Σε πρόσφατο άρθρο του ο υπουργός κ. Χρυσοχοΐδης έκανε λόγο για «βιντεοσκοπικό ακτιβισμό». Δεν είναι νεολογισμός, δεν είναι λεκτική πιρουέτα. Δεν είναι ο ευρηματικός τρόπος ενός υπουργού να στιγματίσει μια υπερβάλλουσα –υποτίθεται- κουλτούρα διαμαρτυρίας που «πολύ συχνά παράγει πολλές ψεύτικες εικόνες». Αυτό θα ήταν σχετικά κατανοητό. Ούτε ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος υπουργός Δημόσιας Τάξης θα ήταν που προστατεύει τους υφισταμένους του ανεχόμενος ή ακόμα και καλύπτοντας μια κουλτούρα ατιμωρησίας.
Όχι. Ο κ. Χρυσοχοΐδης δεν κάνει αυτό. Όταν γράφει «κυκλοφορούν κυριολεκτικά με το “κινητό στο χέρι”παράγοντας με καταχρηστικό τρόπο αποσπάσματα δήθεν άσκησης βίας. Μερικές φορές στο άλλο χέρι κρατάνε πέτρες ή μολότοφ, αλλά αυτά δεν τα γράφει το βίντεο» τότε έχουμε κάτι άλλο.
Ο λόγος του δεν αποτελεί μια διαπιστωτική κοινoτοπία. Δεν σχολιάζει την επικαιρότητα. Με τα λόγια του κάνει τα εξής:
1. Αντιστρέφει μια προφανή πραγματικότητα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Γιατί είναι προφανής; Κυρίως λόγω των πολλών βιντεοσκοπημένων περιστατικών ακραίας και συχνά αναιτιολόγητης και απρόκλητης βίας, με επιθέσεις και συλλήψεις «στο σωρό».
2. Αντιμάχεται μια δεδομένη πραγματικότητα συστημικής συγκάλυψης και ατιμωρησίας. Γιατί είναι δεδομένη; Γιατί το λένε όλοι οι φορείς προστασίας των δικαιωμάτων, ακόμα και οι πιο θεσμικοί. Κυρίως το λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε σειρά καταδικαστικών αποφάσεων.
3. Αντιστρέφει μια τεράστια διεθνή εμπειρία ακραίας καταστολής. Πότε στοιχειωδώς «διστάζει» ενίοτε η καταστολή αυτή; Με τη δημοσιότητα. Η δημοσιότητα χρειάζεται εικόνα. Τι θα ήταν ο Φλόιντ χωρίς την απεικόνιση του θανάτου του, χωρίς το γόνατο πάνω στο πρόσωπό του στις οθόνες μας;
4. Κυρίως: στοχοποιεί ως δυνάμει εχθρούς της δημόσιας τάξης όσους βιντεοσκοπούν. Τι αδιανόητο λέει; Με το άλλο χέρι κρατάνε πέτρες ή μολότοφ.
Τι κινητό τι βόμβα λοιπόν, κ. υπουργέ. Μα είναι δυνατόν;
Θυμίζω μια παλαιά θεωρία πάνω στην οποία βασίστηκε μια μεγάλη παράδοση αστυνόμευσης του αστικού χώρου: η πέτρα οδηγεί στο καλάσνικοφ, η βίαιη διαμαρτυρία είναι τρομοκρατία. Πάνω στη θεωρία αυτή δε βασίστηκε μόνο η αστυνομία. Με τη βοήθεια πρόθυμων ΜΜΕ εκεί βασίστηκε και η γενικότερη διαχείριση της διαδήλωσης, της διαμαρτυρίας, της κοινωνικής αντίδρασης τα τελευταία χρόνια.
Ο υπουργός το απογειώνει. Βάζει το κινητό μαζί με την πέτρα. Στο ένα χέρι κινητό, άρα στο άλλο πέτρα, άρα αύριο καλάσνικοφ.
Τι λέει ο υπουργός στις ειδικές μονάδες της ΕΛΑΣ; Μην τους αφήνετε να σας απεικονίζουν. Ποιους; Όλους. Πιστεύει κανείς ότι ο επιτιθέμενος ή αμυνόμενος αστυνομικός που σηκώνει το γκλομπ ή ψεκάζει με χημικά ή κάνει σύλληψη πεσμένου στο έδαφος διαδηλωτή και νιώσει ότι τον φωτογραφίζουν θα ξεχωρίσει τον πιτσιρικά με το κινητό από τον φωτορεπόρτερ; Το ίδιο επικίνδυνοι και οι δύο. Γιατί; Μα γιατί το είπε ο υπουργός! Είναι θιασώτες του επικίνδυνου «βιντεοσκοπικού ακτιβισμού», είναι απέναντι. Άρα στόχοι.
Ο λόγος του υπουργού είναι σκληρά τελεστικός λόγος. Ισοδυναμεί με πράξη, παράγει αποτέλεσμα. Με μια έννοια, υπόρρητη αλλά σαφή, είναι σινιάλο. Κι αν ακόμα δεν είναι αυτή η πρόθεσή του, οφείλει να ξέρει ότι αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Γιατί οφείλει να ξέρει με ποιο αστυνομικό προσωπικό έχει να κάνει. Εμείς τουλάχιστον το ξέρουμε.
Ο υπουργός με το άρθρο αλλάζει πίστα. Μετά το νομοσχέδιο που περιορίζει δραστικά το δικαίωμα της συνάθροισης, στοχοποιεί και σχεδόν ποινικοποιεί σχετίζοντάς τη με πράξεις βίας την καταγραφή και καταγγελία αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Είναι ένα κρίσιμο βήμα ρηγμάτωσης του κράτους δικαίου. Γιατί στο κράτος δικαίου ο πολίτης οφείλει να γρηγορεί για την προστασία του Συντάγματος. Δε στοχοποιείται από υπουργούς. Και δε ρίχνεται στην πυρά και τη βία.