Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στη Συρία και στη Μέση Ανατολή, όπου κυριαρχούν η αβεβαιότητα αλλά και οι φιλοδοξίες, κυρίως εκείνες της Τουρκίας και του Ισραήλ. Η κυβέρνηση Ερντογάν βλέπει στη νέα Συρία την επιβράβευση μιας πολιτικής που είχε επιλέξει ο Τούρκος πρόεδρος ήδη από το 2011, η οποία είχε στον άξονά της την καθεστωτική αλλαγή στη Δαμασκό και την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ στην ιστορική αραβική πρωτεύουσα. Η εκπλήρωση της πολιτικής Ερντογάν στη Συρία φέρνει για πρώτη φορά τη Δαμασκό υπό την επιρροή της Άγκυρας, αλλάζοντας με δραματικό τρόπο τις περιφερειακές ισορροπίες.
Ο πρόεδρος Ερντογάν αντιλαμβάνεται την καθεστωτική αλλαγή στη Δαμασκό σαν μια ευκαιρία να δώσει μια οριστική λύση στο κουρδικό ζήτημα στη Συρία, να εδραιώσει την Τουρκία ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και να διασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχεια του συστήματος του στο εσωτερικό. Η βαθύτερη ευθυγράμμιση του νέου συριακού καθεστώτος με τις περιφερειακές επιδιώξεις της Άγκυρας θα στοχεύσει τη διάλυση –βίαιη ή μη- των κουρδικών πολιτοφυλακών στη βόρεια Συρία, τη διατήρηση της ιρανικής επιρροής μακριά από την Λεβαντίνη και την αλλαγή των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό αυτό το πρίσμα, η νέα Συρία ανοίγει για την Άγκυρα έναν διευρυμένο γεωπολιτικό ορίζοντα από τον Τίγρη έως τη Μεσόγειο, όπως είχε κάνει η Συρία των Άσαντ για την Τεχεράνη.
Όμως δεν είναι μόνο η Τουρκία που τρέφει νέες φιλοδοξίες σε αυτήν τη νέα Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ, που από το 2003 έβλεπε την αποδυνάμωση των αραβικών κρατών και την περιφερειακή άνοδο του Ιράν, μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε εδώ και χρόνια και επέφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στην ιρανική στρατιωτική παρουσία στην Λεβαντίνη. Μέσα σε δεκαπέντε μήνες ανελέητου πολέμου στη Γάζα και τον Λίβανο, αλλά και με χτυπήματα στην Υεμένη, τη Συρία και το ίδιο το Ιράν, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Νετανιάχου ακολουθεί ένα πολεμικό μονοπάτι που έχει ως πολλαπλό στόχο το οριστικό τέλος της λύσης των δύο κρατών μέσω του κατακερματισμού της Γάζας και της προσάρτησης μέρους της Δυτικής Όχθης, την κατάληψη εδαφών στον βορρά και τη διατήρηση στην εξουσία ενός πολιτικού μπλοκ με βαθιά αναθεωρητική ατζέντα στο παλαιστινιακό και τη Μέση Ανατολή.
Σε αυτήν τη Μέση Ανατολή, όπου οι νέες ισορροπίες έχουν αναθερμάνει τις περιφερειακές φιλοδοξίες στην Τουρκία και το Ισραήλ, η προεδρία Τραμπ θα έχει καταλυτικό ρόλο στον βαθμό εκπλήρωσης των στόχων των Ερντογάν και Νετανιάχου. Αν το μέτρο σύγκρισης είναι η πρώτη θητεία Τραμπ, τότε οι τουρκικές και ισραηλινές επιδιώξεις στη Μέση Ανατολή θα εκπληρωθούν σε μεγάλο βαθμό. Κατά την προηγούμενη θητεία του, ο πρόεδρος Τραμπ είχε ακολουθήσει μια εξαιρετικά ευνοϊκή πολιτική προς το Ισραήλ, τόσο με τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, όσο και με τις Συμφωνίες του Αβραάμ που είχαν ως στόχο τη μεγαλύτερη σύγκλιση των φιλο-αμερικανικών κρατών της περιοχής και τη δημιουργία ενός ευρύτερου αντι-ιρανικού μετώπου.
Ευνοϊκή είχε υπάρξει η στάση του Τραμπ και προς την Τουρκία, με αποκορύφωμα την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βόρεια Συρία και το άνοιγμα του δρόμου για την μεγάλη τουρκική εισβολή τον Οκτώβριο του 2019 με στόχο τους Κούρδους. Η κατάληψη των συριακών εδαφών από τις τουρκικές δυνάμεις εδραίωσε τη στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας από το Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρίας έως εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά του Ευφράτη. Η μόνιμη στρατιωτική κατοχή στο συριακό έδαφος έδωσε στην κυβέρνηση Ερντογάν παρεμβατικό λόγο στις εσωτερικές ισορροπίες της Συρίας και αποφασιστικό ρόλο στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η κλίση του προέδρου Τραμπ προς απότομες, απρόβλεπτες αποφάσεις, αλλά και η τάση του να βλέπει τις κρίσεις μέσα από ένα οικονομικό πρίσμα προδιαγράφουν μια ακόμη δύσκολη περίοδο για την ευρύτερη περιοχή, ειδικά με όλα τα μεγάλα ζητήματα ανοιχτά. Ίσως το πλέον κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο αναθεωρητισμός της δεύτερης θητείας Τραμπ, όπως αυτός προδιαγράφεται με τις ανακοινώσεις του Αμερικανού προέδρου για τον Κόλπο του Μεξικού, τη Διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία, θα ενθαρρύνει και θα ενισχύσει τον αναθεωρητισμό των Νετανιάχου και Ερντογάν.