Μιλώντας στην Ένωση Αμερικανικών Ιατρικών Κολεγίων, η Μάρθα Γκουλάτι, MD, καρδιολόγος στο Smidt Heart Institute at Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες αποκάλυψε ότι όταν δίνει διαλέξεις σε ιατρικές σχολές σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σε σχέση με τα καρδιολογικά ζητήματα και την καρδιολογική περίθαλψη, πολλοί φοιτητές μαθαίνουν για πρώτη φορά ότι εξακολουθεί να υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο φύλων.
Η ίδια λέει: «Συχνά, η ανδρική βιολογία διδάσκεται ως η “προεπιλεγμένη” (βασική) και η μάθηση για το πώς η γυναικεία βιολογία είναι διαφορετική - από τα συστήματα οργάνων μέχρι τις ορμόνες και τις κυτταρικές διαφορές - θεωρείται “ειδικού ενδιαφέροντος”».
Αυτό το γνωρίζουμε εδώ και καιρό σε ορισμένες μορφές. Για παράδειγμα, η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ανθρώπινο αίμα για να ελεγχθεί η απορροφητικότητα των προϊόντων εμμήνου ρύσεως ήταν... πριν από δύο χρόνια.
Επιπλέον, πολλά από αυτά που γνωρίζουμε για τις καρδιακές προσβολές αφορούν πραγματικά μόνο τους άνδρες. Τα συμπτώματα της καρδιακής προσβολής μπορεί στην πραγματικότητα να φαίνονται πολύ διαφορετικά για τις γυναίκες και τα προειδοποιητικά σημάδια για τα οποία ακούμε πιο συχνά δεν τείνουν να είναι τόσο κοινά για τις γυναίκες.
«Νομίζω ότι σ′ αυτό το σημείο μπορούμε να αντιληφθούμε τα πράγματα», λέει η Γκουλάτι.
«Στην ιατρική εκπαίδευση, [οι φοιτητές] πρέπει να εκπαιδεύονται σχετικά με τις διαφορές φύλου, όχι μόνο για τις καρδιακές παθήσεις, [αλλά] για κάθε σύστημα οργάνων του σώματος. Θα πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο σχετικά με το τι είναι το ίδιο, τι διαφέρει και τι είναι άγνωστο. Οι φοιτητές πρέπει να φεύγουν από την ιατρική σχολή κατανοώντας αυτές τις διαφορές».
Συμφωνώ. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τα βασικά, όμως, και να μάθουμε ότι πολλές φορές τα παυσίπονα είναι λιγότερο αποτελεσματικά για τις γυναίκες...
Γιατί τα παυσίπονα είναι λιγότερο αποτελεσματικά για τις γυναίκες;
Μια μικρή μελέτη του 2021 διαπίστωσε ότι η ιβουπροφαίνη τείνει να μειώνει τον πόνο στους άνδρες περισσότερο από ό,τι στις γυναίκες. Η ίδια μελέτη αποκάλυψε ότι η πρεδνιζόνη, ένας τύπος κορτικοστεροειδούς, σχετιζόταν με περισσότερες μη ανεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες στις γυναίκες συμμετέχουσες και ότι ήταν λιγότερο πρόθυμες να συμφωνήσουν σε αύξηση της δόσης.
Για να κατανοήσουμε γιατί μπορεί να συνέβη αυτό, το Medical News Today μίλησε με τη δρ Μίρα Κίρπεκαρ, κλινική επίκουρη καθηγήτρια αναισθησιολογίας, περιεγχειρητικής φροντίδας και ιατρικής του πόνου στο NYU Langone.
Η δρ Κίρπεκαρ, αποκάλυψε ότι, μέχρι το 2016, περισσότερες από 80% των μελετών για τον πόνο συμπεριελάμβαναν μόνο άρρενες συμμετέχοντες - είτε ανθρώπους, είτε τρωκτικά.
Σε αντίθεση με τους άνδρες, οι γυναίκες υφίστανται συνεχείς ορμονικές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ζωής τους που επηρεάζουν την ευαισθησία τους στον πόνο.
Οπως σημειώνει, ο συνυπολογισμός αυτών των αλλαγών μπορεί να ήταν δύσκολος σε ρυθμίσεις προηγούμενων ερευνών, οδηγώντας τελικά τις υποψήφιες γυναίκες συμμετέχουσες να παραλείπονται σε μεγάλο βαθμό από τις ομάδες μελέτης.
«Ως αποτέλεσμα, τα περισσότερα δεδομένα για τον πόνο που έχουμε υπάρχουν γύρω από τη σηματοδότηση του πόνου με βάση τους άνδρες. Το 2016, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας απαίτησαν ως όρο για τις αιτήσεις επιχορήγησης να αιτιολογούν την επιλογή του φύλου των ζώων που χρησιμοποιούνται στην έρευνα, οπότε τα θηλυκά άτομα άρχισαν να συμπεριλαμβάνονται στις μελέτες πόνου».
Αδιανόητο, για να είμαι ειλικρινής.
Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις διαφορετικές αντιδράσεις στον πόνο σε άνδρες και γυναίκες, η δρ Κίρπεκαρ σημειώνει ότι τα οιστρογόνα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τεράστιο ρόλο στην ανοχή των γυναικών στον πόνο: «Τα οιστρογόνα, μια ορμόνη που ελέγχει την ανάπτυξη της μήτρας, των ωοθηκών, των μαστών και ρυθμίζει την έμμηνο ρύση.
Ανάλογα με το πού βρίσκεται αυτό το οιστρογόνο και πόσο [από αυτό] υπάρχει, μπορεί είτε να επιδεινώσει τον πόνο είτε να τον βοηθήσει στην αντοχή σε αυτόν. Η τεστοστερόνη, από την άλλη μεριά, η οποία είναι η ορμόνη που εμπλέκεται στην ανάπτυξη του πέους, των όρχεων και του προστάτη, μπορεί να αμβλύνει τον πόνο.
«Και στην πραγματικότητα, ορισμένοι ασθενείς με χρόνιο πόνο μπορεί ακόμη και να λαμβάνουν θεραπείες με τεστοστερόνη. Έτσι, οι γυναίκες μπορεί να έχουν επιδεινωμένο πόνο λόγω των υψηλών επιπέδων οιστρογόνων τους. Και οι άνδρες με χαμηλή τεστοστερόνη μπορούν να επεξεργάζονται τον πόνο παρόμοια με τις γυναίκες».
Ας ελπίσουμε ότι η, εν καιρώ, πρόοδος στις ιατρικές εξετάσεις θα μπορέσει να μας προσφέρει μια «οδό» για μια πιο εξατομικευμένη διαχείριση του πόνου.