Παρά τις αντίξοες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία πραγματοποιείται και εφέτος, για τέταρτη χρονιά, το Φεστιβάλ Πιάνου της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πιάνου Θεσσαλονίκης και με υπεύθυνο για την καλλιτεχνική επιμέλεια του τον καλλιτεχνικό διευθυντή του δεύτερου Χαράλαμπο Αγγελόπουλο. Οπως και πάρα πολλές άλλες μουσικές εκδηλώσεις, παντού στον κόσμο και βέβαια στην Ελλάδα, το εφετινό Φεστιβάλ Πιάνου της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ εντάσσεται στο πλαίσιο του εορτασμού των διακοσίων πενήντα ετών από την γέννηση του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν. Ο Μπετόβεν αγαπούσε πάρα πολύ το πιάνο, ήταν άλλωστε και εξαίρετος σολίστ του και ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό μέρος του έργου του αποτελείται από σολιστικές συνθέσεις για αυτό ενώ φημισμένα και δικαίως είναι επίσης και τα κοντσέρτα του για πιάνο (χωρίς ή με άλλα σολιστικά όργανα) και ορχήστρα. Ετσι στις 23, 24, 30, 31 Οκτωβρίου και στις 6 και 7 Νοεμβρίου έντεκα καταξιωμένοι/ες και τέσσερις πρωτοεμφανιζόμενοι/ες σολίστ θα ερμηνεύσουν τις τριάντα δύο συνολικά σονάτες για πιάνο αυτού του ακρογωνιαίου λίθου της κλασικής μουσικής παράδοσης και στις 5 Νοεμβρίου στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα πραγματοποιηθεί συναυλία της Ορχήστρας της ΕΛΣ, σε σύμπραξη με εκλεκτούς σολίστ και υπό την διεύθυνση του Σλοβάκου Οντρέι Όλος, η οποία θα εκτελέσει δύο από τα γνωστότερα κοντσέρτα του.
Ανάμεσα σε όλα αυτά ο Χαράλαμπος Αγγελόπουλος είχε την ομολογουμένως τολμηρή ιδέα να εντάξει στο αφιερωμένου στον Μπετόβεν πρόγραμμα του φεστιβάλ και μια βραδιά με έργα - είτε εμπνευσμένα από τον τελευταίο είτε «συνομιλώντας» μαζί του – του Γιώργου Κουμεντάκη. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ έδωσε σε αυτή την βραδιά τον αρκούντως αινιγματικό τίτλο «Η προνύμφη και η νυχτοπεταλούδα του L. van B.» θέλοντας ίσως έτσι να δείξει ότι τα συγκεκριμένα πιανιστικά έργα του εμπνέονται μεν και επικοινωνούν με τα ανάλογα του Μπετόβεν για να οδηγηθούν όμως σε ένα απόλυτα προσωπικό του και εν πολλοίς απρόβλεπτο αποτέλεσμα. Ας πω εξαρχής ότι η «αιρετική» αυτή πρωτοβουλία του Χαράλαμπου Αγγελόπουλου αποδείχθηκε άκρως επιτυχημένη και όσοι και όσες την παρακολουθήσαμε απολαύσαμε μιαν υψηλής αισθητικής και πολύ ενδιαφέρουσα συναυλία που το πολύ απαιτητικό περιεχόμενο της απέδωσε εξαίρετα ο Στέφανος Θωμόπουλος.
Επίκεντρο της ήταν ένα μεγάλο σε διάρκεια, με πολλά μέρη και σπονδυλωτό θα έλεγα έργο του Γιώργου Κουμεντάκη με τον παράξενο και «κρυπτικό» επίσης αλλά εντέλει και περιγραφικό του περιεχομένου του τίτλο «Μεσόγειος έρημος». Σε αυτό ο Γ. Κουμεντάκης εμπνέεται από την πανίδα (και αυτό σημαίνει ακόμα και τα...έντομα!) και την χλωρίδα της Μεσογείου καθώς αυτή αλλάζει σταδιακά στο πέρασμα του χρόνου, είτε με φυσικό τρόπο είτε από ανθρώπινη παρέμβαση και εκκινώντας από μινιμαλιστικούς «Μπετοβενικούς» πυρήνες ή από άλλες αφετηρίες αναπτύσσει μια γραφή τις περισσότερες φορές λιτή και «σφιχτή» και κάποτε πιο πληθωρική χωρίς όμως ποτέ να γίνεται υπερβολική, απαιτώντας από τον/την εκτελεστή/ια ύψιστη συγκέντρωση, προσοχή και βέβαια μεγάλη βιρουοζιτέ χωρίς όμως ούτε για μια στιγμή να καταλήγει σε επίδειξη άσκοπής δεξιοτεχνίας. Ενσωματώνει στην κατά κύριο λόγο τονική σύνθεση τροπικά ή ακόμα και καθαρά ατονικά στοιχεία, συνδιαλέγεται με αρκετούς ακόμα δημιουργούς (ενδεικτικό το μέρος «Ο Κορμοράνος του Γιάννη Ξενάκη», ο μέγιστος Έλληνας πρωτοπόρος αποτελεί άλλωστε σχεδόν μόνιμη αναφορά στο έργο του, εμφανή και μη) και κατά την μεγάλη διάρκεια του έργου ξεδιπλώνει αργά μα σταθερά μια πιανιστική αφήγηση με ουσία και περιεχόμενο μα και με αρχή, μέση και τέλος και διανθισμένη με πολλές σαγηνευτικές, υφολογικές και εκτελεστικές, λεπτομέρειες.
Εμβόλιμα στα δύο μεγάλα τμήματα του «Μεσόγειος έρημος». που άνοιξαν και έκλεισαν την συναυλία το σύντομο έργο «Σύμμολπα I» αλλά και το μέρος του πρώτου «Ένας γρύλλος στο φαράγγι του Κοτσυφού» για...έξι χέρια, τρεις δηλαδή συνολικά εκτελεστές/ιες, με άλλους δύο θαυμάσιους σολίστ, τους Θοδωρή Τζοβανάκης και Στέφανο Νάσο, να πλαισιώνουν τον Στέφανο Θωμόπουλο σε ένα απόσπασμα ιδιαίτερα σύνθετο από πλευράς γραφής και ακόμα περισσότερο εκτελεστικά. Εντυπωσιακό στο έπακρο τέλος, σε βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και ότι «έκλεψε την παράσταση», το φινάλε με το «Μαντινάδα για πιάνο» το οποίο απαιτούσε από τον Σ. Θωμόπουλο ούτε λίγο ούτε λίγο ούτε πολύ να συμπληρώσει με μιαν ιδιόρρυθμη ρυθμική απαγγελία το παίξιμο του! (απηχώντας ίσως άραγε έτσι τις «μεικτές» συνθετικές μεθόδους του κορυφαίου Ελληνα ανανεωτή Γιάννη Χρήστου;),
Εν κατακλείδι στο «Μεσόγειος έρημος» ξαναβρίσκουμε τον αληθινά πρωτοπόρο συνθέτη που ήταν ο Γιώργος Κουμεντάκης στο ξεκίνημα της διαδρομής του, τον καινοτόμο, συχνά ακόμα και ρηξικέλευθο δημιουργό στην μουσική του οποίου η παράδοση της γενέτειρας του, της Κρήτης, ήταν μια ακόμα αναφορά ανάμεσα σε πολλές άλλες και όχι σε πρώτο πλάνο και με μια συνεχή διάθεση πειραματισμού, ρίσκου, ακόμα και (αυτό)ανατροπής. Ενα πάρα πολύ ιδιοσυγκρασιακό, «ανήσυχο», ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα και πραγματικά όμορφο έργο και ελπίζουμε να ακούσουμε και άλλα τέτοια από εκείνον μελλοντικά.