«Το γκρίζο έχει μέσα όλα τα χρώματα. Έχει μέσα και το κόκκινο και το κίτρινο και το μπλε. Δεν το ξέρει ο κόσμος, αλλά αν τα ανακατέψεις όλα αυτά τα χρώματα μαζί γίνεται το γκρίζο. Αν έχουμε την ικανότητα να αφαιρέσουμε ένα χρώμα από μέσα, τότε αμέσως γίνεται φωτεινό. Εάν αφαιρέσουμε κι άλλο ένα, τότε γίνεται πάρα πολύ λαμπερό. Είναι στη δική μας κρίση να αφαιρέσουμε ό,τι χρειάζεται από το γκρίζο για να γίνει ένα φωτεινό χρώμα»
Τι έβλεπε άραγε ο Δημήτρης Μυταράς μπροστά στον καθρέφτη; Ο περίφημος ζωγράφος γοητεύτηκε τόσο από τη μαγεία του αντικειμένου, που τον ενέταξε σε πλειάδα έργων του, χωρίς ποτέ να μας αποκαλύψει το είδωλό του στον καμβά. Τουλάχιστον, έτσι το θέλησε ο δημιουργός, γιατί μια «κρυμμένη» αυτοπροσωπογραφία από τα χρόνια της νιότης βγαίνει από τα κιτάπια του εργαστηρίου του, πρώτη φορά, για να τον «αποκαλύψει» στο φιλότεχνο κοινό. «Ανασκαφέας» η Μαρία Κουτσομάλλη, η ιστορικός τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, που αφιέρωσε έναν ολόκληρο χρόνο ιχνηλατώντας το έργο του ζωγράφου. Μετά τους άλλους μεγάλους δασκάλους, τον Γιάννη Μόραλη και τον Παναγιώτη Τέτση, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Ιδρύματος στην Άνδρο, αποτίει φόρο τιμής στο Δημήτρη Μυταρά, με δεκάδες έργα που φωτίζουν την εικαστική του πορεία, άγνωστες πτυχές της ζωής του, τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα του ζωγράφου.
«Η αυτοπροσωπογραφία του ήταν μια υπέροχη και συγκινητική ανακάλυψη, γιατί τη βρήκα σε μια σειρά αρχείων από το σπίτι του Μυταρά» μας λέει η Μαρία Κουτσομάλλη, μόλις λίγες ημέρες πριν από το στήσιμο της έκθεσης στην Άνδρο. Η σχέση του ζωγράφου με το Ίδρυμα δηλώνεται συμβολικά από ένα πορτρέτο που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης για τη Φλερέτ Καραδόντη, ανιψιά της Ελίζας Γουλανδρή και σημερινή Πρόεδρο του Ιδρύματος∙ «του είχε ζητήσει ένα έργο και επέλεξε να την ζωγραφίσει σε τριπλό καθρέφτη» εξηγεί η κυρία Κουτσομάλλη, επισημαίνοντας ότι το έργο συνδυάζει τις δύο ζωγραφικές «εμμονές» του δημιουργού:
«Τους καθρέφτες που στην αρχή αποδίδονται αφηρημένα, κυρίως, μέσα από τη μορφή του καθρέφτη, την στρογγυλάδα του και τις αντανακλάσεις που προκαλεί. Μετά, σιγά σιγά θα ενσωματώσει και τις γυναίκες ανάμεσα σε τριπλούς και πενταπλούς καθρέφτες. Πάντα ασχολείται με την ανθρώπινη μορφή, ακόμη και όταν του λένε οι συνάδελφοι και οι γκαλερίστες ότι είναι κάτι ξεπερασμένο, “πολυφορεμένο”, που το κάνουν οι ζωγράφοι για βιοπορισμό. Εκείνος έδινε μεγάλο βάρος στο πρόσωπο, γι’ αυτό και αναδείχτηκε σε εξαιρετικό πορτρετίστα με πολλές παραγγελίες».
Η έκθεση στην Άνδρο διαρθρώνεται σε εφτά βασικές ενότητες: «Από το ξεκίνημα δημοσιεύονται πολλά ανέκδοτα σχέδια. Εκεί, βλέπεις πώς ψάχνει το στυλ του: πειραματίζεται με την αφαίρεση, παίζει με τα χρώματα του Ματίς, ζωγραφίζει γυναίκες γυμνές με τον τρόπο του Ingres. Βλέπεις δηλαδή ότι αναζητά το προσωπικό του ύφος» λέει η ιστορικός τέχνης, υπογραμμίζοντας παράλληλα, ότι «όσο κι αν ποικίλλει τις τεχνικές και τα θέματά του, ο Μυταράς δεν χάνει ποτέ από μπροστά του τη μύχια ανάγκη να φανερώνει την αλήθεια του, αυτό που ο ίδιος λέει “εσωτερική συνέπεια”».
Σε όλη την πορεία του ζωγράφου, συγκινεί η παρουσία της συντρόφου και ομοτέχνου του, Χαρίκλειας. «Από τα πρώιμα πορτρέτα, το μοντέλο που του ποζάρει, είναι η γυναίκα του. Εκεί, επειδή της έχει τέτοια αδυναμία, πάντα την παρουσιάζει με τρυφερότητα και αγάπη που τα περνάει μέσα στο έργο. Αργότερα, στα πορτρέτα που αναλαμβάνει ως παραγγελίες, είναι εντυπωσιακό αυτό που έλεγε ο ίδιος: “εγώ τα πορτρέτα τα κάνω, ψάχνοντας τον δικό μου εαυτό μέσα από αυτά. Επομένως, ζωγραφίζω πάντα το πορτρέτο μου”. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ζωγραφίζει τον άλλο υπέροχα, αλλά τον αποδίδει με τέτοια ειλικρίνεια και αλήθεια που ο άλλος «περνάει» μέσα από το βλέμμα του. Συχνά, όμως, τα μοντέλα δεν ήθελαν το πορτρέτο τους, γιατί δεν τους κολάκευε. Κι αυτό ήταν πρόβλημα για τον Μυταρά… δεν ήθελε να κολακέψει!».
Η ιδανική γυναίκα στο έργο
«Αυτό που είναι ωραίο σε αυτές τις παραγγελίες, ήταν και η σύνθεση που έβγαζε ο ζωγράφος. Αν κοιτάξεις πώς καδράρει την σκηνή, τί επιλέγει δηλαδή πίσω από το πρόσωπο. Συνήθως, τοποθετούσε αρχαία αγάλματα κι αυτό είναι σημαντικό γιατί φανερώνει μια εικαστική ανησυχία ζωγράφου. Πώς θα ισορροπήσει τα χρώματα, πώς δηλαδή θα αναδείξει το κύρος του προσώπου που παρουσιάζει. Προσοχή εδώ: δε λέω “ωραίο”, αλλά με το βάρος της ζωγραφικής αξίας. Και πέρα από αυτό δε θα κάνει μόνο παραγγελίες. Θα κάνει, κυρίως, πορτρέτα μαθητριών του. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα έχουν σωθεί φωτογραφίες γιατί δεν έβαζε τα μοντέλα να του ποζάρουν. Εκεί βλέπεις τούτο το σημαντικό: δεν είναι το κύριο μέλημά του να ζωγραφίσει πιστά το μοντέλο, αλλά να αναδείξει κάτι πίσω από το προφανές».
Πώς και δεν ασχολήθηκε με την αυτοπροσωπογραφία; «Σταμάτησε πολύ γρήγορα να το κάνει. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ο Μυταράς θυμίζει σε πολλά τον Μπρακ. Δεν ενδιαφέρθηκαν για τον εαυτό τους με τέτοιο τρόπο, όπως συνηθίζουν πολλοί ζωγράφοι. Κυρίως, όμως, έχει να κάνει με το πώς οι δυο τους, προσέγγισαν τις γυναίκες. Η γυναίκα στο έργο του Μυταρά αφορά τα πορτρέτα των γνωστών κυριών, αλλά είναι κυρίως, αυτό που είχε φανταστεί στο μυαλό του: οι ονειρεμένες γυναίκες. Παρόμοια με τον Γάλλο ζωγράφο, κι εκείνος δεν χρησιμοποιούσε μοντέλα και τις λίγες φορές που παρουσίασε γυναίκα, ήταν έτσι, ονειρεμένη. Έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να αναπαράγει την ομορφιά της γυναίκας. Αυτό που ήθελε μόνο να δείξει ήταν η “δική” του: η ιδανική γυναίκα».
Πικραμένος και πεισιθάνατος
Η έλευση της δικτατορίας στην Ελλάδα ήταν ένα γεγονός που άλλαξε την τέχνη του Μυταρά. «Παραμένει στην Ελλάδα κι αλλάζει τελείως την τεχνική του. Από εκεί που σχεδίαζε και ζωγράφιζε αυθόρμητα, θα χρησιμοποιήσει την τεχνική των στένσιλ. Θα πάρει φωτογραφίες από διάφορα αρχεία, θα τις αναπαράγει με το στένσιλ στις διαστάσεις που θέλει, εξαφανίζοντας σιγά σιγά τα χρώματα. Η παλέτα του γίνεται όλο και πιο μουντή και εκεί είναι τα πρώτα έργα - ντοκουμέντα που βγαίνουν. Άνδρες που παραπέμπουν σε μαφιόζους, άδεια κτίρια, έργα που εκφράζουν έναν κυνισμό και μια απαισιοδοξία γι′ αυτό που συμβαίνει στον τόπο. Βέβαια, οι αρχές είτε δεν θέλησαν είτε δεν κατάφεραν να δουν τίποτα γιατί συνέχισε να εκθέτει και να δημιουργεί απερίσπαστος. Ήταν τέτοια η άγνοια του καθεστώτος που τον είχαν αποκαλέσει ως τον πρώτο ποπ αρτ καλλιτέχνη στην Ελλάδα.
Με το που τελειώνει η δικτατορία, ο θυμός του δεν έχει περάσει, και θα παρουσιάσει πολλά θέματα απαισιόδοξα. Τότε, αρχίζει να απομονώνεται περισσότερο, γίνεται πιο εσωτερικός. Κι ο θυμός του θα βγει μέσα από θέματα όπως οι γνωστές του μοτοσυκλέτες. Μετά, είναι τα αλλοτριωμένα τοπία, όπου βλέπουμε δρόμους μέσα σε μια φύση που έχει αλλάξει τελείως, πολύ μακριά πλέον από τη γενέτειρά του, τη Χαλκίδα. Και βέβαια, εκφράζεται με τα σκυλιά, που θα τον απασχολήσουν για πολύ καιρό. Ενώ τα λάτρευε τα ζώα, αυτά είναι σκυλιά έτοιμα να δαγκώσουν, να επιτεθούν...»
Η γυναικεία μορφή τελικά, είναι που θα «γαληνέψει» τον Μυταρά κι εκεί το καυστικό και αδιάλλακτο πινέλο του θα αναζητήσει ένα εντελώς καινούργιο φως και μια πρωτόγνωρη ζωντάνια. «Το μόνο που τον ησυχάζει σιγά σιγά, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, είναι η γυναίκα. Το λέει ωραία ο ίδιος: “άνδρες ζωγράφιζα μόνο την εποχή της δικτατορίας, έχουν ένα άγριο ήθος το οποίο δεν μ′ ενδιέφερε ποτέ. Προτιμώ να ζωγραφίζω γυναίκες και παιδιά”. Έτσι μπαίνουμε στην έκτη ενότητα με τη γυναίκα, όπου όλα ηρεμούν. Οι μορφές γίνονται ποιητικές, τα χρώματα αρχίζουν και πάλι να βγαίνουν με τρόπο πρωτοφανή. Κι εκεί που τον βλέπαμε με μουντά χρώματα, με μια παλέτα συρρικνωμένη, αρχίζει να εκφράζεται με πλούσια, θερμά χρώματα. Αυτή η αρμονία παρουσιάζει έναν τελείως άλλο άνθρωπο».
Το θέατρο και η ποίηση
«Εκείνο, όμως, που οπωσδήποτε θέλαμε να αναδείξουμε στην Άνδρο είναι δύο άγνωστα πρόσωπα του Μυταρά: τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο. Άλλωστε, όταν έφυγε στη Γαλλία για σπουδές, σπούδασε σκηνογραφία. Και η πρώτη του επαφή με το θέατρο στην Ελλάδα ήταν το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Πιραντέλο που εκείνη την εποχή (1961) σημείωσε μεγάλη επιτυχία! Αυτό του ανοίγει την πόρτα του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και, βέβαια, την συνεργασία με το εμβληματικό Θέατρο Τέχνης του Κουν. Το θέατρο είχε καθοριστικό ρόλο στην τέχνη του και μάλιστα το χαρακτήριζε “υπέροχη αναπνοή”. Έφευγε από τη “μοναξιά” του ατελιέ και είχε την ευκαιρία να δουλέψει με άλλους, να συνδημιουργήσει κι αυτό το είχε ιδιαίτερη ανάγκη. Οπωσδήποτε, τον βοήθησε και στις διακοσμητικές συνθέσεις που ανέλαβε για Τράπεζες και μνημειακά κτίρια όπως ο Αστέρας της Βουλιαγμένης».
Εκτός από την ενότητα των έργων για το θέατρο, η έκθεση φέρνει στο φως και μια άγνωστη πτυχή του ζωγράφου, την ενασχόλησή του με την ποίηση. «Ξεκίνησε να γράφει πολύ γρήγορα και ποτέ δεν σταμάτησε. Αλλά η πρώτη συλλογή ποιημάτων που θα εκδώσει είναι το 2005, σε ηλικία 71. Δε θέλησε ως τότε να παρουσιάσει τίποτε και να συστηθεί ως ποιητής. Από την στιγμή όμως που έχασε την όρασή του (σ.σ. από σπάνια νευρολογική ασθένεια που ξεκίνησε το 2008 και τελικά του στέρησε την όραση), η ποίηση θα πάρει το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργικού χρόνου του. Τα ποιήματά του είναι ακριβώς όπως η ζωγραφική του: πάρα πολύ καυστικά, σύντομα αλλά δοσμένα με μια αιχμηρότητα. Είναι αποκαλυπτικό αυτό που είχε πει η γυναίκα του, Χαρίκλεια: «ο ίδιος ο Μυταράς μου φαίνεται καλά, αλλά τα ποιήματά του με τρομάζουν! Δείχνουν έναν κυνισμό και μια απαισιοδοξία, που δεν μου αρέσουν στον άνθρωπο που αγαπάω» (περίπου στο 2010).
Πώς, λοιπόν, θα τον περιέγραφε η επιμελήτρια της έκθεσης; «Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι ότι ήταν αυθεντικός, δεν έλεγε ψέματα στον εαυτό του. Είναι μια ζωγραφική ωμή, που τα βγάζει όλα στη φόρα. Ο Μυταράς έλεγε ότι πρέπει να αισθάνεστε τα έργα μου, όχι να τα καταλαβαίνετε. Κι όποιος δεχτεί να δει αυτές τις εικόνες και να τις αισθανθεί πραγματικά, θα δει και την ειλικρίνεια του Μυταρά».
Σε παλιότερη συνέντευξή του ο δάσκαλος είχε πει: «ένα έργο είναι πολυδιάστατο κι ο καθένας βλέπει μέσα σ′ αυτό ό, τι θέλει. Ο καθένας βλέπει τη φάτσα του. Στην ουσία, ένας καθρέφτης είναι».
Το εικαστικό αφιέρωμα στον Δημήτρη Μυταρά συνοδεύει δίγλωσσος κατάλογος, με τη φροντίδα της Μικρής Άρκτου και του ζωγράφου Ανδρέα Γεωργιάδη. Διάρκεια έκθεσης στην Άνδρο: 1 Ιουλίου – 30 Σεπτεμβρίου 2018. Ώρες Λειτουργίας: καθημερινά 11.00-15.00 και 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00, Δευτέρα απόγευμα και Τρίτη κλειστά.