Μέσω της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το ελληνικό εμπόριο, η ελληνική επιχειρηματικότητα αξιολογεί τον από πλευράς της κυβέρνησης απολογισμό της μακροοικονομικής κατάστασης στη χώρα καθώς και την αντανάκλαση που έχει αυτή η κατάσταση στα μικροοικονομικά μεγέθη της πραγματικής οικονομίας. Διαβλέπει επίσης την οραματική προοπτική του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας με βάση τις κατατιθέμενες κάθε φορά προτάσεις των κοινωνικών φορέων αλλά και συνολικά τη σχεδιαζόμενη Στρατηγική της Κυβέρνησης.
Είναι αλήθεια ότι το εμπόριο, η κατανάλωση συνιστούν το βασικότερο πυλώνα, μεταξύ των άλλων δύο δηλαδή των εξαγωγών και των επενδύσεων, ουσιαστικής συνδρομής στην οικονομική μεγέθυνση του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου και αδυνατώντας να παραμερισθεί η συμβολή της κατανάλωσης, παρά τα όσα ακούγονται περί αιτιογεννούς παραμέτρου γένεσης της κρίσης, η οποία ωστόσο θα πρέπει να θωρακιστεί με συγκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις ώστε να είναι ωφέλιμη και ευεργετική στην οικονομία.
Συγκεκριμένα θα πρέπει να αφορά προϊόντα όχι μόνο εγχωρίως παραγόμενα αλλά και εμπορεύσιμα υπό την έννοια της ανθεκτικότητάς τους στο διεθνή ανταγωνισμό όπου θα υπάρχουν και άλλα αντίστοιχα ανταγωνιστικά προϊόντα προς αναμέτρηση, με το προνόμιο όμως της καινοτόμου διαφοροποίησης, της ποιοτικής υπεροχής, της ανταγωνιστικής τιμολογιακής value for money σύγκρισης αλλά και όλων των διαδικασιών εξυπηρέτησης και παροχής ιδιαίτερων μοναδικών υπηρεσιών στον δυνητικό ή υπάρχοντα πελάτη.
Πέραν της στρατηγικής στόχευσης στην ωφέλιμη-κανονική κατανάλωση οι Κυβερνητικές εξαγγελίες είναι καλό να αφορούν μια κυριολεκτικά καθολική μεταρρύθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος όπου σε συνδυασμό με ένα Εθνικό Σχέδιο Παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας θα αποτελέσει πόλο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που αντιπροσωπεύουν στο ΑΕΠ ένα πενιχρό ποσοστό της τάξης του 1,5%-2%.
Το ίδιο θα πρέπει βεβαίως να ισχύσει και για τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που έχουν κατακρημνισθεί από τα 50 δις ευρώ στα 20 δις ευρώ με αποσβέσεις 12 δις ευρώ και αρνητική αποταμίευση στο τέλος της ημέρας.
Προϋπόθεση βασική η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 29% στο 20% ως κοινό φορολογικό συντελεστή επί των κερδών για όλες τις κατηγορίες και νομικές μορφές των επιχειρήσεων. Αντίστοιχα σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής οι φορολογικοί συντελεστές θα αυξάνουν έως 29% κατά περίπτωση. Το ζήτημα επίσης του ΦΠΑ είναι ανάγκη να μειωθεί στο 13% ιδιαίτερα στον κλάδο εντάσεως εργασίας που είναι η εστίαση ώστε να απελευθερωθούν επενδύσεις με νέα καταστήματα και δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Στο πλαίσιο βεβαίως ενός σταθερού και δίκαιου φορολογικού συστήματος εντάσσεται και ο εξορθολογισμός του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων καθώς και η θέσπιση αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Οι πολιτικές ηγεσίες όλων των κομμάτων οφείλουν στην μεταμνημονιακή αυτή περίοδο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές ώστε ο δομικός ανασχηματισμός της οικονομίας μας με κατεύθυνση τον εξωστρεφή προσανατολισμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση να λειτουργήσει αναζωογονητικά για το σύνολο της οικονομίας προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων. Αυτό προϋποθέτει διαφορετικό ύφος και στύλ διακυβέρνησης, που δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή δύναται να υποστηριχθεί από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα.
Υπάρχουν διαχρονικά πολλές και ανοικτές πληγές στην οικονομία που συνιστούν τροχοπέδη σε οποιαδήποτε δημιουργική πρωτοβουλία και αυτές είναι που άμεσα πρέπει να μπουν σε τροχιά διόρθωσης ή να εκλείψουν, όπως: η αδυναμία σοβαρού κανονιστικού πλαισίου που αφορά τις επενδύσεις, το ασταθές φορολογικό περιβάλλον και η διογκωμένη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματική λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ο τρόπος διαχείρισης των κόκκινων δανείων, η έλλειψη χωροταξικού - πολεοδομικού σχεδιασμού, το παράνομο εμπόριο , αργή απονομή Δικαιοσύνης κ.ά. Όλα αυτά και πολλά άλλα δεν μεταφράζονται προφανώς σε φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον για μία χώρα που έχει τόσο ανάγκη τις επενδύσεις, έχει πληγεί από βαριά ύφεση 8 χρόνια και ζει σήμερα στο ρυθμό μιας ισχνής αναιμικής ανάπτυξης.
Μεταξύ των έξη (6) κρίσιμων ερωτημάτων, που αφορούν στην ουσία μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να δώσει έμφαση η επόμενη Κυβέρνηση και να προσδιορίσει δεσμευόμενη χρονικά όχι μόνο τις απαντήσεις που θα δώσει αλλά και τον χρόνο υλοποίησής τους , αυτά απαριθμούνται ως εξής:
Η γρήγορη απονομή Δικαιοσύνης για προσέλκυση ξένων κυρίως επενδύσεων πώς εξασφαλίζεται μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών βημάτων σε συγκεκριμένο χρόνο;
Η δημιουργία κινητροδοτικών προϋποθέσεων για επανάκαμψη του στελεχιακού δυναμικού,που έχει ηθελημένα μεταναστεύσει για ανεύρεση εργασίας, πώς οριοθετείται στην πράξη ώστε να εξασφαλισθεί το ενδιαφέρον επιστροφή τους;
Η πολιτική απελευθέρωσης των επενδύσεων που θα συμβάλει καθοριστικά στη μεγέθυνση του Εθνικού πλούτου πώς ερμηνεύεται με όρους φορολογικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, νομοθετικούς ώστε να καταστεί η χώρα ελκυστική για δυνητικούς επενδυτές;
Η λεγόμενη ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η χιλιοειπωμένη υποστήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας,ως ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τι σημαίνει με απλά λόγια; δηλαδή πώς θα ενισχυθεί το επιχειρείν και πως θα υποστηριχθεί η μικρή επιχειρηματικότητα;
Η υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστημίου από συνεχείς φθορές και κακοποιήσεις μέσω ποιας συγκεκριμένης πολιτικής θα υποστηριχθεί και πώς θα διασφαλιστεί η εφαρμογή της; Πώς επίσης θα υπάρξει διασύνδεση πανεπιστημιακής γνώσης και αγοράς εργασίας;
Η πολιτική πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας πώς θα λειτουργήσει στην πράξη ώστε να είναι αποτελεσματική και να δίνει αξία στον πολίτη που του κοστίζει αρκετά χρήματα δίχως όμως ανάλογη ανταποδοτικότητα;
Οι άνθρωποι -διαχειριστές της εξουσίας της επόμενης ημέρας είναι βέβαιο ότι πρέπει να έχουν συγκεκριμένες διοικητικές δεξιότητες, προσόντα, να διαθέτουν όραμα, τόλμη, σχέδιο και όρεξη για δουλειά, να έχουν κάτι να επιδείξουν στον πρότερο εργασιακό τους βίο και κυρίως να χαρακτηρίζονται από σύνεση και μετριοπάθεια.
Υπάρχουν αυτοί σήμερα στα πολιτικά κόμματα;
Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο για πολλά χρόνια.