Να σηματοδοτήσουν τη δημιουργία κοινού, αλλά όχι αναγκαία και ενιαίου μετώπου στη Μέση Ανατολή, ικανού να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργεί η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, επιχείρησαν Βλάντιμιρ-Πούιν και Ταγίπ Ερντογάν, με τη συνάντησή τους στη Μόσχα, αναβαθμίζοντας παράλληλα το ρόλο και τις προοπτικές της συνεργασίας τους στην ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα, οι διαρκείς επαφές Ρωσίας και Τουρκίας σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, είναι ενδεικτικές της εμβάθυνσης της διμερούς συνεργασίας, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε συμμαχία.
Οι ρώσο – τουρκικές σχέσεις αν και διέπονται από ταύτιση αντί-δυτικών συμφερόντων, εν τούτοις διαφοροποιούνται αισθητά, ιδιαίτερα στη «γεωπολιτική σκακιέρα» της Μέσης Ανατολής. Αυτές, φαίνεται ότι επιχειρείται να λειανθούν, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στη Συρία και να εδραιωθούν τα στρατηγικά συμφέροντα αμφότερων. Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στη Μόσχα, έγινε με φόντο τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που προκαλεί η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία και η επιταχυνόμενη διαδικασία ανατροπής του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο.
Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν, επίσης, προσπαθούν να συντονίσουν τις στρατηγικές τους, στο πλαίσιο του εφικτού, μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον για σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το συριακό έδαφος. Μόσχα και Άγκυρα θεωρούν ότι η αμερικανική στρατιωτική παρουσία, δρα ανασταλτικά στην εδκήλωση και εφαρμογή των σχεδιασμών τους για την ενδυνάμωση της επιρροής τους στο εσωτερικό της Συρίας.
Η συζήτηση των δύο ηγετών επικεντρώθηκε στη στρατηγική για την εμπέδωση της σταθερότητας στη συριακή επαρχία Ιντλίμπ, η οποία ελέγχεται από την ισλαμική εξτρεμιστική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (συνδέεται με την Αλ – Κάιντα).
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισήμανε ότι η Τουρκία κάνει πολλά για να διορθώσει την κατάσταση. Ωστόσο, δήλωσε ότι απαιτείται περαιτέρω δράση από τις δύο χώρες προκειμένου να «ρευστοποιηθεί η δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων». Ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε και αυτός ότι είναι σημαντικό στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός κενού εξουσίας μετά την απόσυρση των αμερικάνικων δυνάμεων που θα δώσει την ευκαιρία σε τρομοκρατικές οργανώσεις να δραστηριοποιηθούν ελεύθερα.
Ανταλλάγματα
Ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται να έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς επιδιώκει τη συναίνεση της Μόσχας στο μέτωπο κατά των σύριων κουρδικών δυνάμεων που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η περίπτωση της επαρχίας Ιντλίμπ ενδέχεται να αποτελέσει ένα πρότυπο συνεργασίας Ερντογάν-Άσαντ, υπό την αιγίδα του Πούτιν, με δεδομένο ότι οι δύο ηγέτες βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση.
Οι αντάρτες της συριακής αντιπολίτευσης – σύμμαχοι της Τουρκίας- ηττήθηκαν στην Ιντλίμπ από τους ισλαμιστές-εξτρεμιστές μαχητές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ. Τώρα, Μόσχα και Δαμασκός επιθυμούν, από την πλευρά τους, να εξαπολύσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της ισλαμικής εξτρεμιστικής οργάνωσης, από τη στιγμή που έχουν εγκαταλείψει το Ιντλίμπ και οι μετριοπαθείς συριακές ομάδες.
Σε αυτό το πλαίσιο η Άγκυρα θα μπορούσε να έχει ενεργό ρόλο, συμβάλλοντας στην εκδίωξη της συγκεκριμένης οργάνωσης από την περιοχή, κίνηση που θα συνέβαλε καθοριστικά στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης στις διμερείς σχέσεις με τον Άσαντ.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν, εν τω μεταξύ, θα συμβάλλει ως εγγυητής της τήρησης της συμφωνίας από την τουρκική πλευρά.
Επίσης, η Ρωσία, σε μια τέτοια εξέλιξη επωφελείται καθώς δεν θα επωμιστεί το κόστος των επιχειρήσεων, καθώς επιχειρεί να μειώσει τις αμυντικές της δαπάνες.
Σε αντάλλαγμα, ο Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορέσει να διαμορφώσει ζώνη ασφαλείας απέναντι στους Κούρδους σε άλλες περιοχές κατά μήκος των συριακών συνόρων, οι οποίες όμως θα επιτηρούνται από τριμερή σχήματα.
Μείζον θέμα για την Άγκυρα είναι να αποφευχθεί η προσέγγιση Ασάντ-YPG, καθώς ήδη έχουν διεξαχθεί σχετικές επαφές. Η προοπτική αυτή προκαλεί νευρικότητα στην Άγκυρα, όπου η ενδυνάμωση των Κούρδων γίνεται αντιληπτή ως δύναμη αποσταθεροποίησης.
Εύθραυστες ισορροπίες
Τις διμερείς συζητήσεις μεταξύ Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν, αναμένεται να ακολουθήσει σύμφωνα με δήλωση του πρώτου και μια τριμερής συνάντησή Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν με θέμα το συριακό μέτωπο. Οι τρεις χώρες προσπαθούν να συντονίσουν τις ενέργειές τους με στόχο την σταθεροποίηση της Συρίας προωθώντας παράλληλα τα εθνικά τους συμφέροντα.
Η Μόσχα επιθυμεί να διατηρήσει τις δύο σημαντικές στρατιωτικές της βάσεις, που παρέχουν και πρόσβαση στην Μεσόγειο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται γεωστρατηγικά. Η Άγκυρα από την πλευρά της επιδιώκει αφενός να παρεμποδίσει την ενοποίηση κουρδικών θυλάκων και ενίσχυση των δυνάμεών τους. Παράλληλα, όμως Μόσχα και Άγκυρα εξασφαλίζοντας πρόσβαση στη Μεσόγειο και επιρροή στην περιοχή, αποκτούν de facto θέση στο τραπέζι της διαχείρισης της Ανατολικής Μεσογείου, απ’ όπου θα περάσουν σημαντικοί αγωγοί, όπως ο East Med.
Σε μια πρώτη προσέγγιση, από τη συνάντηση με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να αναζητά την κάλυψη που χρειάζεται, έναντι του Άσαντ, για να πραγματοποιήσει τις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων, τις οποίες μπλόκαρε με τη στάση του ο Τραμπ, ενώ ο Σύρος πρόεδρος, ανέλαβε επίσης αποτρεπτική δράση, ενισχύοντας το μέτωπο με δικές του δυνάμεις. Οι εύθραυστες ισορροπίες, όμως, στο συριακό μέτωπο προκαλούν περισσότερα προβλήματα στην τουρκική πλευρά, καθώς -σύμφωνα με το αφήγημα της Άγκυρας- οι Κούρδοι αναπτύσσουν κλιμακούμενη και αποσταθεροποιητική κινητικότητα. Ταυτόχρονα, τα τουρκικά συμφέροντα επηρεάζονται αρνητικά και από την επαναπροσέγγιση των αραβικών κρατών, που καθοδηγούνται από Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με το καθεστώς της Δαμάσκου.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, αποδεικνύει ότι παραμένει «play maker» της συριακής «γεωπολιτικής σκακιέρας» από τη στιγμή που η στρατηγική του Πούτιν αποφέρει σημαντικά στρατηγικά οφέλη. Η στρατιωτική εμπλοκή της μόσχας άλλαξε το ρου του εμφυλίου πολέμου, διασώζοντας τον Μπασάρ Άσαντ, περιορίζοντας δραστικά τις εδαφικές κτήσεις της αντιπολίτευσης και εξαναγκάζοντας τις ΗΠΑ σε αποχώρηση. Αυτά, στρατηγικά μεταφράζονται σε ενισχυμένη και εγγυημένη παρουσία της Ρωσίας στη Συρία, θέση που της χαρίζει ρόλο στην περιοχή και θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον επανακαθορισμό των ισορροπιών.
Με δεδομένο μάλιστα ότι αποτελεί τον βασικό στρατηγικό και εμπορικό εταίρο του Ιράν, αποκτά διείσδυση στον Λίβανο και το Κατάρ, ενώ οι σχέσεις με την Τουρκία, ολοκληρώνουν τον εκτεταμένο βραχίονα της Μόσχας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Εξ αυτής της θέσης και με εμπεδωμένη τη στρατιωτική ανάπτυξη στην περιοχή, η Μόσχα αποκτά τη δυνατότητα προσέγγισης αραβικών χωρών και να διευρύνει τις συμμαχίες της, ή να αλλάξει τους όρους συμφωνιών, κατά το δοκούν, καθώς διαθέτει πλέον το απαιτούμενο εκτόπισμα.