Αφορμή για τον παραπάνω τίτλο δίνει η Κυριακή του Τυφλού, την οποία εορτάσαμε την Κυριακή στην εκκλησία. Σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής, ο Χριστός κατά την ημέρα του Σαββάτου θεράπευσε έναν άνθρωπο γεννημένο τυφλό. Ας σταθούμε στα λόγια του Χριστού: «Διά κρίση εγώ ήρθα στον κόσμο τούτο, για να αποκτήσουν το φως εκείνοι που δεν βλέπουν και να γίνουν τυφλοί εκείνοι που βλέπουν» (Ιω. 9, 39).
Πώς βλέπεται ο Θεός; Η προσέγγιση του Θεού μέσα από το νου, ταλαιπώρησε πολύ την ανθρώπινη σκέψη. Βλέπουμε, ιδίως, στη Δύση, όλες οι προσπάθειες των φιλοσόφων και των θεολόγων να στρέφονται στην απόδειξη της ύπαρξης του Θεού μέσα από τη χρήση της λογικής, του νου. Μάλιστα, ο Descartes, στο βιβλίο του «Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας», αν και ξεκινάει τον τρίτο στοχασμό (οντολογικό) σημειώνοντας πως θα κλείσει τα μάτια, θα βουλώσει τα αυτιά, θα απομονώσει όλες τις αισθήσεις, εντούτοις, επιλέγει μέσα από ην εξώθηση της λογικής στα άκρα, να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Είχε προηγηθεί βέβαια ο Άνσελμος Καντερβουρίας και ακολουθούσε ο Spinoza. Γιατί, άραγε, η αθεΐα γεννήθηκε στη Δύση; Έχει να κάνει, σαφώς, με τον τρόπο προσέγγισης και την αντίληψη περί Θεού. Ο Θεός στη Δύση κατάντησε ιδέα μέσα από τα μάτια των φιλοσόφων. Αυτόν τον Θεό πολέμησε ο Νίτσε, ο οποίος πολύ σωστά σημειώνει στη «Χαρούμενη Γνώση» πως ο «Θεός είναι νεκρός» (Gott ist tot). Η δημιουργία μιας εικόνας περί Θεού ανάξιας του Θεού, σημαίνει τον Θεό ως είδωλο, επουδενί, ως εικόνα.
Κι έρχονται οι Πατέρες της ορθόδοξης Ανατολής. Και τί μας λένε; Δεν είναι ο Θεός έτσι, δεν είναι αλλιώς∙ ο Θεός δεν είναι! Στον Θεό είναι καλύτερο να προσδίδουμε το «μη είναι» όπως θα πει ο Μάξιμος Ομολογητής. Αμέσως, ο Θεός ξεφεύγει από τις αποδείξεις και την νοησιαρχία, στις οποίες τον εγκλώβισε η δυτική σκέψη και, πλέον, γίνεται ο Θεός της αποφατικής θεολογίας, του Μαξίμου Ομολογητού, του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπου κάθε αντίληψη περί Θεού απέχει από κάθε ειδωλοποιημένη και ανθρωπομορφική εικόνα. Όλα αυτά, μας λέει στο «Περί θείων ονομάτων» ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ξεπερνούν λόγο, νου και ουσία και πρέπει να στραφούμε στην αγνωσία αν θέλουμε να μιλήσουμε για τον Θεό. Αυτή η αρνητικότητα για τους Πατέρες αποτελεί και την πιο ασφαλή οδό για παραγωγή θεολογίας.
Μέσα από την αναζήτηση του Θεού, δύο μπορεί να συμβούν. Ο άνθρωπος να απιστήσει προς τον Θεό ή να πιστέψει. Το σίγουρο είναι πως αυτές οι δύο καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται ο άνθρωπος, σχετίζονται με τον τρόπο αντίληψης, λειτουργίας των άδηλων πραγμάτων εντός του εαυτού του. Κάποιος, λοιπόν, χρειάζεται να προφυλάξει τον άνθρωπο ώστε να αποφευχθεί η αντικειμενοποίηση του Θεού, η οποία με πολύ εύκολο τρόπο γεννά την αθεΐα. Ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας αποβαίνει καταλυτικός για την προσέγγιση των πραγμάτων.
Η του «Θεού θεωρία» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν θέλει στοχασμούς, εμπιστοσύνη στο νου, αλλά κάτι άλλο. Κι αν ο όρος έχει προέλευση πλατωνική, ο Γρηγόριος Νύσσης τον μεταποιεί, σημειώνοντας πως «η θεωρία του Θεού δεν γίνεται ούτε με την όραση, ούτε με την ακοή, ούτε με κάποια άλλη από τις γνωστές έννοιες κατανοείται ο Θεός». Πώς επιτυγχάνεται; Συνεχίζει, ο Νύσσης, με τα εξής: «…πρέπει από πριν να καθαρίσει τη μέθοδο από κάθε αισθητική κι άλογη διάθεση, όπως επίσης και κάθε γνώμη που διαμορφώνει στο νου από κάποια προκατάληψη και αφού απαλλαγεί και χωρισθεί από τη συνηθισμένη συνομιλία με τη σύζυγο του, δηλαδή την αίσθηση, που είναι σαν σύζυγος και σύνοικος με τη φύση μας, και αφού καθαρισθεί και από αυτήν, τότε ας επιχειρήσεις να ανέβει στο όρος».
Δεν υπάρχει στην Ανατολή Θεός που αποδεικνύεται. Υπάρχει Θεός που τρώγεται. Θεός που προσφέρεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Με τον τρόπο αυτό γνωρίζεται ο Θεός στον άνθρωπο∙ δι’ Υιού. Και συγκεκριμένα μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου ο άνθρωπος δεν μεταλαμβάνει έναν Θεό ιδέα, αλλά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κάτι τέτοιο πρόκειται για την πιο μεταφυσική ουτοπία στην πιο οντολογική της αναφορά! Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι ένας ακόμη μύθος, ένα τελούμενο που διαδραματίζεται στο πλατωνικό σπήλαιο, δεν έχει ιδεολογική αναφορά αλλά οντολογική ταυτότητα, την οποία αντλεί εξάπαντος από το πρόσωπο του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Η δυνατότητα να μεταλαμβάνει ο πιστός Σώμα και Αίμα Χριστού σημαίνει την ισχυρότερη και ανεξάντλητη μεταφυσική αγωνία, την οποία ο ανθρώπινος νους δεν θα λύσει ποτέ. Δεν θα υπάρξει πιο ατελεύτητος υπερβατισμός από αυτή την πράξη, από αυτό το τελούμενο. Αυτή η βρώση και πόση του Θεού αποτελεί ενέργεια που πλήττει σοβαρά τον ανέραστο ηθικισμό, αφήνοντας τα τραύματα του να αναζητούν αγωνιωδώς την υπερβατική λειτουργικότητα των πραγμάτων υπό τη σκιά των πιο ανεκπλήρωτων διαπροσωπικών επαφών, οι οποίες ως ξένες και ακοινώνητες μιας διαλογικής εκστατικότητας, ακολουθούν μεμονωμένους ή παράλληλους βίους.
Αλλά, ας αφήσουμε», καλύτερα, γι’ αυτά να μιλήσει το αισθητικό βίωμα και η μυσταγωγική εμπειρία του γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή: «Ἀφοῦ εἶναι διαρκῶς παρὼν ὁ Θεός, διατί ἀνησυχεῖς; Ἐν αὐτῷ ζῶμεν, κινούμεθα. Εἰς τὴν ἀγκάλην του βασταζόμεθα. Θεὸν ἀναπνέομεν· Θεὸν περιβαλλόμεθα· Θεὸν ψηλαφῶμεν· Θεὸν ἐσθίομεν ἐν Μυστηρίῳ. Ὅπου στρέψῃς ὅπου ἰδῇς, παντοῦ Θεός· ἐν οὐρανοῖς, ἐπὶ γῆς, εἰς τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰ ξύλα, μέσα στὶς πέτρες, εἰς τὸν νοῦν σου, εἰς τὴν καρδίαν σου».
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)