίσημος φορέας δεν τον θυμήθηκε στα δύσκολα.
Ένα μάτσο κιτρινισμένα χαρτιά, φορτωμένα υπογραφές και ημερομηνίες, συνοδεύουν τη μνήμη του. Μια ταυτότητα, ένα βιβλιάριο υγείας, το αποδεικτικό από την ένωση ομήρων, τη βεβαίωση του Ερυθρού Σταυρού, ένα πιστοποιητικό της Νομαρχίας Δωδεκανήσου (1987), αλλά και το απογραφικό των Αμερικάνων, όταν εκείνοι άνοιξαν και ελευθέρωσαν το Νταχάου. Πιο σημαντικό από όλα ένα πιστοποιητικό «πατριώτη», από το 1945, υπογεγραμμένο από τον ανώτατο αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου Στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ.
Ο γιος του αγωνιστή, ο Γιώργος Λύκος, μιλά με πικρία για το κράτος και τους επίσημους φορείς του τόπου, κανείς μέχρι σήμερα δεν ενδιαφέρθηκε για την ιστορία του αγωνιστή. «Πλήρωσε όλες τις αμαρτίες των Καρπαθιών και σήμερα κάνουν γιορτές και βέβαια έτσι πρέπει και καλά κάνουν, μα θυμούνται μονάχα όποιον τους συμφέρει»!
Αντί με κάθε ευκαιρία να προβάλουν τη δράση του και να χρησιμοποιούν την περίπτωση του Λύκου, όπως κι άλλων αγωνιστών, ως παράδειγμα αντρειοσύνης και νησιώτικης λεβεντιάς με την αδιαφορία τους σιγά-σιγά σβήνουν κάθε υποψία μνήμης.
Πέρασαν 73 χρόνια από τον μοναδικό στα χρονικά ξεσηκωμό της Καρπάθου, από την 5η Οκτώβρη 1944, είναι επιτακτική ανάγκη να θυμηθούμε τα πρόσωπα που ρισκάρισαν τη ζωή τους και αφιέρωσαν το είναι τους στον αγώνα.
Ο κύκλος και η εποχή του Νικόλα Χατζηλύκου από χρόνια έκλεισαν οριστικά, η δική μας στενή μνήμη άραγε χωράει τόσο τίμιους ήρωες;
Σελίδα 92, η τελευταία από το ημερολόγιο του Νικόλαου Χατζηλύκου: «Δεν είδα καμιά υποστήριξη από κανέναν...αν δεν ήταν ο Otto και δεν τελείωνε ο πόλεμος θα ήμουν πεθαμένος».