Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσω για την Μάνια Τεγοπούλου. Από το 1980 όταν την γνώρισα την αισθάνθηκα μοναδικό άνθρωπο. Μεγάλο παιδί, όταν πέθανε ο πατέρας της, τής έστειλα ένα μπιλιέτο και της έγραφα είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις, καλή δύναμη.
Αυτό θυμήθηκε τον χειμώνα του 2008 και μου ζήτησε να αναλάβω την «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας». Με πήρε αργά την νύχτα. Έπαθα σοκ με την πρόταση, της απάντησα “θα σου τηλεφωνήσω σε δύο μέρες”. Της τηλεφώνησα και πήγα στο σπίτι της και της είπα “αν είναι να είμαι διευθυντής καλώς, αν όμως τραβεστί μεταμφιεσμένος όχι”. Μου απάντησε διευθυντής και ανέλαβα. Της είπα πως το πρώτο φύλλο θα βγει 6 Μαρτίου 2009 και άρχισα. Το φύλλο έσκιζε, εξαντλείτο κάθε Παρασκευή, κακώς πήγαμε το Σάββατο, αφού την Παρασκευή παίζαμε μόνοι μας σε όλη την Ελλάδα. Δέχτηκα πόλεμο, αλλά ήταν πάντα δίπλα μου. Όταν μου διεμήνυσαν από την Θεσσαλονίκη ότι θα με απολύσει μου είπε στο τριψήφιο που την πήρα: “πες τους πως με απέλυσες και μπορεί να με προσλάβεις σε έξι μήνες”.
Αυτή ήταν η φίλη μου που τώρα διαβάζω το όνομα της στον ουρανό, στα άστρα και νομίζω μου κλείνει το μάτι... Μάνια σε αγαπώ.