Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμετάσχει στην κυοφορούμενη βαλκανική συμμαχία διαβλέποντας ότι, και χωρίς την Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία θα κήρυτταν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Σε περίπτωση νίκης τους, τα σύνορα της Ελλάδας κινδύνευαν να καθηλωθούν οριστικά στον Αλιάκμονα ενώ, σε περίπτωση νίκης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακυβευόταν η ίδια η ύπαρξη του αλύτρωτου ελληνισμού από την αναπόφευκτη εθνοκάθαρση που θα ακολουθούσε. Άλλωστε, πριν καν αναλάβει την εξουσία, εγραφε ήδη στις 17 Νοεμβρίου 1909, στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων:
«Ἀπέναντι δὲ Νέας Τουρκίας σωβινιστικῆς καὶ εθνοκρατικῆς, ἐπιβουλευούσης τὴν ἐθνικὴν ὑπόστασιν τῶν ἐν αὐτῇ λαῶν καὶ ἐπιδιωκούσης τὸν ἐκτουρκισμὸν αὐτῶν, θὰ φέρῃ ἐξ ἀνάγκης Ἕλληνας καὶ Βουλγάρους καὶ Σέρβους εἰς συμβιβασμὸν τῶν ἀντιθέτων σήμερον ἀξιώσεών των δι’ ἀμοιβαίων παραχωρήσεων.»
Έτσι, από την Άνοιξη του 1911, έκανε τα πρώτα ανοίγματα στη Σόφια και τον Φεβρουάριο του 1912 οι Βούλγαροι θα δεχτούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα αφού είχαν ήδη υπογράψει συνθήκη με τη Σερβία1.
Παράλληλα, οι διαδικασίες αποσύνθεσης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιταχύνονται δραματικά. Το φθινόπωρο του 1908, η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και η Κρήτη την ένωση με την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1911, θα αρχίσει ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος που θα συνεχίζεται έως τον Οκτώβριο του 1912 με την προσάρτηση της Λιβύης και των Δωδεκανήσων στην Ιταλία. Η Βουλγαρία και η Σερβία επισπεύδουν τις κινήσεις για την κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας με τον κίνδυνο τα σύνορα της Ελλάδας να καθηλωθούν στον Αλιάκμονα. Εξηγούσε ο πρωθυπουργός στο Κοινοβούλιο, τον Ιούνιο του 1913, δύο ημέρες αφότου είχε ξεσπάσει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος με τη Βουλγαρία:
«Ὅλον τὸ παρελθὸν μᾶς ἐδίδαξεν ὅτι δὲν πρέπει πολὺ νὰ πιστεύωμεν τοὺς γείτονάς μας τοὺς Βούλγαρους, ἀλλὰ καὶ δὲν ἠδυνάμεθα ν’ ἀντιταχθῶμεν κατὰ τῆς Τουρκίας, ἄνευ τῆς συμπράξεως αὐτῶν. […] Κακοὶ ἦσαν οἱ Βούλγαροι εἰς τὸ παρελθόν, χειροτέρα εἶναι ἡ Τουρκία σήμερον2.
Σε αντίθεση δε με τον μύθο που θέλει τον Βενιζέλο να ακολουθεί πιστά την πολιτική των δυνάμεων της Αντάντ, η είσοδος της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία και η συμμετοχή της στον Βαλκανικό Πόλεμο έγινε παρά τη θέλησή τους. Μόλις πραγματοποιήθηκε η επιστράτευση της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ελλάδας, στις 16 και 17 Σεπτεμβρίου 1912, οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να παρέμβουν στην Κρήτη, ώστε να εμποδίσουν τους Κρητικούς να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις, η δε Αγγλία προσπάθησε επίμονα να αποσπάσει την Ελλάδα από τη βαλκανική συμμαχία3. Οι Ρώσοι δε και οι Αυστριακοί, οι οποίοι είχαν βλέψεις στα οθωμανικά εδάφη, απέστειλαν κοινό τελεσίγραφο στις βαλκανικές πρωτεύουσες με το οποίο υπογράμμιζαν ότι δεν θα δεχθούν οποιαδήποτε μεταβολή του status quo4.
Αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο ο πολιτικός κόσμος δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που απεστάλη από τον πρωθυπουργό στη Σόφια, ως στρατιωτικός εκπρόσωπος στις διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία, δεν έβλεπε και τόσο ρόδινα τα πράγματα,! Διαβάζουμε στις επιστολές που έστελνε στη σύζυγό του:
«Ἄν σοῦ ἔγραφα πρὶν γράμματα ποὺ δὲν ἤθελα τὸν πόλεμον… Δὲν τὸν θεωρῶ ὠφέλιμον διὰ τὴν Ἑλλάδα... Ἐλπίζω νὰ μᾶς σταματήσωσιν ἐν καιρῷ οἱ Εὐρωπαῖοι... (Σόφια, 19 Σεπτεμβρίου 1912)… ὅλα λέγουν ὅτι βαίνομεν πρὸς πόλεμον· ἐν τούτοις μέσα μου κάτι μοῦ λέγει ὅτι κάτι θὰ μᾶς σταματήσῃ... Συλλογίζομαι τὴν κακομοίραν τὴν Ἑλλάδα μας. Μόλις ἄρχισε νὰ ἀνακύπτῃ... νὰ τύχῃ ἡ φοβερὰ αὐτὴ ἀνωμαλία. Ἀλλὰ οἱ εὐλογημένοι πῶς ἀφέθησαν καὶ ἐμπλέχθηκαν; Ἔκαμαν τόσας ἀνοησίας!... Τοὐλάχιστον θὰ πάρωμεν τὴν Κρήτην; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω πολύ...
Οἰκονομικὴ κρίσις εἰς Ἀθήνας! Τὰ δικαστήρια ἐσταμάτησαν. Ἄραγε θὰ πληρώσουν οἱ ἐνοικιασταί; Ἀμφιβάλλω. Δι’ ὅλα αὐτὰ ἐγὼ θεωρῶ τὸν πόλεμον ἀσύμφορον διὰ τὴν Ἑλλάδα, διότι κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν πρόκειται περὶ ζωτικοῦ ζητήματος αὐτῆς... (Σόφια 21 Σεπτεμβρίου)»
Ο άνθρωπος που είχε αποσταλεί για να διαπραγματευτεί τους όρους της συμμαχίας με τη Βουλγαρία, φοβάται ότι υπάρχει κίνδυνος «να μη πληρώνουν οι ενοικιασταί» και δέκα οκτώ ημέρες πριν την έναρξη του πολέμου, τον απεύχεται, καθώς δεν τον θεωρεί «ὠφέλιμον διὰ τὴν Ἑλλάδα...»! Η προοπτική της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης δεν αποτελούσε «ζωτικὸν ζήτημα αὐτῆς»!
Και δεν επρόκειτο δυστυχώς για έκφραση των προσωπικών θέσεων του Μεταξά αλλά απηχούσαν τις απόψεις και τους φόβους ολόκληρου του πολιτικού συστήματος το οποίο, έτρεμε την οποιαδήποτε πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας. Ακόμα και στις 21 Οκτωβρίου του 1915, μετά την ευτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Δημήτριος Ράλλης, αποκάλυψε στη Βουλή πως, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, αυτός –και οι ομοϊδεάτες του– είχαν ταχθεί υπέρ της «καιροσκοπικῆς ἀναμονῆς»· για να του απαντήσει ο Βενιζέλος πως «Τότε ἔχετε πολιτικὴν μικροελλαδικήν, ἂς τὴν ὀνομάσω οὕτω καὶ τότε θὰ ἦτο καλύτερον νὰ ἐρωτήσωμεν τοὺς συνοίκους λαοὺς τὶ θέλουν νὰ τοὺς δώσωμεν... διὰ νὰ δυνηθῶμεν νὰ ζήσωμεν εἰς αὐτὸν τὸ Κρατίδιον ἄνευ περισπασμῶν» «κατὰ βάθος θὰ ἐνομίζατε ὅτι καλύτερον θὰ εἴμεθα… εἰς τὰ παλιὰ σύνορά μας, τὰ πρὸ τοῦ 1912»5.
Ακόμα και βουλευτές της κυβέρνησης, όπως ο υπουργός Οικονομικών, Λάμπρος Κορομηλάς, και ο υπουργός Δικαιοσύνης, Νικόλαος Δημητρακόπουλος, διαφωνούσαν με τη συμμαχία της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, απηχώντας τόσο τις απόψεις του βασιλιά, με τον οποίο συνεννοούνταν, όσο και της αντιπολίτευσης.
Ο Κορομηλάς υποστήριζε και αυτός πως η Ελλάδα θα έπρεπε να μείνει ουδέτερη ή και να ταχθεί με τον νικητή της σύγκρουσης! Ο πρωθυπουργός, αφού τον απείλησε με εκδίωξη από την κυβέρνηση, επισήμανε με διορατικότητα το διακύβευμα: «Θὰ συμβῇ ἕν ἐκ τῶν δύο: Ἤ θὰ νικήσουν τὰ σλαυικὰ κράτη καὶ ἡ Ἑλλὰς θὰ μένει ἐσαεὶ εἰς τὴν Μελούναν. Ἤ νικᾶ ἡ Τουρκία και χάνεται διὰ παντὸς ὁ Ἑλληνισμὸς». Και σε αυτή την περίπτωση είχε και τη συνηγορία του Κωνσταντίνου, ο οποίος, αντίθετα από τον Γεώργιο, όπως ανέφερε ο Βενιζέλος, «ἤθελε νὰ ξεπλύνῃ τὸ 1897»6.
Τελικώς, τις αμέσως προσεχείς ημέρες, στις 4/17 Οκτωβρίου, κινήθηκαν ταυτόχρονα οι δυνάμεις τεσσάρων χωρών –και του Μαυροβουνίου– ενώ οι αντιθέσεις και η αναποφασιστικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων, που προέβλεπαν νίκη των Τούρκων, επέτρεψαν την ανεμπόδιστη πολεμική κινητοποίηση των βαλκανικών συμμάχων7. Η διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και μάλιστα όλο και πιο κοντά στον πυρήνα της, θα επιταχυνθεί δραματικά, ενενήντα χρόνια μετά την ελληνική Επανάσταση. Ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο, προήλασε προς τη Μακεδονία και, μετά από αλλεπάλληλες νίκες, που κατέπληξαν όσους θεωρούσαν αναξιόπιστο τον ελληνικό στρατό, στις 26 Οκτωβρίου 1912, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη ενώ την ίδια στιγμή ο ελληνικός στόλος απελευθέρωνε τα νησιά του Αιγαίου, κατατροπώνοντας το οθωμανικό ναυτικό.
Όσο για την Κρήτη, είχε αποτελέσει ήδη «την πρώτη νίκη του πολέμου» πριν αυτός ξεκινήσει: Τωόντι, την 1/14 Οκτωβρίου 1912, εξήντα Κρητικοί βουλευτές, περνώντας μέσα από μια λαοθάλασσα που παραληρούσε, εισήλθαν στο Κοινοβούλιο· μετά από 91 χρόνια αγώνων, επιτέλους, η Κρήτη είχε γίνει οριστικά μέρος της Ελλάδας.
***
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, 1909-1922-Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα (Εναλλακτικές Εκδόσεις 2022 Σελ. 432+8 σελ. χάρτες)
1 G. B. Leon (Λεονταρίτης), Greece and the Great Powers 1914-1917, IMXA, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 6· Βεντήρης, Α΄. σ. 96· Παπαδάκης, Α΄, σσ. 377-382.
2 ΕΣΒ, Συνεδρίαση 31, 21 Ιουνίου 1913, σ. 293.
3 Πατρίς, 20 Σεπτεμβρίου 1912· Παπαδάκης, τ. Α΄, σ. 377.
4 Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία, τ. Γ΄, σ. 171.
5 ΕΣΒ, 21 Οκτωβρίου 1915, σσ. 551, 554.
6 Απόστολος Αλεξανδρής, Πολιτικαί αναμνήσεις, Πάτρα 1940, σσ. 41-42. Παπαδής, τ. Α΄, σσ. 377-382· Doros Alastos, ό.π., σσ. 104,105· Βεντήρης, Α΄, σσ. 105.
7 Πηνελόπη Δέλτα, Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, Ερμής, 1978, σ. 2· D. Alastos, ό.π., σ. 18.