Ο έρωτας ποιος είναι; Που είναι; Πότε είναι; Πως είναι; Πώς έρχεται; Πότε έρχεται; Με τι μοιάζει;
Ἀβέβαιος, ἁβρός, ἁβροπέδιλος, ἀγέρωχος, ἀγαλλόμενος, ἄγριος, ἄγρυπνος, ἀδόνητος, ἀήττητος, ἀθαμβής, ἀθάνατος, ἀλάστωρ, ἀληθινός, ἀνήμερος, ἀνίκητος, ἀνώνυμος, ἄρχων, ἄτεγκτος, ἄτρεπτος, ἄφθονος, ἄφρων, ἀφύλακτος, βαρύζηλος, βασιλεύς, βίαιος, γαμήλιος, γελῶν, γλυκύς, γλυκύπικρος, γνήσιος, γυμνός, δαίμων, δεινός, δέσμιος, δεσπότης, δολοπλόκος, δοξαστός, δραπετίδης, δριμύς, ἔμφυτος, ἐπίβουλος, ἑταῖρος, εὐμενής, εὔχαρις, ἐφίμερος, ἡγήτωρ ψυχῶν, ἡδύς, ἥλιος, ἡνίοχος, θερμός, θῆλυς, θηρευτής, θρασύς, ἰατρός, ἱερός, ἱμερόεις, κάλλιστος θεῶν, κευθόμενος, κοινός, κοῦρος, κλῃδοῦχος, κύριος, λάβρος, ληστής λογισμοῦ, λυσιμελής, μέγας, μείλιχος, μειδιόων, μυσταγωγός, νήπιος, νοητός, νόθος, ὀνομαστός, ὀξύ δεδορκώς, ὅσιος, οὐράνιος, παῖς, παιώνιος, παμφάγος, πανδαμάτωρ, πάνδημος, πικρός, πλαστός, πλανώμενος, ποικιλόπτερος, πτερόεις, πυρφόρος, σκότιος, συνεργός, σώφρων, σωτήρ, τακερός, τοξαλκής, τοξότης, τραχύς, τριπανούργος, τύραννος, ὑπερπόντιος, φρενοκλόπος, φρενολῃστής, φίλος, χρυσοκόμας, χρυσοφαής, ψυχῆς ἀκόνη, ψυχῆς μάγειρος, ὠκύς …
Και πως τον μετράς; Με νομίσματα; Με σφυγμούς; Με απέλπιδες χειρονομίες; Με παλμούς;
«Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι -η ζωή μετριέται με σφυγμούς,
η χαρά με απέλπιδες χειρονομίες.
Η ζωή μετριέται με παλμούς»
Σε μια πλατεία στο Παρίσι, τόση δα, την Πλας Φύστεμπεργκ (ενίοτε και Φύρστεμπεργκ), με τον φανοστάτη στην μέση της πλατείας να κρύβει μία σχισμή, σχεδόν μυστική, παλιά οι ερωτευμένοι με απέλπιδες χειρονομίες έψαχναν να εντοπίσουν την σχισμή ν’ αφήσουν ένα νόμισμα, αυτό που βρήκαν στη ζωή.
Κι όταν εντοπίζανε την σχισμή, εναπόθεταν στο στόμιό της με ευλάβεια το νόμισμα σιωπηλοί. Η σιωπή της πλατείας ήταν η μουσική της: σφυγμοί και παλμοί.
Στην μία έξοδο της πλατείας προς τα βορειοδυτικά, σ’ ένα σημείο, υπάρχει σαν γκράφιτι γραμμένο:
Attendre, c’est toujours
Attendre l’amour.
Λένε πως υπάρχουν κάποιες συναντήσεις στην ζωή μας που τις θυμόμαστε πάντα, θα τις θυμόμαστε για πάντα, ανεξάρτητα αν καθώς μεγαλώνουμε μάθαμε, μαθαίνουμε να χειριζόμαστε καλύτερα την ιεροτελεστία του έρωτα.
Attendre, c’est toujours
Attendre l’amour.
Τον αναζήτησα, τον πρώτο-συνάντησα πλατωνικά, κατ’ εξακολούθηση πλατωνικά εννοείται, για χρόνια, μέχρι που εμφανίστηκε άξαφνα όπως ορίζουν οι αρχαίοι χρησμοί της φυλής και της ψυχής: Πίπτει !
«Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,
Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις….
…καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεὶς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γ᾽ ἀνθρώπων,ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν…»
Πίπτει! Έτσι απλά. Μη το ψάχνεις. Τον αδικείς.
Όπως το λέει. Ακριβώς, έτσι είναι:
«Έρωτα ανίκητε στον πόλεμο
εσύ που κάνεις κτήμα σου όπου πέσεις…
…δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε Θεός
ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους
κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός…»
Ναι αυτή η τρέλα, που όλα είναι τρελά γύρω σου, να περπατάς μονάχος στον δρόμο ή να οδηγείς να την βλέπεις μπροστά σου, να σκέφτεσαι μονάχα αυτήν, να της ψιθυρίζεις, να της εξομολογείσαι, να δακρύζεις καθώς ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σου να εμφανίζεται ανάμεσα στους ψιθύρους και στις εξομολογήσεις, να νοιώθεις εκείνο το συνεχές ζεστό τρεμούλιασμα, να συνταξιδεύεις σε μια «Θάλασσα επαγγελίας».
Εκεί, «Έσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο, σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό. Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια, με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου, την αρμυρή δροσιά τής θαλασσινής σου νύχτας. Και με ταξίδευες όλο το δρόμο, από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.»
Πόσο διαρκεί το ταξίδι;
Πίπτει!
Δηλαδή ; Μένει; Ή φεύγει; Πότε φεύγει; Πώς φεύγει; Γιατί φεύγει;
Ίσως γιατί «Οι άνθρωποι σαν αρθρωτές φιγούρες πιάνονται συνδέονται για λίγο κι αποσπώνται.»
Πίπτει!
Δηλαδή όπως ξαφνικά έρχεται, έτσι ξαφνικά φεύγει;
Πίπτει!
Και όλα ξεχνιούνται; Τι μένει απ’ όλα αυτά που μου διηγήθηκες; Μένει κάτι; Κάτι σαν Υπόγειο τρένο της μνήμης;
«Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν, όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν, θα ξεχαστούν όλα, όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ, που μάς κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή, που μέσα στο συνωστισμό τού υπόγειου τρένου, κρατήθηκες στο μπράτσο μου.»
Και ο Πρώτος Έρωτας;
ΥΓ : Συνεχίζεται (;)
***
Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής