Ο Β΄ γύρος των γαλλικών εκλογών: Οι πρωταγωνιστές οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους

Και οι εκτιμήσεις για την επόμενη μέρα.
Open Image Modal
Εκλογές στη Γαλλία Α΄γύρος Ιούνιος 2024
via Associated Press

Ενόψει του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών στην Γαλλία, τα πιο κάτω στοιχεία επιτρέπουν μια πρώτη «ποσοτική» εκτίμηση:

 

  • Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, επικράτησε, με ποσοστό 31%, η παράταξη «Η Γαλλία επανέρχεται» της (ακροδεξιάς) «Εθνικής Συσπείρωσης» (Rassemblement national - RN) και κύρια ηττημένη, με ποσοστό 15% η «Ανάγκη για την Ευρώπη», όπως ονομάστηκε η λίστα της (κεντροδεξιάς) συμμαχίας «Μαζί» (Ensemble), που αποτελείται από το Κόμμα «Αναγέννηση» (Renaissance - RE) του Προέδρου Μακρόν και τους συμμαχικούς του σχηματισμούς «Δημοκρατική Κίνηση» - Modem και «Ορίζοντες»  - Horizons. Αρκετά καλά πήγαν τα κόμματα της Αριστεράς (Σοσιαλιστές, Ανυπότακτη Γαλλία, Οικολόγοι, Κομμουνιστές), που κατέβηκαν χωριστά, επιτυγχάνοντας αθροιστικά ποσοστό 31,5%, ενώ απογοητευτικά ήταν τα αποτελέσματα του κόμματος της δεξιάς «Οι Δημοκρατικοί» (Les Republicains-LR), με 6,5%.

 

  • Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, η ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» κατέλαβε πάλι την πρώτη θέση, με μικρή μείωση της δύναμής της, αφού από το ποσοστό 33% που πέτυχε μαζί με το τμήμα της δεξιάς παράταξης (LR) που συμπαρατάχθηκε μαζί της, το 29% αντιστοιχεί σε αυτήν, ενώ πιθανότατα εισέπραξε το σύνολο σχεδόν των ψήφων του επίσης ακροδεξιού κόμματος «Ανακατάληψη» (Reconquête!), που είχε λάβει ποσοστό 5,5% στις Ευρωεκλογές. Δεύτερη ήρθε η αριστερή παράταξη, που αυτή την φορά κατέβηκε ενωμένη («Νέο Λαϊκό Μέτωπο»), λαμβάνοντας ποσοστό 28%. Η παράταξη του Προέδρου Μακρόν «Αναγέννηση» κατέλαβε την τρίτη θέση, με ποσοστό 21%, ενώ η δεξιά (το κόμμα της δεξιάς LR πλην όσων συντάχθηκαν με την Εθνική Συσπείρωση αλλά μαζί με τους ανεξάρτητους δεξιούς υποψήφιους) συγκέντρωσε το 10% των ψήφων, σε μια εκλογική αναμέτρηση που χαρακτηρίστηκε από την μεγάλη συμμετοχή (67%).

Οι πιο πάνω οριακές διαφορές μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, παρά την μικρή χρονική τους απόσταση, σχετίζονται με την ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και την πιο χαλαρή ψήφο στις Ευρωεκλογές, καθώς και με ιδιαιτερότητες, όπως το ποσοστό συμμετοχής και η προσωπικότητα των υποψηφίων, καθώς και (ειδικά στις βουλευτικές εκλογές) η παρουσία και η εντοπιότητά τους. Σε κάθε περίπτωση, η ακροδεξιά, αξιοποιώντας τα λάθη και τις παραλείψεις των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, έχει περάσει πλέον σε μια νέα φάση, καθιστάμενη ουσιαστική διεκδικήτρια της εξουσίας, στην παρούσα αλλά και τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι πρωταγωνιστές των εκλογών, οι δυνάμεις και αδυναμίες τους 

Α. Κατά σειρά επιτυχίας, οι πρώτοι πρωταγωνιστές που θα δούμε είναι το δίδυμο Μαρίν Λεπέν (Marine Le Pen) και Τζορντάν Μπαρντελά (Jordan Bardella).

 Το αχώριστο (ακόμα και στις προεκλογικές αφίσες) αυτό δίδυμο, φαίνεται ετερογενές και δρα συμπληρωματικά:

  • Ο Μπαρντελά, νέος (28 ετών), έχει παρουσία που «γράφει» στο γυαλί (φωτογένεια) και στα κοινωνικά δίκτυα, και την εμπειρία της Ευρωβουλής την τελευταία πενταετία (αν και με περιορισμένη συμβολή στις εργασίες του Ευρωκοινοβουλίου). Οι γονείς του ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στην Γαλλία (ενώ έχει και κάποιες ρίζες Γαλλο-αλγερινές). Έχοντας αναλάβει Πρόεδρος του Κόμματος Εθνικής Συσπείρωσης από το 2022, σε περίπτωση επιτυχίας στον δεύτερο γύρο προαλείφεται για Πρωθυπουργός, ενώ η μέντοράς του Λεπέν φιλοδοξεί, στις επόμενες εκλογές, να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

 

  • Η Λεπέν, επικεφαλής από το 2011 έως το 2022 της παράταξης «Εθνικό Μέτωπο» (Front National) (το οποίο στην συνέχεια μετονόμασε σε «Εθνική Συσπείρωση») διαδέχτηκε τον ιδρυτή πατέρα της (τον οποίο διέγραψε το 2015, για αντισημιτικές και άλλες δηλώσεις). Το μεγάλο της στοίχημα ήταν η από-δαιμονοποίηση της ακροδεξιάς στα μάτια της κοινής γνώμης και φαίνεται ότι το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, βάζοντας νερό στο κρασί της σε αμφιλεγόμενα θέματα, όπως η σχέση της παράταξης με την Ρωσία ή ο αντισημιτισμός στελεχών της και επιμένοντας σε θέματα όπως η αντιμεταναστευτική πολιτική, ο οικονομικός προστατευτισμός και μια νεφελώδης, ουσιαστικά αντι-οικολογική ενεργειακή πολιτική.

Ως παράταξη, στην προεκλογική περίοδο, προέβαλε θέματα «καθημερινότητας», όπως η ακρίβεια, η εγκληματικότητα και ο μαρασμός της επαρχίας, επωφελούμενη από το δίπολο «πόλη-αγροτικές περιοχές» και «Παρίσι-επαρχία», που ανέδειξαν και «τα κίτρινα γιλέκα». Οι λύσεις που πρότεινε όμως ήταν επιφανειακές και συχνά προσέκρουαν στο Γαλλικό Σύνταγμα (πχ για τις αρμοδιότητες του Προέδρου τις Δημοκρατίες ή για την διάκριση των Γάλλων πολιτών, ως προς την δυνατότητα να αναλάβουν ορισμένες θέσεις στο δημόσιο, εφόσον κατέχουν και δεύτερη υπηκοότητα), σε ισχύουσες διαδικασίες της Ε.Ε. (πχ σε ότι αφορά την διαδικασία κοστολόγησης της ενέργειας) ή στην πραγματικότητα (πχ σε ότι αφορά την αδυναμία, για αντικειμενικούς λόγους, της ταχύτερης επιστροφής των μεταναστών που το αίτημά τους παροχής ασύλου απορρίφθηκε). Επιπρόσθετα, λόγω παλαιότερων και πιο πρόσφατων θέσεων ηγετικών τους στελεχών, θεωρείται ότι, σε περίπτωση επικράτησής τους, θα επηρεαστούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων και θα υποβαθμιστούν τα θέματα πολιτισμού και ιστορίας (ενδεικτικά, σημειώνουμε την ανιστόρητη δήλωση του Μπαρντελά, σχετικά με τον αντιστασιακό ήρωα Jean Moulin).

Β. Στην δεύτερη θέση, υπάρχουν οι επικεφαλής των 4 παρατάξεων που συνασπίστηκαν, συμμετέχοντας στις εκλογές ως «Νέο Λαϊκό Μέτωπο». Ιδιαίτερα, πρόσωπα από τα κόμματα «Ανυπότακτη Γαλλία», «Σοσιαλιστικό» και «Οικολόγοι» βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων, ενώ τα ανακοινωμένα ή εξαγγελθέντα Προγράμματα όλων των παρατάξεων ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικά.

Ο επικεφαλής του κόμματος «Ανυπότακτη Γαλλία» Ζαν-Λυκ Μελανσόν (Jean-Luc Mélenchon) διετέλεσε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1976 έως το 2008, αναλαμβάνοντας και θέση Υπουργού το 2000-2002. Μετά την αποχώρησή του από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ήταν συνιδρυτής της «Αριστερής Παράταξης» (Left Party), ενώ το 2016 ίδρυσε  την «Ανυπότακτη Γαλλία». Ο ρόλος του Μελανσόν στην κοινή κάθοδο («NUPES»)  των 4 πιο πάνω κομμάτων στις Βουλευτικές εκλογές του 2022 και η γενικά επιτυχημένη παρουσία του ως υποψήφιου Προέδρου της Δημοκρατίας την ίδια χρονιά (όπου κατέλαβε την τρίτη θέση, με μικρή διαφορά από την δεύτερη Λεπέν) ήταν μάλλον το αποκορύφωμα της πολιτικής του καριέρας, αφού, μετά από πρόσφατες δηλώσεις που κρίθηκαν ως αμφιλεγόμενες για τα συμβαίνοντα στην Γάζα, αλλά και λόγω της μη υποστήριξης της υποψηφιότητας 4 απερχόμενων «διαφωνούντων» με τον ίδιο βουλευτών της Ανυπότακτης Γαλλίας, του ζητήθηκε να μείνει στα μετόπισθεν της εκλογικής μάχης. Αντίστοιχα, πρόσωπα από τον κεντροαριστερό χώρο, όπως ο Raphaël Glucksmann (επικεφαλής του Ευρωψηφοδελτίου της Συμμαχίας των Σοσιαλιστών με το δικό του μικρό κόμμα Place publique, ο οποίος πιστώνεται τον υπερδιπλασιασμό των ψήφων, σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές) και από τον χώρο της Οικολογίας, όπως η Marine Tondelier, Γραμματέας του Κόμματος των Οικολόγων της Γαλλίας (Europe Écologie Les Verts, EELV) φαίνεται να καταλαμβάνουν κεντρική θέση στην (υπό αναδιαμόρφωση) αριστερά.

Το δημοσιευμένο Πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου αποτελεί προϊόν συμβιβασμού των συμμετεχόντων κομμάτων, τα οποία έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα,  με τις απόψεις της «Ανυπότακτης Γαλλίας» να επικρίνονται ότι έχουν τεράστιο κόστος. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που, ακόμα και μπροστά στο ενδεχόμενο νίκης της ακροδεξιάς, πολλά διακεκριμένα στελέχη της παράταξης του Μακρόν υποστήριξαν την υπερψήφιση όσων υποψηφίων προέρχονται από τα άλλα 3 κόμματα του Νέου Λαϊκού Μετώπου, όχι όμως και από την «Ανυπότακτη Γαλλία» (ή πρότειναν την κατά περίπτωση  υπερψήφισή τους). Γενικότερα, οι θέσεις που υποστηρίχθηκαν αναφέρονται σε θέματα αιχμής που ενδιαφέρουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η ακρίβεια, η στέγη, η δημόσια συγκοινωνία, η υγεία, κλπ, σε θέματα οικολογίας και κλιματικής αλλαγής, καθώς και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (Γάζα, Ουκρανία, κλπ).

Γ. Για τον Πρόεδρο Μακρόν, είχαμε αναφερθεί αρκετά διεξοδικά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του, το 2017-2018, με τα πιο κάτω άρθρα στην Huffington Post, που διατηρούν ακόμα την επικαιρότητά τους:

Ήδη από τότε διαφαινόταν μια συγκεντρωτική πολιτική, η οποία, θα σημειώναμε, μετά τις εκλογές του 2022 και την απώλεια της πλειοψηφίας στην Βουλή εντάθηκε, οδηγώντας στην παράκαμψη του Κοινοβουλίου μέσω της αυξημένης χρήσης των διαδικασιών του Άρθρου 49.3 του Συντάγματος (που προβλέπει κάτι αντίστοιχο με τα δικά μας Προεδρικά Διατάγματα, χωρίς όμως τους περιορισμούς της Ελλάδας).

Παράλληλα, πρόσφατες διατάξεις που προχώρησαν (όπως για το συνταξιοδοτικό, όπου τα άλλα κόμματα δηλώνουν ότι πρέπει να καταργηθούν, ενώ ο απερχόμενος Πρωθυπουργός Αττάλ, ότι χρειάζονται αλλαγές) ή είχαν προαναγγελθεί επιβεβαιώνουν την τότε εκτίμησή μας ότι «η μεταρρύθμιση για την μεταρρύθμιση» είναι αντιπαραγωγική.

Ακόμα, είχαμε αναφερθεί σε (απρόβλεπτες) μεταστροφές του Μακρόν και σήμερα θα διαπιστώναμε την στάση του έναντι της Ρωσίας, όπου από την πρόθεση ανάληψης ρόλου διαπραγματευτή, κατέληξε να μην αποκλείει στο μέλλον την αποστολή Γαλλικών στρατευμάτων στην (εμπόλεμη) Ουκρανία.

Τέλος, νέα στοιχεία στην Γαλλική εξωτερική πολιτική (αποχώρηση των Γαλλικών στρατευμάτων από την υποσαχάρια Αφρική, ετεροβαρής μετατόπιση αλλά και απώλεια ισχύος του Γαλλο-γερμανικού άξονα, κλπ), καθώς και στην οικονομική της πολιτική, όπως θα δούμε πιο κάτω, δείχνουν μια τάση υποχώρησης της Γαλλίας σε αυτούς τους τομείς. 

Στην οικονομική πολιτική, την πρώτη τριετία της διακυβέρνησης Μακρόν (2017-2020), τα αποτελέσματα θεωρούνται σχετικά ικανοποιητικά, χωρίς όμως να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν κριθεί ως αναγκαίες. Οι κρίσεις όμως που ακολούθησαν (κορονοϊού, ενεργειακής ασφάλειας και τιμών) οδήγησαν σε μεγάλα ελλείμματα (το 2023 το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 5,5% και το χρέος έφτασε στο 111% του ΑΕΠ) και πριν λίγες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ξεκινάει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Γαλλία, όπως και για την Ιταλία (που εμφανίζει χρέος 137% και έλλειμμα 7,2%), που πιθανότατα θα καταλήξει στην λήψη νέων, άμεσων μέτρων ή σε πρόστιμο. Η τρέχουσα χρονιά  αναμένεται πιο δύσκολη δημοσιονομικά, αφού πρόσφατα ανακοινώθηκε από την Τράπεζα της Γαλλίας η πρόβλεψη ελλείμματος 5,1% (από 4,4%). 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η απόφαση Μακρόν για την διάλυση της Βουλής συγκέντρωσε τις επικρίσεις ακόμα και στενών του συνεργατών, καθώς και την δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας των πολιτών και ακολουθώντας τις οδηγίες των συμβούλων του (και λόγω του πολιτειακού του ρόλου) ο Μακρόν περιόρισε τις παρεμβάσεις στις εκλογές. 

Η επόμενη ημέρα 

Σε πρώτο επίπεδο, η επόμενη ημέρα σχετίζεται με τα αποτελέσματα των εκλογών, όπου, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, κανένα κόμμα δεν θα αποκτά πλειοψηφία εδρών, για τον σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης

Σε ότι αφορά το αμέσως επόμενο σενάριο, δηλαδή ο σχηματισμός σταθερής κυβέρνησης, ως αποτέλεσμα συνεργασίας είτε της (ακροδεξιάς) «Εθνικής Συσπείρωσης» (RN) με τους δεξιούς «Δημοκρατικούς» (LR), είτε της παράταξης που στηρίζει τον Μακρόν «Μαζί» με μέρος ή το σύνολο της αριστεράς «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», ακόμα και της δεξιάς, όπως προτείνει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός Αττάλ, θα διακινδυνεύαμε την πρόβλεψη ότι δεν θα είναι εφικτή, αριθμητικά ή λόγω εσωκομματικών αντιδράσεων.  

Κατά την γνώμη μας, το πιο πιθανό σενάριο είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, που όμως όχι μόνο θα είναι επιρρεπής σε καταψήφιση σε περίπτωση που ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης στην Βουλή, αλλά και κινδυνεύει να προκαλέσει περισσότερες αντιπαραθέσεις. Σημειώνεται ότι 3 ημέρες πριν τις εκλογές, σημειώθηκαν 51 επιθέσεις σε υποψηφίους ή οπαδούς όλων των παρατάξεων και ετοιμάζεται η κινητοποίηση 30.000 αστυνομικών για την ημέρα των εκλογών. 

Εναλλακτικά, ούτε ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, από μόνος του, μπορεί να λύσει το θέμα, αφού στην περίπτωση της Ιταλίας, η παρουσία του Μάριο Μόντι, μετά την αποτυχία της (ετερόκλητης) πολιτικής κυβέρνησης του 2018 ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία και σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει ένα ελάχιστο συνεννόησης μεταξύ των «αντίπαλων» δυνάμεων. 

Πέραν των πιο πάνω, η εμπιστοσύνη των αγορών (από την οποία εξαρτάται, μέσω των επιτοκίων των ομολόγων, η δημοσιονομική ισορροπία) αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο που θα πρέπει να λάβουν υπόψη το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Γαλλίας (και όχι μόνο, αφού μια κρίση χρέους είναι πιθανόν να επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Ας ελπίσουμε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα επικρατήσουν απόψεις σαν του μακαρίτη Σόιμπλε, για «σφιχτή οικονομική πολιτική», ώστε να «ελέγχεται η κατάσταση σε κάθε περίπτωση», που θα δυναμιτίσουν την κατάσταση. 

Συμπέρασμα 

Καταλήγοντας,  οι εκλογές αυτές καταγράφουν το τέλος της «εποχής Μακρόν», όπως την γνωρίζαμε, που πέρασε ως μια χαμένη ευκαιρία. Όπως ο Σιράκ κάποια στιγμή δήλωσε ως μεγαλύτερο πολιτικό του λάθος, ότι μετά τις Προεδρικές εκλογές του 2002 (τις πρώτες με την συμμετοχή στον δεύτερο γύρο ακροδεξιού υποψηφίου, του πατέρα της Λεπέν) δεν προχώρησε στην εμβάθυνση και μεγαλύτερη συνεργασία του δημοκρατικού χώρου,  την ίδια αυτοκριτική πιθανότατα θα κάνει σε λίγα χρόνια ο Μακρόν, μην έχοντας καταφέρει (ως παράταξη του μεσαίου χώρου) την συνδιαλλαγή και συνεννόηση με άλλους πολιτικούς χώρους, σε όσα μπορούν να τους ενώσουν. Νεότεροι πολιτικοί, που αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα των στιγμών, ήδη δηλώνουν ότι χρειάζεται ένας άλλος τρόπος σκέψης και δράσης μπροστά στην νέα κατάσταση.