Οι συνέπειες μπορούν να είναι καταστροφικές για την αξία και την εγκυρότητα του Τύπου που αποτελεί βασικό πυλώνα προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Open Image Modal
stevanovicigor via Getty Images

Εδώ και πολλά χρόνια τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν χαρακτηριστεί ως «τέταρτη εξουσία» λόγω της μεγάλης επιρροής τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι παγκοσμίως. Την τελευταία δεκαετία η εμφάνιση των social media έχει κάνει ακόμη πιο συνθέτη την κατάσταση που επικρατεί γύρω από την ειδησεογραφία και τα λεγόμενα “fake news”. 

Οι «ψευδείς ειδήσεις» κυκλοφορούσαν πάντοτε, όμως ποτέ δεν έπαιρναν τη σημερινή μεγάλη τους διάσταση, με αποτέλεσμα να παραπλανούν την κοινή γνώμη και να δημιουργούν λάθος εντυπώσεις. Κανένας κλάδος δεν έχει μείνει ανεπηρέαστος από τη συγκεκριμένη μάστιγα με χαρακτηριστικά παραδείγματα, θέματα πολιτικής, οικονομίας, επιστήμης, διεθνών σχέσεων, υγείας κ.α να βρίσκονται στο επίκεντρο των παραπλανητικών δημοσιεύσεων με μηδενική ή έστω ελάχιστη ρεαλιστική υπόσταση.

Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την έρευνα και αποτύπωση της επίδρασης των “fake news” σε σημαντικά συμβάντα όπως οι Αμερικανικές Προεδρικές εκλογές ή το Brexit. Κοινωνικοί επιστήμονες και αρθρογράφοι προσπάθησαν ετεροχρονισμένα να εξηγήσουν πως συγκεκριμένες υποκινούμενες φήμες, κυρίως στο διαδίκτυο έπαιξαν βαρυσήμαντο ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλωστε όλοι στην καθημερινότητά μας ακούμε πολλές σκόρπιες πληροφορίες και αν ρωτήσει κανείς «που το έμαθες αυτό;» και λάβει την απάντηση «το διάβασα στο Ίντερνετ», αυτομάτως θεωρείται ότι πρόκειται για μια επιβεβαιωμένη πληροφορία με ιδιαίτερη ισχύ. Παρόλα αυτά πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας ότι στον Τύπο και πολύ περισσότερο στον ηλεκτρονικό, μπορεί ο καθένας να βρει τεράστιο όγκο άρθρων, αναλύσεων και ρεπορτάζ που δεν είναι βέβαιο ότι πλησιάζουν την αλήθεια. Στο βωμό των «κλικαρισμάτων» και της εμπορικής απήχησης παρατηρούνται ακραία φαινόμενα παραπλάνησης, λαϊκισμού και ψευδών πληροφοριών. Υπάρχουν ακόμη και πιο ύπουλα δημοσιεύματα τα οποία παρότι δεν περιέχουν ψευδείς ειδήσεις, έχουν κραυγαλέους ή παραπλανητικούς τίτλους για την προσέλκυση αναγνωστών. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται αφενός δελεαστικοί κι αφετέρου είναι τυπικά καλυμμένοι απέναντι στο νόμο.

Η καθηγήτρια Κοινωνικών Σπουδών Katie Quartuch στην διατριβή της για την παιδεία στα κοινωνικά μέσα αναφέρει ότι: «όταν σκέφτομαι τον όρo fake news σκέφτομαι κυριολεκτικά τους ανθρώπους που πληρώνονται για να παράγουν ψεύτικες ειδήσεις για πολιτικό ή οικονομικό κέρδος».

Κι εδώ μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για το πως μπορούμε να ξεχωρίζουμε τις πληροφορίες, να φιλτράρουμε ό,τι διαβάζουμε, να εξασκούμε την κριτική μας σκέψη και να μη δεχόμαστε ως δεδομένο καθετί που κυκλοφορεί σε διάφορα sites και blogs. Πίσω από οτιδήποτε, μπορεί να υπάρχουν σκοπιμότητες, συμφέροντα και ιδεοληψίες. Είναι στο χέρι μας όμως να είμαστε επιφυλακτικοί και να διερευνούμε. Η πρόθεση για ενημέρωση είναι ένα σημαντικό «όπλο» για κάθε ενεργό πολίτη αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν πιο ορθά.

Άλλο ένα σημαντικό αρνητικό που έχει επιφέρει η εδραίωση των «fake news” στη σύγχρονη εποχή είναι η αποστροφή της κοινής γνώμης από κάθε προσπάθεια ενεργούς δράσης κι ενημέρωσης. Πιο συγκεκριμένα, αν σκεφτούμε ότι πολλές φορές κάποιος μπορεί να συνειδητοποιήσει εκ των υστέρων την επαναλαμβανόμενη  θυματοποίησή του, τότε αργά ή γρήγορα δε θα αργήσει η αγανάκτηση να τον οδηγήσει στην παθητικότητα. 

Οι κυβερνήσεις και οι Οργανισμοί παγκοσμίως έχουν θίξει επανειλημμένως το ζήτημα, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να έχει βρεθεί δραστικός τρόπος περιορισμού αυτής της -διαδικτυακής κυρίως- παθογένειας. Πριν αρκετούς μήνες για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση με έκθεσή της παρουσίασε αναλυτικά στοιχεία και κάλεσε μάλιστα το Facebook, το Twitter και άλλες online πλατφόρμες να αναπτύξουν εργαλεία για τον έλεγχο ιστοσελίδων που φιλοξενούν διαφημίσεις. Οι online πλατφόρμες οφείλουν επίσης να εντείνουν τη συνεργασία με fact-checking οργανισμούς για τον περιορισμό της «επέλασης της παραπληροφόρησης». Παράλληλα, τον περασμένο Οκτώβρη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τις διαδικασίες δημιουργίας της πρώτης ψηφιακής πλατφόρμας αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη. Το «Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Παρατηρητήριο» θα λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος αναλυτών, ερευνητών και ακαδημαϊκών. Για να καταστεί αποδοτική η προσπάθεια της Ένωσης, ο προγραμματισμός που έχει δημοσιοποιηθεί περιλαμβάνει αύξηση του προϋπολογισμού και των αρμοδιοτήτων των Στρατηγικών Task Force Επικοινωνίας, ανάπτυξη ενός Άμεσου Συστήματος συντονισμού απαντήσεων και συνεργασία με διαδικτυακές πλατφόρμες για την εφαρμογή των δεσμεύσεων για την Κοινή Πρακτική Παραπληροφόρησης.

Παρατηρώντας τα στοιχεία από την κατάσταση που επικρατεί παγκοσμίως, διαβάζουμε ότι το Facebook ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2016 τη λειτουργία μιας εφαρμογής που επιτρέπει στους χρήστες να καταγγέλλουν ψεύτικες ειδησεογραφικές αναφορές για έλεγχο από την πλατφόρμα, μέσω του Διεθνούς Δικτύου Ελέγχου Γεγονότων (IFCN). Η πρωτοβουλία του Facebook συνεργάζεται με τα μέσα ενημέρωσης στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και ξεκίνησε την λειτουργία της στις 22 Μαρτίου 2017. Η Google από την άλλη, έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια έκτακτων γεγονότων. Όπως τονίζει «αναξιόπιστες πηγές συχνά εκμεταλλεύονται τα έκτακτα γεγονότα της επικαιρότητας και αναρτούν στις πλατφόρμες της Google ανακριβές περιεχόμενο, αυξάνοντας την πιθανότητα να εκτεθούν οι χρήστες σε αυτό.»

Όσον αφορά τα του οίκου μας, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο περιορισμού των «ψευδών ειδήσεων» σε σύγκριση με άλλες χώρες ενώ ταυτόχρονα είναι υψηλότατο το ποσοστό των Ελλήνων που ενημερώνονται κυρίως από το διαδίκτυο και μάλιστα από αμφιλεγόμενες δημοφιλείς στα social media δημοσιογραφικές πηγές. Οι καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης δυστυχώς είναι λιγοστές και περιορισμένες. Σε κυβερνητικό επίπεδο έχουν υπάρξει αρκετές εξαγγελίες για δραστικά μέτρα σχετικά με χρησιμότητα του Μητρώου Διαδικτυακών ΜΜΕ και συνεργασία των Ενώσεων Εκδοτών και Συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη διασταύρωση των ειδήσεων. Σίγουρα όμως σε τόσο αμφιλεγόμενα και σύνθετα ζητήματα δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και το βάρος πέφτει όχι μόνο σε θεσμικούς παράγοντες. Ο δημοσιογραφικός κόσμος, οι ακαδημαϊκοί και οι Οργανισμοί πρέπει να ασχοληθούν εκτενώς με την κατάσταση εξετάζοντας τα ανησυχητικά δείγματα.

Ο καθένας από εμάς στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας της Δημοκρατίας οφείλει να ενημερώνεται, έχοντας όμως πάντοτε τις επιφυλάξεις του και εξετάζοντας την εγκυρότητα των πληροφοριών. Η επέλαση των “fake news” μπορεί να μη φαίνεται τόσο ανησυχητική σε μια εποχή που λόγω πολλών και έντονων προβλημάτων, πολλά περνούν εντελώς απαρατήρητα. Παρόλα αυτά οι συνέπειες μπορούν να είναι καταστροφικές και μη ελεγχόμενες για την αξία και την εγκυρότητα του Τύπου που αποτελεί βασικό πυλώνα προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.